Ενενήντα οκτώ (98) χρόνια μετά το ’22, επιτέλους μάθαμε την αλήθεια. Είμαστε απόγονοι λαθρομεταναστών με προνόμια. Δε ζούμε σε hot spot και απολαμβάνουμε την ανοχή της μητέρας Ελλάδας. Τάδε έφη κ, Κουρουμπλής , βουλευτής του Σύριζα, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να πείσει τον ελληνικό λαό (αλήθεια ποιον;) για την παρουσία των προσφύγων-(λαθρο)μεταναστών στον ελλαδικό χώρο. Το επιχείρημά του- κατά τον ίδιο, φαντάζομαι είναι ατράνταχτο: «και οι Ελληνες της Μικράς Ασίας μπήκαν ως λαθραίοι στην Ελλάδα». Ας αφήσουμε για λίγο την ιστορία, κι ας πιάσουμε τη γλώσσα (σπουδαίο πράγμα, στ’ αλήθεια, η γλώσσα η ελληνική). Πώς είναι δυνατόν αυτός που χαρακτηρίζεται ως Έλληνας να μπει λαθραία στην Ελλάδα. Δηλαδή, κατά τον Κουρουμπλή, ο Σύριος να μπει λαθραία στη Συρία, ο Αφγανός στο Αφγανιστάν και ούτω καθεξής. Ο βουλευτής βρίσκεται σε σύγχυση. Ή νομίζει ότι όλοι αυτοί που έρχονται λαθραία είναι «αλύτρωτοι αδερφοί που διαβιούσαν αιώνες τώρα σκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο», ή έχει κάνει λάθος ως προς τη χώρα όπου ο ίδιος εκλέγεται και υπερασπίζεται αυτούς που θέλουν να επαναπατριστούν (;!).
Η άγνοια της ιστορίας για τον πολίτη μιας χώρας δεν είναι κάτι μεμπτό, εφόσον είναι ακίνδυνο. Η συνειδητή στρέβλωση της ιστορίας από ανθρώπους που εκπροσωπούν αυτόν τον λαό, είναι περισσότερο από επικίνδυνο.Είναι έγκλημα. Τα εγκλήματα δε χαρακτηρίζονται μοναχά από την ύπαρξη θυμάτων. Εγκλήματα είναι κι αυτά που συμβαίνουν στα αβασάνιστα μυαλά όσων διατείνονται ότι μοχθούν για τα εθνικά μας δίκαια και πληρώνονται αδρά γι’ αυτό. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει τιμωρία. Στ’ αλήθεια τι τιμωρία θα μπορούσε κανείς να επιβάλει στον κ. Κουρουμπλή επειδή, όχι μόνο είναι ανιστόρητος, αλλά και ανθέλληνας; Φαντάζομαι την ίδια που επιβλήθηκε στην κ. Ρεπούση για το βιβλίο της ιστορίας και τον περίφημο «συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης». Εκείνη πληρώθηκε για το βιβλίο, το βιβλίο αποσύρθηκε, το γεγονός ξεχάστηκε.
Ευτυχώς, οι «’Ελληνες που ήρθαν ως λαθραίοι στην Ελλάδα», δηλαδή όλοι εκείνοι που γλύτωσαν τη σφαγή, τους βιασμούς, την αιχμαλωσία, τα αμελέ ταμπουρού κι ύστερα την λοιδορία, τις ασθένειες και, πιο πολύ, τις θύμησες, έχουν μνήμη αγέραστη. Δεν απόλαυσαν την υπεράσπιση κρατικών λειτουργών, ούτε στήθηκαν σε τράπεζες να δρέψουν έτοιμα χρήματα. Τους έφτανε μόνο ο γλυτωμός και ο νόστος, γιατί η Ελλάδα ήταν πατρίδα τους κι αυτό κανείς δεν τόλμησε να το αμφισβητήσει.
Το να αναφερθούμε σε ιστορικά γεγονότα και μαρτυρίες ανθρώπων που ήδη γνωρίζουμε, δεν προσθέτουμε τίποτε περισσότερο, ούτε μπορούμε να πείσουμε ανθρώπους που, στις κρίσιμες στιγμές τις οποίες περνάει η χώρα, τολμούν και κάνουν τέτοιες ιταμές δηλώσεις. Γνωρίζω καλά ( το’ χω υποστεί άλλωστε) πως θα υπάρξουν φωνές που θα με κατηγορήσουν για ρατσισμό, εθνικισμό, ακόμη και αλυτρωτισμό. Μπορεί να υπάρξουν κι αυτές που θα με υπερασπιστούν. Υπεράσπιση δε χρειάζομαι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος που γνωρίζει ελληνική ιστορία. Υπεράσπιση και προστασία χρειάζονται αυτοί που πείθονται από τέτοιους ανθρώπους. Μα πιο πολύ τα παιδιά είναι απροστάτευτα μπροστά σε τέτοια λόγια που βγαίνουν από «επίσημα χείλη». Τουλάχιστον ας προστατέψουμε αυτά, γιατί «δεν τα ξέρουν όλα» και στο τέλος ας αναμετρηθούμε με τη συνείδησή μας.
Βίκυ Χατζηκυριάκου
Φιλόλογος