Ό,τι και αν ειπωθεί και γραφτεί για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, είναι ελάχιστα μπροστά σ΄ αυτά που προσέφερε για την πατρίδα και την ελευθερία της.
Ο στόχος του ήταν ένας και μοναδικός: Η Ελευθερία.
Ο Κολοκοτρώνης αγωνίστηκε ανιδιοτελώς και παρά τα μεγάλα εμπόδια, από Τούρκους και Έλληνες, τις φυλακίσεις, τις δοκιμασίες, έχοντας πίστη στο Θεό και την πατρίδα, ανέδειξε, ενίσχυσε, διέσωσε και ολοκλήρωσε την Επανάσταση.
Αυτονόητο είναι ότι μας εμπνέει και σήμερα, ιδιαίτερα τις κατοχικές μέρες και νύχτες που ζούμε, αφού μας δίνει ένα και μοναδικό μήνυμα: “Για τον τόπο τούτο, που οφείλουμε να ελευθερώσουμε”.
Η Ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη.
Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές.
Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.
Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του ’21.
Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική.
Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά.
Η Ομιλία
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη.
Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει.
Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Υ. Γ. Στο βιβλίο της γλώσσας της Στ´ Δημοτικοῦ (β´ τεῦχος, σ. 105), η στην ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα αφού το μέρος του λόγου όπου αναφέρει «Οἱ παλαιοί Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τήν διχόνοιαν καί ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καί ἔτσι ἔλαβαν καιρό πρῶτα οἱ Ρωμαίοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τούς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι. Οἱ ἔμποροι καί οἱ προκομμένοι…», το κομμάτι αυ
Στο βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» τῆς Γ´ Γυμνασίου (σελ. 46-48), συμπεριέλαβαν -τυχαία (;) -ένα ἀπόσπασμα από τά Ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, όπου γράφει ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη, παρότι σέ άλλα πενήντα σημεία επαινεί τον Κολοκοτρώνη.
Ο στόχος προφανής για να μειώσουν τούς ήρωες και να τους ευτελίσουν, κατηγορώντας τους για πλουτισμό κατά τη διάρκεια της επανάστασης: «Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν “Ἐκλαμπρότατοι”… ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι συγγενεῖς καί φίλοι, πλούσιοι ἀπό γές (χωράφια), ἀργαστήρια, μύλους… Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ σύντροφοί του ἦρθαν ἀπό τή Ζάκυνθο, δέν εἶχαν οὔτε πιθαμή γῆς…».
Στο βιβλίο «Τετράδιο Ἐργασιῶν» της Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Β´ Γυμνασίου (σ. 35), στο κείμενο τίτλο «Ἀρχίζουμε πρόβες γιά τήν ἐθνική γιορτή» αναφέρονται τα εξής:
«Τέλεια! Σήμερα στό μάθημα τῆς μουσικῆς ἦταν τέλεια! Γιατί ἀπό αὔριο ἀρχίζουμε πρόβες γιά τή γιορτή τῆς 25ης Μαρτίου. Θά κάνουμε πρόβες μέ τή χορωδία, θά χάνουμε μαθήματα! Ἔχουμε μιά κάπως μικρή χορωδία στό σχολεῖο, καμιά τριανταριά ἄτομα καί ἔχει πλάκα. Τό ρεπερτόριο θά ‘ναι τό συνηθισμένο: Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι καί δῶσ᾽του… Ἀπό τώρα ὀνειρεύομαι τίς ὧρες μαθημάτων πού θά χαθοῦν στίς πρόβες. Καί ἡ καλλιτεχνικοῦ, ἡ Βαφιώτη, μᾶς λέει ὅτι θέλει μιά ὁμάδα νά σχεδιάσει κάτι σκηνικά καί κάτι Κολοκοτρώνηδες καί κάτι σημαῖες καί δάφνες. Μέσα! Ὑπολογίζω κι ἄλλες χαμένες ὧρες μαθημάτων…».
Και για τα σχολικά βιβλία ο αγώνας του Κολοκοτρώνη και των άλλων συναθλητών του, συμπυκνώνεται στο παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου Νεοελληνική Γλῶσσα Α´ Γυμνασίου (σελ. 82-83) όπου σε κείμενο -αφιέρωμα υποτίθεται στό 1821 μέ τίτλο
«Ἡ παράσταση» αναφέρονται τα εξής: «…τότε ὁ Βαγγελάκης πού ἔκανε τόν Μπότσαρη καί τόν στένευε ἡ στολή του, ἔσκυψε νά πάρει τά τσαρούχια μου νά μοῦ τά δώσει καί φάνηκε τό σώβρακό του καί τά κορίτσια ἔβαλαν τά γέλια κι ἐκεῖνος τά κλάματα…
Καί ὁ κύριος διευθυντής… ἄρχισε νά φωνάζει:
– Ζήτω ἡ 25η Μαρτίου! καί εἶπε «καί τοῦ χρόνου» κι ὅλοι σηκώσαμε τά χέρια μπροστά καί εἴπαμε καί ζήτω κι ἡ κυρία Οὐρανία φώναξε πάλι προσοχή! καί σταθήκαμε ὅλοι προσοχή καί τραγουδήσαμε τόν ἐθνικό ὕμνο καί γιατί χαίρεται ὁ κόσμος καί χαμογελάει πατέρα; καί φύγαμε νά πᾶμε σπίτι μας νά φᾶμε σκορδαλιά γιά τό καλό τῆς ἡμέρας, νά κοιμηθοῦμε, νά ξυπνήσουμε, νά βάλουμε τά καλά μας καί νά πᾶμε νά ποῦμε χρόνια πολλά τοῦ Βαγγελάκη πού εἶχε τήν ἐθνική ἑορτή του».
Την απάντηση σε όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που δεν τα αναφέρουμε τη δίνει ο ίδιος Κολοκοτρώνης, με τον μοναδικό τρόπο που αυτός γνωρίζει («Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα», τόμ. Γ´, ἔκδ. «Γ. Βαλέτα», σ. 224):
«Εἰς τὴν Τριπολιτσάν», γράφει ο Τερτσέτης, ο ἀπομνημονευματογράφος του Γέρου του Μοριά, «εἶχον γράψει σάτιρα ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦταν Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζε. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμο συμμαζωμένο, ἔστειλε τὸν γραμματικό του, νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ. Ἔμαθε, τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωσε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑποχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαό.
Ἔπειτα εἶπε: “κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια”.
Καὶ τινές, λέγουν, ἐπρόσθεσε: “Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».