Η πόλη όπου γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου και που γιορτάζει ανήμερα του Άη Δημήτρη είναι γεμάτη κόμπλεξ.
Αν η λέξη ακούγεται βαριά – και ίσως να είναι – ας χρησιμοποιήσω την λέξη «συμπλέγματα».
Συμπλέγματα κατωτερότητας.
Συμπλέγματα κατωτερότητας συνοδευμένα με ισχυρή δόση παραπόνου προς κάθε κατεύθυνση σαν ένα αιώνιο παράπονο.
Σ’ όποια εποχή κι αν σταθμεύσεις, αισθάνεσαι η ανάσα πόλης είτε με Βαρδάρη είτε με άπνοια να «ξεβράζει» το αιώνιο παράπονό της.
Σε όποια εποχή. Συμβασιλεύουσα άλλοτε, συμπρωτεύουσα τώρα πια.
Δεν κρατούσε ποτέ την πρωτιά, δεν της αναγνωριζόταν ποτέ το δικαίωμα της Πρωτεύουσας, ήταν που την πλήγωνε και το διατράνωνε, το διατυμπάνιζε πάντοτε με κάθε ευκαιρία, σε κάθε έκφραση της συλλογικής ζωής, απ’ την λογοτεχνία μέχρι την αθλητισμό κι απ’ την θρησκεία μέχρι το μετρό.
Μέχρι Πρωτεύουσα των Προσφύγων τα κατάφερε.
Σαν τον χορό των Δερβίσηδων τον εκστατικό περιστροφικό χορό τους, κάπως έτσι η πόλη ολάκερη περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της, προσπαθώντας να αποφύγει να κοιτάξει κατ’ ευθείαν στα μάτια το αντίπαλο δέος, όποια ονομασία κι αν είχε αυτό, Βυζάντιο το λέγαν, Κράτος των Αθηνών-κτισμένο, δομημένο μέσα από την λογική του υδροκεφαλισμού- το αποκαλούσαν, Βόρειοι γείτονες τους λέγαν, η ίδια πάντοτε εσωστρεφής συμπεριφορά. Περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της και όσοι δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν στον τραχύ ρυθμό του Βαρδάρη, παίρναν τον δρόμο για τον Νότο.
Σαν περιστρεφόμενος Δερβίσης που στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του και διαγράφει ομόκεντρους κύκλους, να κάπως έτσι εσωστρεφής, κλειστοφοβική, απέφευγε να συνομιλήσει με το εξωτερικό κέλυφος που την τύλιγε που ένοιωθε να την «καπακώνει».
Κι ύστερα ήρθαν η Λογοτεχνία και η Ιστορία για να «ταρακουνήσουν» όσες και όσους ένοιωθαν δύσπνοια από τον γερασμένο αέρα της πόλης: η Λογοτεχνία και η Ιστορία, όταν διαβάζονται, όταν μελετώνται ανοίγουν τα μάτια των ανθρώπων και τις προοπτικές της πόλης τους:
Η συζήτηση για την ζωή της εβραϊκής κοινότητας, της μουσουλμανικής και της χριστιανικής, η συνύπαρξή τους και οι διαφορές τους άρχισαν δειλά-δειλά να βγαίνουν στην επιφάνεια.
Τότε εκεί στις αρχές του 1992 εμφανίστηκε στα κοινά της πόλης ένας άνθρωπος χωρίς κομματικές πατερίτσες, που αφού ταξίδεψε σε διάφορες πολιτικές περιοχές σαν ανεξάρτητη οντότητα, το 2010 κατάφερε επιτέλους να εκλεγεί Δήμαρχος κόντρα στην «καθεστηκυία τάξη» της πόλης.
Η εκλογή του κατέδειξε πως οι σημαντικές προσωπικότητες που έχουν οράματα και η εμβέλειά τους απορρέει από την ποιότητά τους και μόνο, έχουν θέση στην δημόσια πολιτική σκηνή έστω και εάν θεωρούνται σπάνια παραδείγματα. Ονειροπαρμένος πραγματιστής, τόλμησε να μιλήσει για τον Φόβο και τις δύο κόρες του, την Απραξία και τη Δράση, τις επιλογές της ζωής του και πως πορεύθηκε με γνώμονα την δημιουργική δράση, διδακτικός αφηγητής, ένας άνθρωπος που δήλωνε «Δεν μετανιώνω για τίποτα». Δήλωνε και έπραττε.
Η εμβέλεια του Γιάννη Μπουτάρη, οι πρωτοβουλίες που πήρε, τα έργα που πραγματοποιήθηκαν με σεβασμό στην διαχείριση του δημοσίου χρήματος, η «ώθηση» στην πόλη να αναγνωρίσει κομμάτια του κορμιού της, η ανάδειξη πτυχών του μουσουλμανικού και τουρκικού στίγματος στην διαδρομή της πόλης, το άνοιγμα της πόλης στο διεθνές περιβάλλον, ο τρόπος με τον οποίον εκφραζόταν (εδώ παρουσιάζεται η ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη στην εθνική ημέρα μνήμης των Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος ), αποτελούν όχι μόνο παρακαταθήκη για τον κάθε επόμενο Δήμαρχο, αλλά δείχνουν και το βάρος των απαιτήσεων που θα έχουν οι δημότες από τον κάθε επόμενο Δήμαρχο. Πολλοί επόμενοι θα μοιάζουν πολύ λίγοι.
Τους «αγκάλιαζε» όλους η σκέψη και η φωνή του Γιάννη Μπουτάρη; Σίγουρα όχι. Πάντα θα υπάρχουν διάφοροι εσωστρεφείς που πάντα θα «ποντάρουν» στην άλλη κόρη του Φόβου, την Απραξία.
Εσωστρεφείς, έχοντες μεγάλη άγνοια τόσο του πολυπολιτισμικού παρελθόντος της πόλης, ξενόφοβοι σε βαθμό απώλειας της επαφής με την ιστορική αλήθεια που μας υπενθυμίζει πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε προτείνει τον Ατατούρκ («…Ο Βενιζέλος θα προχωρήσει περισσότερο και θα προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ ως υποψήφιο για το Νόμπελ Ειρήνης, αναγνωρίζοντας το ρόλο του στην επίτευξη της ελληνοτουρκικής συνεννόησης…» ), στέκονταν «μπετόν αρμέ» σε οτιδήποτε καινοτόμο, εξωστρεφές πρότεινε και δημιουργούσε ο Γιάννης Μπουτάρης. Πάντα θα υπάρχουν ένας κ. Εθνοδραματόπουλος, μία κ. Γραφικοπούλου ή μια κάποια Μουντή Αυγή. Μια Φαιά Αυγή.
Ίσως να είναι αυτό το στοίχημα ενός επόμενου Δημάρχου: το πως αυτή η νέα αύρα που πνέει στην πόλη μετουσιωθεί σε εκπαιδευτική αυτογνωσία, σε απόκτημα της συλλογικής συνείδησης των δημοτών αυτής πόλης που της αξίζει να αποβιβασθεί από τον σταθμό της Πρωτεύουσας των Προσφύγων προσδοκώντας τον επόμενο σταθμό, αυτόν της Πρωτεύουσας των Βαλκανίων.
Η Θεσσαλονίκη, παρά τα συμπλέγματά της, παραμένει η πόλη των ποιητών και συγγραφέων, πόλη ερωτική κατά πως λένε οι έρευνες για την φοιτητική ζωή, απ’ τον Χορτιάτη ως το Αρσακλί , κι απ’ το Καραμπουρνού ως τις εκβολές του Αξιού, πόλη που όσα χρόνια κι αν σε έχουν απομακρύνει από τα σωθικά της, συνεχίζεις να την νοιώθεις -έστω μέσα από την ομίχλη της μνήμης- σαν κάτι ισόβιο «δικό σου» καθότι προέρχεσαι ισόβια απ’ αυτήν.
Αυτήν που της αξίζει ο Δήμαρχος να είναι πάνω απ’ όλα φιλόπολις: Ό,τι ήταν ο Μπουτάρης , ότι εξέπεμψε, είναι το σημείο με το οποίο θα συγκριθούν οι επόμενοι Δήμαρχοι.
Η μεγάλη ποιοτική διαφορά μεταξύ του Γιάννη Μπουτάρη και όλων των άλλων συνίστατο στο εξής:
Ο Γιάννης Μπουτάρης, ήταν ένας χωρίς κομματικές δεσμεύσεις, ανεξάρτητος πολιτικά άνθρωπος. Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν φιλόπολις: Αγαπούσε την πόλη του.
Οι άλλοι που έπαιρναν το χρίσμα του υποψηφίου Δημάρχου το χρωστούσαν στο κόμμα που τους προωθούσε. Τους αγαπούσε το κόμμα.
Δύσκολο στοίχημα. Αλλά της αξίζει να το κερδίσει.
Προς το παρόν η πόλη επέστρεψε στην κλασσική της εσωστρέφεια, αυτού του «φαγώνομαι με τα ρούχα μου», στην ατέλειωτη διαδικτυακή ενασχόληση με το λογότυπο του μετρό, τους δύο άκυρους διαγωνισμούς και την απευθείας ανάθεση του λογότυπου και το κόστος του.
Σχετικά με το λογότυπο του μετρό δύο ήταν οι σωστές επιλογές:
Ένα διπλό λογότυπο σαν κέρμα που από την μια θα περιείχε το ένα σχέδιο με το βυζαντινό Θ, την λέξη Metro και τον ήλιο της Βεργίνας (η αιτιολόγηση εδώ : «Το γράμμα Θ σε βυζαντινή γραμματοσειρά, (για το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ονομάζεται και συμβασιλεύουσα) και οι καμπύλες του παραπέμπουν στη γραμμή του μετρό, το γαλάζιο χρώμα γιατί Ελλάδα είμαστε.
Η λέξη ΜETRO στην αγγλική, αν και θα έπρεπε να είναι στα ελληνικά, γιατί προέρχεται από το metro(politan) δηλαδή ”μητροπολιτικός”, δηλαδή καθαρά ελληνική ρίζα. Φυσικά ο Ήλιος της Βεργίνας μέσα στον κύκλο, για να μην ξεχνάμε ποτέ ότι η Μακεδονία είναι θέλουνε δεν θέλουνε ελληνικό brand name.»
Από την άλλη το σχέδιο με το ”μ” και τον ΠΑΟΚ (δεν χρειάζεται επεξήγηση, πρόκειται περί αξιώματος).
Διπλό λογότυπο σαν κέρμα με τις δύο όψεις της πόλης: Θα συνεχίσει την εξωστρεφή πορεία που της κληροδότησε ο Γιάννης Μπουτάρης αναζητώντας να αναδυθεί ένας νέος φιλόπολις ή με τον καιρό θα επιστρέψει στο γερασμένο περιστροφικό εσωστρεφή χορό της;
ΥΓ: Ο Γιάννης Μπουτάρης ενσάρκωνε σε ένα πρόσωπο τον επιτυχημένο επιχειρηματία με την υγιή άσκηση της επιχειρηματικότητας και τον ονειροπόλο γεμάτο ποίηση ταξιδευτή και εραστή της ζωής.
Ειρωνεία της ζωής; Σημάδι των καιρών; Σημειολογική παρατήρηση άνευ πρακτικής σημασίας; Την ίδιες πάνω – κάτω ώρες που «έφυγε» ο Γιάννης Μπουτάρης, στο ίδιο ταξίδι τον συντρόφευσαν η επιχειρηματικότητα και η ποίηση, άρρηκτα συνδεδεμένες με ό,τι κουβαλούσε ο φιλόπολις Δήμαρχός μας.
Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός, https://www.core-econ.org/
πηγή: huffingtonpost.gr