Αυτός, φίλες και φίλοι, ήταν ο ταχυδρόμος του παρελθόντος με την γκρι, αν θυμόμαστε καλά, στολή του και το υπηρεσιακό του πηλίκιο με το έμβλημα του ταχυδρομείου και την πολύθεση δερμάτινη τσάντα, χιαστή στην πλάτη και πάντα καθαρός και χαμογελαστός έπαιρνε την πραμάτεια του και ξεκινούσε πεζός ή με κανένα ταχυκίνητο Γαϊδουράκι, γιατί το άλογο είχε να κάνει με σοβαρότερες γεωργικές εργασίες της γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας του παρελθόντος,, για τα χωριά της αρμοδιότητας του. .
Το ποδήλατο γι αυτόν δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, αν συναντούσε κανένα κάρο, οποιοσδήποτε ταχύτητας, θα ήταν τυχερός..
Η είσοδος του στο χωριό γίνονταν με κανένα κουδουνάκι ή ντουντούκα που είχε ο ίδιος, η, πολλές φορές με συνθηματικό κτύπημα του καμπαναριού ή ακόμα και από κανένα παιδάκι, χάριν παιδιάς, που έκανε τον τελάλη στο χωριό..
Στα χωριά η αλληλογραφία και οι όποιες επιταγές, διανέμονταν στο καφενείο, που ήταν γνωστό στους κατοίκους, όπως και η μέρα επίσκεψης του, αν είχε την τύχη να δώσει και καμιά επιταγούλα, τότε μπορεί να έτρωγε και κανένα λουκουμάκι.
Σε ότι αφορά την πόλη, η διανομή γίνονταν από πόρτα σε ..πόρτα..
Αν κρατούσε και καμιά βεργούλα στη διαδρομή του προς τα χωριά, δεν ήταν το αμυντικό του όπλο για ληστές, αλλά για σκυλιά και λύκους της διαδρομής, κυρίως την χειμωνιάτικη περίοδο..
Ένας από αυτούς τους ήρωες της εξυπηρέτησης του πολίτη ήταν και ο εικονιζόμενος Μπάρμπα Νικόλας Κεσκελίδης, πάντα ντυμένος στο σικ, καθαρός, χαμογελαστός και πάντα ευδιάθετος. Το ίδιο θα λέγαμε και για τον άλλο ταχυδρομικό διανομέα συμπολίτη μας, Παπαδόπουλο Γιώργο , που, αν δεν μας απατό η εικόνα της μνήμης μας, πάνω στο υπέροχο άλογο του με κρεμασμένη την τσάντα στη σέλα του αλόγου του, όδευε προς τα χωριά.. Όχι, όχι, φίλες και φίλοι, δεν επιδοτείτο το … μέσον μεταφοράς του..