Εξιστορείται στιχουργικά, στην ποντιακή και τη δημοτική γλώσσα, όπως εκτίθεται κατωτέρω, το περιεχόμενο της συνάντησης στην Κόρινθο την Άνοιξη του 336 π.Χ. του Στρατηλάτη Μεγάλου Αλεξάνδρου (356 π.Χ.-323 π.Χ.) με τον Πόντιο φιλόσοφο Διογένη τον Κύνα (413/412 π.Χ.-323 π.Χ.), πατέρα της Κυνικής φιλοσοφίας (του σατιρίζειν δηλ. τα κοινωνικώς και πολιτικώς κακώς κείμενα της εποχής του), κατά την ανακήρυξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Αρχιστρατήγου όλων των Ελλήνων ενόψει της περσικής εκστρατείας.
Ο Πόντιος φιλόσοφος Διογένης, εκπρόσωπος της Κυνικής (εκ του : κύων-κυνός =σκύλος) φιλοσοφίας, έλεγε : «Είμαστε σαν τα σκυλιά εκείνα που γαβγίζουν, αλλά δεν δαγκώνουν».
Ο ιστορικός Πλούταρχος αναφέρει πως στην Κόρινθο τιμήθηκε πολύ ο Μέγας Αλέξανδρος και πως όλοι, πολιτικοί, φιλόσοφοι σπουδαίοι και απλοί πολίτες, έσπευσαν να τον χαιρετήσουν. Μόνο ο Διογένης ο Κύων έμεινε στο πιθάρι του, στο Κράνειο, αδιάφορος παντελώς για το τι συνέβαινε δίπλα του. Ο Μέγας Αλέξανδρος πήγε να τον επισκεφθεί ο ίδιος και όταν του είπε πως ό,τι ήθελε θα του το προσέφερε, έλαβε από τον φιλόσοφο Διογένη την ασύλληπτη απάντηση : «Μικρόν από του ηλίου μετάστηθι» (= λίγο μετακινήσου από τον ήλιο) δηλ. μου κρύβεις τον ήλιο, μου προκαλείς σκιά, μου στερείς το φως και τη ζεστασιά, και άρα μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις. Αδιανόητη απάντηση.
Ο Μέγας Αλέξανδρος εντυπωσιασμένος από την βαθυστόχαστη αυτή απάντηση του Διογένη είπε : «Αλλά μην εγώ ει μη Αλέξανδρος ήμην, Διογένης αν ήμην» (=αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, ήθελα να ήμουν ο Διογένης».
Κατά τον Burn ο θαυμασμός που έδειξε ο Μέγας Αλέξανδρος προς τον φιλόσοφο Διογένη είναι αποκαλυπτικός και του δικού του αδάμαστου και ανυποχώρου χαρακτήρος.
Ο ιστορικός Πλούταρχος (45 μ.Χ. – 120 μ.Χ.), Έλλην ιστορικός, βιογράφος, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος, αναφέρει ότι μετά τη συνάντησή του με τον Διογένη ο Μέγας Αλέξανδρος φεύγοντας από την Κόρινθο και έχοντας πλέον όλα έτοιμα για την μεγάλη εκστρατεία του προς την Περσία, πέρασε από το Μαντείο των Δελφών για να ζητήσει χρησμό, θέλοντας να μάθει για την τύχη της μελλοντικής του εκστρατείας κατά των Περσών. Έφθασε στο Μαντείο Μαντών. Όμως εκείνη την ημέρα δεν εδίδοντο χρησμοί. Έτσι η Πυθία αρνήθηκε να δώσει χρησμό. Τότε ο Μέγας Αλέξανδρος, που πάντα ήταν ρηξικέλευθος, – θυμηθείτε τη φράση του : « Τα μη λυόμενα κόπτονται», όταν εκλήθη να λύσει τον Γόρδιο δεσμό, μια άλυτη θηλειά, έναν πολύ σκληρό κόμπο από φλοιό κρανιάς και στη συνέχεια έβγαλε την σπάθη του από τη θήκη και έλυσε, έκοψε λύνοντας τον κόμπο – έσυρε βίαια την πρόμαντιν, την αναπληρώτρια μάντιν, θα λέγαμε, προς το ιερό του ναού, όπου η ιδία «ώσπερ εξητημένη δια σπουδής» (= ωσάν να ήτο σωθείσα δια παρακλήσεων») του είπε : «Ανίκητος εί, ώ παί» ( =Είσαι, (θα είσαι) ανίκητος, νέε). Ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από το Μαντείο των Δελφών προς την Ελληνική Μακεδονία βέβαιος πια για την ευτυχή πορεία και έκβαση της εκστρατείας του.
Μερικοί (αορίστως και αβασίμως, με ευκολία, ανέξοδα και ατιμώρητα, όπως συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μας) είπαν πως αυτό το τελευταίο (επίσκεψη στο Μαντείο των Δελφών) δεν έγινε. Όμως το επεισόδιο τούτο είναι ιστορικότατο. Το αναφέρει ο ιστορικός Πλούταρχος. Η φράσις της προμάντιδος « Ανίκητος εί, ώ παι» ήτο καταγεγραμμένη στα αρχεία του ιερού του εν λόγω Μαντείου. Ο Πλούταρχος είχε υπηρετήσει είκοσι (20) ολόκληρα χρόνια ως ΙΕΡΕΥΣ στο Μαντείο των Δελφών και ήταν ασφαλώς σε θέση να ελέγξει το θέμα από τα αρχεία του ιερού του Μαντείου των Δελφών. Προσέτι πέραν του Πλουτάρχου και ο ιστορικός Διόδωρος (80 π.Χ.-20 μ.Χ.), αρχαίος Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας, που έζησε πολλά χρόνια πριν τον Πλούταρχο, αναφέρεται στο γεγονός τούτο. Εκ πολλών πηγών επομένως αποδεικνύεται η ιστορικότητα του γεγονότος τούτου.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ιστορικό του 3ου αιώνα μ.Χ., που έγραψε το έργο : «Βίοι Φιλοσόφων», ο Μέγας Αλέξανδρος και ο φιλόσοφος Διογένης πέθαναν την ίδια ημέρα του ίδιου έτους, 323 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν 33 ετών και ο Διογένης 90. Άρα κατά τον ιστορικό Διογένη Λαέρτιο ο Διογένης εγεννήθη το 413 π.Χ.
Στη Ρώμη της Ιταλίας στην Villa Albani παριστάνεται σε ελληνορωμαϊκό ανάγλυφο ο Διογένης, καθήμενος-ξαπλωμένος μέσα στον μεγάλο πιθάρι του, κρατεί στην αγκαλιά του την ράβδο του και συνομιλεί με τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσιάζεται όρθιος και ομιλών με τον Διογένη, εκτείνει δε προς τον ίδιο το δεξιό του χέρι, ενώ στο αριστερό χέρι του κρατεί το σκήπτρο του.
Στην Κόρινθο, στην πανέμορφη παραλία : «Καλάμια» είναι φιλοτεχνημένα τα αγάλματα του Διογένη με το πιθάρι του και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως σύνολο, ως σύμπλεγμα. Παρουσιάζεται η σκηνή της συνάντησης τους. Ο Αλέξανδρος με την κίνηση του δεξιού χεριού του δείχνει στον Διογένη την προθυμία του να του προσφέρει ό,τι θα του ζητούσε. Ο Διογένης κάθεται σε μαρμάρινη βάση, δίπλα στον πίθο (=πιθάρι) του ακουμπημένος σ΄ αυτόν, έχει απλωμένο και στηριγμένο στο πιθάρι το δεξιό του χέρι και με την κίνηση του αριστερού του χεριού δείχνει στον Μέγα Αλέξανδρο ότι του αποστερεί τον ήλιο. Το καλλιτεχνικό τούτο έργο είναι σπουδαίο για την εκφραστικότητά του και την απόδοση της σκηνής. Το συνολικό φιλοτέχνημα είναι αξιοθαύμαστο. Κατασκευάστηκε το 2011. Συγχαρητήρια στον εμπνευστή του έργου και στον γλύπτη που το φιλοτέχνησε.
Στην γενέτειρα του Διογένη, στην πόλη Σινώπη του Πόντου υπάρχει πανύψηλο, άνω των 5 μέτρων, γλυπτό-φιλοτέχνημα. Σε τούτο παρουσιάζεται ο φιλόσοφος Διογένης όρθιος επάνω στο μεγάλο πίθο (=πιθάρι) του, μέσα στο οποίο διέμενε όσο ζούσε Κρατεί με το ανυψωμένο αριστερό του χέρι το φανάρι του και έχει παρά τον δεξιό του πόδα ένα κύνα (=σκύλο), που παραπέμπει στην φιλοσοφική του ιδιότητα (Διογένης ο Κύων). Η σχετικώς ανοιγμένη παλάμη του δεξιού χεριού του επάνω από την κεφαλή του κύνα δείχνει στοιχεία αγάπης προς τον κύνα.
Θέλουμε και εδώ, στην πόλη της Κοζάνης, ένα τέτοιο γλυπτό-φιλοτέχνημα, ως σύνολο ως σύμπλεγμα : τον Διογένη με το πιθάρι του (και βέβαια με το φανάρι του) και τον Μεγαλέξανδρο. Συνάντηση δύο κορυφαίων φυσιογνωμιών, δύο ανήσυχων και ασύλληπτων πνευμάτων της ελληνικής αρχαιότητος. Προσωποποιήσεις της φιλοσοφίας και της πολιτισμικής προσφοράς. Ο Έλλην Πόντιος Διογένης, πατέρας, ως ανεφέρθη ανωτέρω, της κυνικής φιλοσοφίας. Ο Έλλην Μακεδών Μέγας Αλέξανδρος, η μεγαλύτερη προσωπικότητα του Ελληνισμού, ο οποίος (Μέγας Αλέξανδρος) συνέβαλε καταλυτικά στη διάδοση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του κόσμου.
Στο κάτωθι τραγούδι μου:
- Στις στροφές με ποντιακό στίχο ό,τι ευρίσκεται εντός παρενθέσεως δεν προφέρεται (φωνητικά-ηχητικά), π.χ. το : πουλί μ(ου) προφέρεται πουλί μ΄, το : ψυ(χ)ή μ(ου) προφέρεται ψυή μ΄, το : θα(ύ)μαν προφέρεται θάμαν, το : δί(δ)ω προφέρεται δίω, το : δί(δει)ς προφέρεται δίς, το : α(υ)τόν προφέρεται ατόν, το : σκοτινιά(ζ)εις προφέρεται σκοτινιάεις, το : λό(γ)ια προφέρεται λόια, το : έκ(ου)σεν, ήτοι το αρχ. ήκουσε (γ΄ πρόσωπο αορίστου του ρήματος ακούω) προφέρεται έκσεν, κ.λ.π.
- Και οι κύριοι στίχοι, οι ποντιακοί (Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ) και οι ερμηνευτικοί στίχοι (Α1, Β1, Γ1, Δ1, Ε1, ΣΤ1, Ζ1), καθώς βέβαια και τα ρεφρέν (Ω, Ω1) αντίστοιχα, όπως είναι δομημένοι, μπορούν να τραγουδηθούν, πάνω σε υπάρχουσες παραδοσιακές ποντιακές μελωδίες, οι οποίες μάλιστα είναι και χορευτικές, ήτοι :
- I) στον παραδοσιακό ποντιακό χορό διπάτ (=δις+πατώ), κατά την μελωδία του παραδοσιακού μας ποντιακού τραγουδιού : «Της Τρίχας το Γεφύρ΄» («Ακεί πέραν σο Δρακολίμν΄ σης Τρίχας το γεφύριν, χίλιοι μαστόρ΄ εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες, κ.λ.π.)) που αποτελεί όπως και το δημοτικό μας παραδοσιακό τραγούδι «Της Άρτας το γιοφύρι» κόσμημα του ποιητικού μας λόγου και συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των κορυφαίων της συνολικής ελληνικής δημώδους (δημοτικής) μας ποιήσεως. Το τραγούδι «Της Τρίχας το Γεφύρ΄» δεν έχει ρεφρέν, οπότε παραλείπω κι εγώ το ρεφρέν του τραγουδιού μου, προσωρινώς, για τις ανάγκες προσαρμογής προς το : «Της Τρίχας το Γεφύρ΄».
Α. Σην Κόρινθον έναν καιρόν
ευρέθανε οι δύο :
ο Μέγας ο Αλέξανδρον
και ο Διογένης Κύων.
Α1. (=Στην Κόρινθο κάποια χρονιά
βρεθήκανε οι δύο :
ο Μέγας ο Αλέξανδρος,
κι ο Διογένης Σκύλος.
Β. Φιλόσοφος ασ΄ σον Πόντον
έτον ο Διογένης
σ΄ Αθήναν και σην Κόρινθον
α(υ)τός έρθεν να μένει.
Β1. (= Φιλόσοφος απ΄ τον Πόντο
ήταν ο Διογένης
σ΄ Αθήνα και σε Κόρινθο
επέλεξε να μένει).
Γ. Φανάρ΄ εκράτει και έλε(γ)εν :
«΄Ανθρωπον αραεύω»,
απές σε πιθάρ΄ έμενεν,
έτον θα(ύ)μαν, θα λέ(γ)ω.
Γ1. (=Κρατούσε λύχνο κι έλεγε :
«Άνθρωπο εγώ ψάχνω»,
μες σε πιθάρι έμενε,
παράξενο «μεγάλο».
Δ. Ερώτεσέν α(υ)τον κοφτά
ο Αλέξανδρον ο Μέγας :
– «Πε με, ντο θέλ(ει)ς να δί(δ)ω σε,
ντο κε (μ)πορεί κανένας;».
Δ1. (=Τον ίδιο ρώτησε κοφτά
ο Αλέξανδρος ο Μέγας :
«Ζήτα μου τι, που δεν μπορεί,
να στο δώσει κανένας;».
Ε. Εκλώστεν ο φιλόσοφον,
Κύων ο Διογένης,
απάντεσεν αμελλητί,
είπεν : – «Εκεί μη στέκεις».
Ε1. (=Κι αμέσως ο φιλόσοφος
Κύων ο Διογένης,
απάντησε σαν αστραπή,
είπε : «Εκεί μη μένεις»).
ΣΤ. «Τέρεν, μη σκοτινιά(ζ)εις με,
τον ήλιεν μη στερείς με,
και μη αφαιρείς με, λέ(γ)ω, α(υ)τό,
ντο κε (μ)πορείς να δί(δεις)ς με».
ΣΤ1. (=Τον ήλιο, μη μου τον στερείς
και μη σκιά μου κάνεις,
να μου το δώσεις, δεν μπορείς,
αυτό που μου έχεις πάρει).
Ζ. Έκθαμβος ο Αλέξανδρον
με τα λό(γ)ια ντο έκ(ου)σεν,
εχάρεν, δε, πάρα πολλά
τον Διογένη ντ΄ εύρεν.
Ζ1. (= Έκθαμβος ο Αλέξανδρος,
με όσα αυτός του είπε,
έδειξε δε και τη χαρά, που
μπόρεσε και τον είδε).
- II) στον επίσης παραδοσιακό ποντιακό χορό διπάτ (= δις+πατώ, διπλό πάτημα), κατά την μελωδία του παραδοσιακού μας ποντιακού τραγουδιού : «Αητένς επαραπέτανεν» που αποτελεί κι αυτό ποιητικό έργο τέχνης και λόγου και συγκαταλέγεται μεταξύ των εξαιρετικών της συνολικής μας δημώδους (δημοτικής) ποιήσεως. Κι εδώ το τραγούδι : «Αητένς επαραπέτανεν» δεν έχει ρεφρέν. Ενεργώ ομοίως :
Α. Σην Κόρινθον έναν καιρόν
ευρέθανε οι δύο, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου:
ο Μέγας ο Αλέξανδρον
κι ο Διογένης Κύων, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου:
Α1. (=Στην Κόρινθο κάποια χρονιά
βρεθήκανε οι δύο, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου, :
ο Μέγας ο Αλέξανδρος,
κι ο Διογένης Σκύλος, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Β. Φιλόσοφος ασ΄ σον Πόντον
έτον ο Διογένης, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
σ΄ Αθήναν και σην Κόρινθον
α(υ)τός έρθεν να μένει, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου.
Β1. (= Φιλόσοφος απ΄ τον Πόντο
ήταν ο Διογένης, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
σ΄ Αθήνα και στην Κόρινθο
επέλεξε να μένει), ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Γ. Φανάρ΄ εκράτει και έλε(γ)εν :
«΄Ανθρωπον αραεύω», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
απές σε πιθάρ΄ έμενεν,
έτον θα(ύ)μαν, θα λέ(γ)ω, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου.
Γ1. (=Κρατούσε λύχνο κι έλεγε :
«Άνθρωπο εγώ ψάχνω», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
μέσα σε σε πίθο έμενε,
παράξενο «μεγάλο», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Δ. Ερώτεσέν α(υ)τόν κοφτά
ο Αλέξανδρον ο Μέγας, ω Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου :
– «Πε με, ντο θέλ(ει)ς να δί(δ)ω σε,
ντο κε (μ)πορεί κανένας;», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου.
Δ1. (=Τον ίδιο ρώτησε κοφτά
ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου, :
«Ζήτα μου τι, που δεν μπορεί,
να στο δώσει κανένας;», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Ε. Εκλώστεν ο φιλόσοφον,
Κύων ο Διογένης, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
απάντεσεν αμελλητί, ψυχή μ(ου),
είπεν : – «Εκεί μη στέκεις», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα).
Ε1. (=Κι αμέσως ο φιλόσοφος
Κύων ο Διογένης, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
απάντησε σαν αστραπή,
είπε : «Εκεί μη μένεις», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
ΣΤ. «Τέρεν, μη σκοτινιά(ζ)εις με,
τον ήλιεν μη στερείς με, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
και μη αφαιρείς με, λέ(γ)ω, α(υ)τό,
ντο κε (μ)πορείς να δί(δεις)ς με», ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
ΣΤ1. (=Τον ήλιο, μη μου τον στερείς
και μη σκιά μου κάνεις, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
να μου το δώσεις, δεν μπορείς,
αυτό που μου έχεις πάρει, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Ζ. Έκθαμβος ο Αλέξανδρον
με τα λό(γ)ια ντο έκ(ου)σεν, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
εχάρεν, δε, πάρα πολλά
τον Διογένη ντ΄ εύρεν, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
Ζ1. (= Έκθαμβος ο Αλέξανδρος
με όσα αυτός του είπε. Ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου,
έδειξε δε και τη χαρά, που
μπόρεσε και τον είδε, ώ Ελλάδα μου, ώ Ελλάδα μου).
III) στον παραδοσιακό ποντιακό χορό ομαλό (χορό ομάλ΄), κατά την μελωδία του παραδοσιακού ποντιακού τραγουδιού : «Σαράντα μήλα κόκκινα» που είναι το αγαπημένο μου μετά βέβαια από τον ποντιακό ύμνο προς την μάνα : «Η μάνα έν κρύον νερόν». Και τα δύο αυτά ποντιακά τραγούδια αποτελούν ποιητικά κομψοτεχνήματα και εμπλουτίζουν τα κορυφαία της συνολικής ελληνικής δημώδους (δημοτικής) ποιήσεως. Το τραγούδι «Σαράντα μήλα κόκκινα» έχει ρεφρέν, οπότε χρησιμοποιώ κι εγώ το ρεφρέν στο δικό μου Κάθε στίχος εκάστης στροφής του κορμού (κουπλέ) του τραγουδιού μου, με την τρόπο αυτόν ερμηνείας, τραγουδιέται δυο φορές, όπως ακριβώς στο : «Σαράντα μήλα κόκκινα», προσέτι στο ρεφρέν (επωδό) ο πρώτος και δεύτερος στίχος τραγουδιέται μία φορά, ενώ ο τρίτος και τέταρτος μαζί, ενιαία, τραγουδιέται δύο φορές, όπως ακριβώς στο : «Σαράντα μήλα κόκκινα».
Εν προκειμένω ένας παππούς εξιστορεί στην εγγονούλα του τι διημείφθη, πώς εξελίχθηκε ο διάλογος μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Διογένη στην Κόρινθο:
Α. Σην Κόρινθον έναν καιρόν, πουλί μ(ου),
ευρέθανε οι δύο :
ο Μέγας ο Αλέξανδρον, ψυ(χ)ή μ(ου),
και ο Διογένης Κύων.
Α1. (=Στην Κόρινθο κάποια χρονιά, πουλί μου,
βρεθήκανε οι δύο :
ο Μέγας ο Αλέξανδρος, ψυχή μου,
κι ο Διογένης Σκύλος.
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυ(χ)ή μ΄,
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
Β. Φιλόσοφος ασ΄ σον Πόντον, πουλί μ(ου),
έτον ο Διογένης,
σ΄ Αθήναν και σην Κόρινθον, ψυ(χ)ή μ(ου),
α(υ)τός έρθεν να μένει.
Β1. (= Φιλόσοφος απ΄ τον Πόντο, πουλί μου,
ήταν ο Διογένης,
σ΄ Αθήνα και σε Κόρινθο, ψυχή μου,
επέλεξε να μένει).
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ΄(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
Γ. Φανάρ΄ εκράτει και έλε(γ)εν, πουλί μ(ου), :
«΄Ανθρωπον αραεύω»,
απές σε πιθάρ΄ έμενεν, ψυ(χ)ή μ(ου),
έτον θα(ύ)μαν, θα λέ(γ)ω.
Γ1. (=Κρατούσε λύχνο κι έλεγε, πουλί μου, :
«Άνθρωπο εγώ ψάχνω»,
μέσα σε πίθο έμενε, ψυχή μου,
παράξενο «μεγάλο».
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
Δ. Ερώτεσέν α(υ)τόν, καλόν πουλί μ(ου),
ο Αλέξανδρον ο Μέγας :
– «Πε με, ντο θέλ(ει)ς να δί(δ)ω σε, ψυχή μ(ου),
ντο κε (μ)πορεί κανένας;».
Δ1. (=Τον ίδιο ρώτησε, καλό πουλί μου,
ο Αλέξανδρος ο Μέγας:
«Ζήτα μου τι, που δεν μπορεί, ψυχή μου,
να στο δώσει κανένας;»).
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δί φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
Ε. Εκλώστεν ο φιλόσοφον, πουλί μ(ου),
Κύων ο Διογένης,
απάντεσεν αμελλητί, ψυχή μ(ου),
είπεν : – «Εκεί μη στέκεις».
Ε1. (=Κι αμέσως ο φιλόσοφος, πουλί μου,
Κύων ο Διογένης,
απάντησε σαν αστραπή, ψυχή μου,
είπε : «Εκεί μη μένεις»).
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
ΣΤ. «Τέρεν, μη σκοτινιά(ζ)εις με, πουλί μ(ου),
τον ήλιεν μη στερείς με
και μη αφαιρείς με, λέ(γ)ω, α(υ)τό, ψυχή μ(ου),
ντο κε (μ)πορείς να δί(δεις)ς με».
ΣΤ1. (=Τον ήλιο, μη μου τον στερείς, πουλί μου,
και μη σκιά μου κάνεις,
να μου το δώσεις, δεν μπορείς, ψυχή μου,
αυτό που μου έχεις πάρει).
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν)
Ζ. Έκθαμβος ο Αλέξανδρον, πουλί μ(ου),
με τα λό(γ)ια ντο έκ(ου)σεν,
εχάρεν, δε, πάρα πολλά, ψυχή μ(ου),
τον Διογένη ντ΄ εύρεν.
Ζ1. (= Έκθαμβος ο Αλέξανδρος, πουλί μου,
με όσα αυτός του είπε,
έδειξε δε και τη χαρά, που
μπόρεσε και τον είδε). (τον Διογένη).
Ω. Για τέρεν, τέρεν, πουλί μ(ου),
για τέρεν, τέρεν, ψυχή μ(ου),
εσυναντέθανε μαζί, πουλί μ(ου),
και ε(γ)ένταν κι δύ φίλοι.
(ρεφρέν)
Ω1. (= Για κοίτα, κοίτα, πουλί μου,
για κοίτα, κοίτα, ψυχή μου,
συναντηθήκανε οι δυο, πουλί μου,
και γίναν κι οι δυο φίλοι).
(ρεφρέν).
- IV) στον παραδοσιακό ποντιακό επίσης χορό διπάτ (δις+πατώ), κατά την μελωδία του παραδοσιακού ποντιακού τραγουδιού : «Χαμαίμηλον» (=χαμηλή μηλιά, εκ του αρχ. χαμαί = χάμω, χαμηλά + μήλον), που αποτελεί κι αυτό κόσμημα του ποιητικού μας λόγου και συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των σπουδαίων της σύνολης ελληνικής δημώδους (δημοτικής) ποιήσεως, όπως και τα ποντιακά τραγούδια «Τρυγόνα», «Λεμόνα», το δημοτικό : «Κοντούλα λεμονιά» κ.λ.π. Εδώ το τραγούδι μου α) δεν φέρει ρεφρέν, όπως το «Χαμαίμηλον» και β) ερμηνευτικά, έκαστος στίχος εκάστης στροφής τραγουδιέται δυο φορές, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους στίχους του τραγουδιού: «Χαμαίμηλον» και γ) το έι είναι επιφώνημα και χρησιμοποιείται εν προκειμένω για τις ανάγκες ερμηνείας του τραγουδιού μου συμφώνως προς το «Χαμαίμηλον».
Σημειωθήτω ότι στο τραγούδι τούτο «Χαμαίμηλον»(χαμαί +μήλον (= χαμηλή μηλιά) η χαμηλή μιλιά μαραμένη, δίκην προσώπου, ομιλεί με παράπονο και διερωτάται αν ενέχεται η ίδια, γιατί ένα ζευγάρι (νιος και νια) που έδωσε το πρώτο του φιλί και όρκο πίστης στην αγάπη του, καθήμενο στην αρχή της ρίζας της, κάτω από τους χαμηλούς της κλώνους, τελικά χώρισε. Είς εκ των στίχων του σπουδαίου αυτού παραδοσιακού μας τραγουδιού λέγει : «εδώκαν όρκον και ώμνυσαν». Το εδώκαν είναι γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του παρακειμένου του ρήματος : δίδωμι =δίδω, χαρίζω, επιτρέπω. (Παρακείμενος : δέδωκα ( -ας –ε -αμεν -ατε (δ)εδώκα(σι)). Το δ παραλείπεται και αντί της συλλαβής -σι τοποθετείται το σύμφωνο ν : δ εδώκα σι – εδώκα ν. Το ώμνυσαν είναι γ΄ πληθυντικό πρόσωπο παρατατικού του ρήματος όμνυμι και ομνύω= ορκίζομαι. (Παρατατικός : ώμνυν (-υς -υ -υμεν –υτε (ώμν)-υσαν) ή ώμνυον.
Α. Σην Κόρινθον έναν καιρόν
ευρέθανε οι δύο, έι :
ο Μέγας ο Αλέξανδρον
και ο Διογένης Κύων, έι.
Α1. (=Στην Κόρινθο κάποια χρονιά
βρεθήκανε οι δύο, έι :
ο Μέγας ο Αλέξανδρος,
κι ο Διογένης Σκύλος, έι).
Β. Φιλόσοφος ασ΄ σον Πόντον
έτον ο Διογένης, έι
σ΄ Αθήναν και σην Κόρινθον
α(υ)τός έρθεν να μένει, έι
Β1. (= Φιλόσοφος απ΄ τον Πόντο
ήταν ο Διογένης, έι
σ΄ Αθήνα και σε Κόρινθο
επέλεξε να μένει, έι).
Γ. Φανάρ΄ εκράτει και έλε(γ)εν :
«΄Ανθρωπον αραεύω», έι
απές σε πιθάρ΄ έμενεν,
έτον θα(ύ)μαν, θα λέ(γ)ω, έι
Γ1. (=Κρατούσε λύχνο κι έλεγε :
«Άνθρωπο εγώ ψάχνω», έι,
μες σε πιθάρι έμενε,
παράξενο «μεγάλο», έι).
Δ. Ερώτεσέν α(υ)τον κοφτά
ο Αλέξανδρον ο Μέγας έι:
– «Πε με, ντο θέλ(ει)ς να δί(δ)ω σε,
ντο κε (μ)πορεί κανένας;», έι).
Δ1. (=Τον ίδιο ρώτησε κοφτά
ο Αλέξανδρος ο Μέγας, έι :
«Ζήτα μου τι, που δεν μπορεί,
να στο δώσει κανένας;», έι).
Ε. Εκλώστεν ο φιλόσοφον,
Κύων ο Διογένης, έι,
απάντεσεν αμελλητί,
είπεν : – «Εκεί μη στέκεις», έι.
Ε1. (=Κι αμέσως ο φιλόσοφος
Κύων ο Διογένης, έι,
απάντησε σαν αστραπή,
είπε : «Εκεί μη μένεις», έι).
ΣΤ. «Τέρεν, μη σκοτινιά(ζ)εις με,
τον ήλιεν μη στερείς με, έι,
και μη αφαιρείς με, λέ(γ)ω, α(υ)τό,
ντο κε (μ)πορείς να δί(δεις)ς με», έι.
ΣΤ1. (=Τον ήλιο, μη μου τον στερείς
και μη σκιά μου κάνεις, έι,
να μου το δώσεις, δεν μπορείς,
αυτό που μου έχεις πάρει, έι).
Ζ. Έκθαμβος ο Αλέξανδρον
με τα λό(γ)ια ντο έκ(ου)σεν, έι,
εχάρεν, δε, πάρα πολλά
τον Διογένη ντ΄ εύρεν, έι.
Ζ1. (= Έκθαμβος ο Αλέξανδρος
με όσα αυτός του είπε, έι
έδειξε δε και τη χαρά, που
μπόρεσε και τον είδε, έι).
Σπουδαίο επίσης παραδοσιακό μας τραγούδι – ποίημα, μια και αναφέραμε ανωτέρω σημαντικά δημώδη τραγούδια μας (Της Τρίχας το Γεφύρ΄, Της Άρτας το γιοφύρι, Αητένς επαραπέτανεν, Σαράντα μήλα κόκκινα, Κοντούλα Λεμονιά, Χαμαίμηλον, Λεμόνα, Τρυγόνα, κ.λ.π.) με σπουδαία μελωδία, το οποίο : α) αποτελεί θρήνο για την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης, της Πρωτεύουσας της πάλαι ποτέ κραταιάς Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, δηλ. της Ελληνοβυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλ. της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, η οποία (πτώση) ουσιαστικά προμήνυε την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας τούτης, β) εκφράζει τον βαθύτατο πόνο ημών των Ελλήνων, όλων των Ελλήνων, για τον «χαμένο» Ελληνισμό και της χαμένες πατρίδες μας, γ) αποτελεί διάδημα του ποιητικού μας λόγου και δ) συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων της σύνολης ελληνικής δημώδους (δημοτικής) μας ποιήσεως, είναι «η Ρωμανία».
Το σπουδαίο αυτό ποίημα «Ρωμανία» της δημοτικής μας ποίησης έχει γλυκύτατη μελωδία και ρυθμό, ο οποίος χορευτικά μπορεί να θεωρηθεί διπάτ (δις πατώ).
Πάντως, ταπεινά, και με αυτή την πονετική μελωδία μπορεί να τραγουδηθεί το τραγούδι.
21-5-2025