Στις επιστολές του απ. Παύλου, ξεχωρίζουν για την χριστολογική δογματική τους μορφή, ορισμένα αποσπάσματα τα οποία έχουν αναγνωρισθεί σήμερα από τους μελετητές ως ύμνοι. Αυτό υποστηρίζεται είτε με την έννοια πως έχουν ποιητικό ύφος, είτε και κυρίως πως συνιστούσαν λειτουργικούς ύμνους οι οποίοι βρίσκονταν σε χρήση στην αρχέγονη Εκκλησία. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τον σύντομο χριστολογικό ύμνο, ο οποίος εμπεριέχεται στην Προς Φιλιππησίους Επιστολή (Φιλ 2:4-11). Επισημάνθηκε πως το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει ένα υμνολογικό χαρακτήρα το 1928 από τον E. Lohmeyer. Παράλληλα υποστηρίχθηκε κατά καιρούς πως ενδέχεται να ήταν σε χρήση στην Εκκλησία προ του Παύλου ή ότι φέρει επιρροές από αιρέσεις του Γνωστικισμού.
Αυτό το οποίο αναγνωρίζουμε στους πρώτους στίχους του, είναι το αίσθημα της ενότητας δια της αγάπης (Φιλ 2:4-5). Αυτό το στοιχείο, όντως εκφράσθηκε κατά τον Μυστικό Δείπνο, τουλάχιστον ως προς τον άμεσο συνεργάτη του Παύλου Λουκά (Κατά Λουκά 22:24-27) αλλά και τον Ιωάννη (Κατά Ιωάννη 13:34-35). Ο ίδιος ο Χριστός είναι φύσει Θεός και όχι ένας θεοποιημένος, ή «ισοδαίμων» όπως χαρακτηριστικά έλεγαν για τις περιπτώσεις των κατά χάριν θεοτήτων οι αρχαίοι Έλληνες. Στο κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «μορφή», ο οποίος πιθανότατα υποδηλώνει την τελειότητα. Συχνά οι λέξεις «εικόνα» και «μορφή», υποδήλωναν στο Δίκαιο το ολοκληρωμένο, όπως στις περιπτώσεις των αμβλώσεων. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην θεώρηση του πλατωνικού έργου «Τίμαιος», το δημιουργηθέν συνιστά εικόνα του νου δημιουργού του. Εν προκειμένω, μιλάμε για τον άκτιστο Λόγο και ενανθρωπίσαντα Χριστό ως εικόνα του Πατρός Του. Ωστόσο ειδικά η «μορφή», εδώ, ταυτίζεται με την φύση και όχι το κατά χάριν, την υιοθεσία, την ενέργεια, την πρόσκαιρη μεταμόρφωση και το προσωπείο (Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την Φιλιππησίους επιστολήν πρώτην, PG 62, 219).
Ως προς την έννοια «δούλος», βέβαιο είναι πως νομικά, τουλάχιστον, στην κλασσική Αθήνα, συνδέονταν με την διαδικασία της βασάνου και της ταλαιπωρίας (αν και αυτό δεν μπορούμε να το αναλύσουμε εδώ περαιτέρω). Σχετικούς νομικούς όρους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, μαρτυρούνται στον Αντιφώντα, αλλά και τον Θουκυδίδη («Ιστορίαι», 1.20.1). Έτσι ο όρος ενδέχεται να υπαινίσσεται το άχραντο Πάθος ως μέρος της Θείας Οικονομίας. Από την άλλη, η λέξη «αρπαγμόν» (Φιλ 2:6), φαίνεται να απηχεί τις αρπαγές των αρχαιοελληνικών ιερογαμιών και μάλλον μυθολογήσεις όπου ένας θνητός άρπαζε την ιερογαμία, νυμφευόμενος αντικανονικά μια κατώτερη θεότητα, όπως ο Πηλεύς την Θέτιδα (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 13, 5). Ο Χριστός δεν αποτελεί ένα θνητό με μειωμένη θεότητα, ούτε απέκτησε μυθολογικά με αρπαγή ιερογαμική την θεία ιδιότητα. Είναι φύσει και Θεός (Κατά Ιωάννη 1:1).
Πολλά έχουν ειπωθεί και έχω ακούσει και ο ίδιος στα θεολογικά συνέδρια, για το πώς ερμηνεύεται η εκούσια «κένωση» του Χριστού ώστε να πληρώσει την θεία οικονομία (Φιλ 2:7). Αναρωτιέμαι αν η κένωση αυτή, μπορεί να αποτελεί διαλεκτική με την «πλήρωση» και μάλιστα την «υπερπλήρωση» ως στοιχείο του Ύψιστου Θεού. Λ.χ. στο μεταγενέστερο νεοπλατωνισμό και τον Πλωτίνο (3ος αιώνας μ.Χ.), ο πρώτος ύψιστος Θεός, το Εν, δημιουργεί ακούσια αφού το άπειρο αυτού παρομοιάζεται με κάτι σαν δεξαμενή, της οποίας το περιεχόμενο υγρό υπερχείλισε και η απορροή δημιούργησε τον δεύτερο Θεό Νού (Πλωτίνος, Εννεάδες, Ε΄, 2.1). Αν η σκέψη μας είναι σωστή, η κένωση είναι το αντίστροφο της υπερπλήρωσης, χαρακτηρίζοντας τον Θεό που κατ΄ οικονομία αποποιήθηκε το άπειρο της υπερπλήρωσης για να κενωθεί ενανθρωπιζόμενος από αγάπη. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος εδώ, έδωσε έμφαση στην αποποίηση του κτητικού δικαιώματος ως άκτιστος Θεός, σε αντιδιαστολή με το άπληστο του Μαμωνά (PG 62, 226). Φυσικά μια άλλη έκφραση του Παύλου, το «εν ομοιώματι», διαλέγεται με την «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν» δημιουργία του ανθρώπου στη Γένεση (Γεν 1:26).
Φυσικά από απόλυτα ελεύθερος ο Θεός, με την γέννησή Του στην Βηθλεέμ έγινε εκούσια υποκείμενος, ειδικά σε νομοτελειακές καταστάσεις της ύλης, όπως ο κάθε άνθρωπος προς τις βιωτικές ανάγκες και τους περιορισμούς του. Εν τέλει βίωσε την άκρα ταπείνωση έως του σταυρικού θανάτου, που παλαιοδιαθηκικά ταυτίζονταν με το επικατάρατο (Φιλ 2:8. Πρβλ. και Δευτερονόμιο 21:23 και Γαλάτας 3:13).
Στον ύμνο υπάρχει ο όρος «υπερύψωση» (Φιλ 2:9). Στον Χρυσόστομο ο όρος «ύψωση» σημαίνει την Μεταμόρφωση ως εικόνα της Σταύρωσης και την Σταύρωση ως δόξα και εικόνα της Ανάληψης. Θέση η οποία φανερώνει ένα εσχατολογικό χαρακτήρα, αφού η Ανάληψη είναι εικόνα των Εσχάτων (Πράξεις 1:11). Ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνευτική πρόταση του Ι. Καραβιδόπουλου, ως κατά χάριν μετοχή του ανθρώπου στην θεότητα. Θα έλεγα μάλιστα πως η θεώρηση αυτή, δεν είναι μακριά από την ομηρική θέση, πως οι ψυχές κατέρχονται για να αναγεννηθούν εισερχόμενες σε άντρο από βορά και υπερυψώνονται προς την αθανασία δια του νότου (ένα σημείο το οποίο ταυτίζεται με το ανώτατο ύψος λόγω της ηλιακής κίνησης σε σχέση με την ακίνητη Γη, κατά το αρχαία γεωκεντρική αντίληψη). Ο ιερός Χρυσόστομος, έχοντας υπόψιν την Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Κατά Λουκά 18:10-14), επισήμανε την αλαζονεία του να υψώνει κάποιος εαυτόν, ενώ ο Χριστός δέχεται υπό Θεού την υπερύψωση και όχι αφ΄ εαυτού (PG 61, 233-235).
Η φράση «Κύριος Ιησούς Χριστός», αναγνωρίζεται ως υμνολογικό στοιχείο ενταγμένο σε αρχέγονα βαπτισματικά και ομολογιακά σύμβολα, πάντα σε συνάφεια με την ιδιότητα του Υιού προς τον ύψιστο Πατέρα (Φιλ 2:11). Εντοπίζεται και σε άλλα σημεία στην παύλεια γραμματεία (Ενδεικτικά αναφέρουμε το Ρωμαίους 1:4 και Α΄ Κορινθίους 8:6).
Στον επίλογο του Ύμνου, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο ορόσημα του βιβλικού χρόνου. Στο Φιλ 2:10 και την αναφορά σε επουράνιους, επίγειους και χθόνιους δαίμονες και λατρείες, συναντάμε την ομολογία του Χριστού ως απαραίτητο στοιχείο για την εκπλήρωση της πρώτης από τις δέκα εντολές και την ταύτισή Του με τον Θεό ο οποίος εντέλει τον Μωυσή (Δευτερονόμιο 5:6-9).
Στον επόμενο στίχο αναγνωρίζουμε το άλλο χρονικό ορόσημο το οποίο είναι το εσχατολογικό. Αν και οι χρόνοι συγγραφής της Προς Φιλιππησίους σε σχέση με το Κατά Ματθαίον αποτελούν ένα ζήτημα, δεν αποκλείεται η πηγή αυτή ναι είναι υπαρκτή στα λεγόμενα Λόγια και την προφορική αποστολική παράδοση. Και η πηγή είναι, το ότι ο Παύλος κάνει λόγο για την ομολογία του Χριστού από κάθε γλώσσα. Αυτό παραπέμπει σε ένα χωρίο του Ματθαίου, το οποίο αποκαλύπτει πως όταν κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη, σε μαρτυρία όλων των εθνών, τότε θα επέλθει η Δευτέρα Παρουσία (Κατά Ματθαίον 24:14).