Πολλοί ήταν αυτοί που στοιχημάτισαν κυρίως στις Καγγελαρίες των πρωτευουσών των ανεπτυγμένων χωρών ότι ένας πόλεμος ανάμεσα σε δυο πρώην (τους πλέον ισχυροτέρους) εταίρους της Πρώην Σοβιετικής Συμμαχίας, θα ήταν απαπόφευκτος. Μερικοί μάλιστα έθεταν και χρονοδιάγραμμα ενός αναγγελθέντος πολέμου σε αναμονή αλλά τα γεγονότα τείνουν να τους διαψεύσουν. Ας δούμε όμως τα μετόπισθεν αυτής της κρίσης η οποία σταδιακά κλιμακώθηκε φτάνοντας σε σημεία παροξυσμού σε σημείο πολλοί να στοιχιματίζουν ότι η αντιπαράθεση τύπου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσης να είναι μια εκ των ων ουκ άνευ μη αναστρέψιμη πορεία μονόδρομου προς τον πόλεμο.
Τι ακριβώς έχει συμβεί στα τελευταία 100 χρόνια των σχέσεων αυτών των ισχυρότερων δυο εταίρων της Σοβιετικής διακυβέρνησης.
1) Κατ’ αρχήν η Ουκρανία, γεωπολιτικά μιλώντας, ανήκε πάντα στη σφαίρα της ρωσικής επιρροής.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κάποτε το Κίεβο και η Μόσχα (Αγία Πετρούπολη) συνταυτίστηκαν σε κοινές θρησκευτικές εμπειρίες που προδιέγραψαν το πεπρωμένο της κοινής τους σύμπραξης επί σειρά αιώνων ή χιλιετίας. Για παράδειγμα, η Ορθοδοξία που διαπέρασε το πνευματικό υπόβαθρο της περιοχής αυτής στα Βυζαντινά χρόνια ξεκίνησε από το Κίεβο. Εκεί άλλωστε βαφτίστηκε και ο πρώτος ηγεμόνας του ρωσικού εορτολογίου Βλαδίμηρος, έκτοτε Άγιος του ρωσικού εορτολογίου. Ήταν αυτός που οδήγησε του Ρώσους- Ουκρανούς στην αυλή της ορθόδοξης οντότητας και εκκλησίας. Για αιώνες ολόκληρους ο Αρχιεπίσκοπος του Κιέβου ήταν και Αρχιεπίσκοπος πασών των Ρωσιών διοριζόμενος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σίγουρα έως και το έτος 1592 που ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β’ ο Τρανός ανήγαγε την Αρχιεπισκοπή της Μόσχας σε πέμπτο τη τάξει Πατριαρχείο της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής ενότητας όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα. Η πρόσφατη μάλιστα αναγνώριση της ουκρανικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αυτοκεφάλου με απόδοση των πρεσβείων τιμής στον Αρχιεπίσκοπο Κιέβου του τίτλου του Πατριάρχη φάνηκε να δημιουργεί στον ορίζοντα θύελλα στις σχέσεις μεταξύ των δυο ομογάλακτων εκκλησιών Κιέβου και Μόσχας.
2) Σε γεωπολιτικό επίπεδο οι δυο χώρες συνδέθηκαν άρρηκτα από τα πρώτα χρόνια της λενινιστικής- μαρξιστικής θύελλας η οποία προκάλεσε χιονοστοιβάδα δραματικών εξελίξεων με την εξόντωση της τσαρικής δυναστείας , Αγιοκαταταγμένης σήμερα από το Πατριαρχείο Μόσχας, η οποία πέρασε δια πυρός και σιδήρου από τη δεκαετία του 20 μέχρι τη δεκαετία του 40 με τον ουκρανικό λαό να δοκιμάζεται φριχτά από τη γενοκτονική πολιτική των σοβιέτ που άκουγε στο όνομα <<πείνα>> έως και την πρώτη εισβολή των Γερμανών σε σοβιετικό έδαφος όπου καταγράφηκε μια ραγδαία ουκρανική συμπαράσταση στα ναζιστικά στρατεύματα. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την επικράτηση των Σοβιετικών όπλων κατά του Γερμανού εισβολέα οδήγησε σε θρίαμβο τους Ουκρανούς αντιστασιακούς οι οποίοι συν τω χρόνω απέκτησαν ηγετική επιρροή στα υψηλά κλιμάκια της Γενικής Γραμματείας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος με επικεφαλής τον Νικήτα Χρουστσόφ ο οποίος με τη βαρύνουσα ηγετική του ισχύ ως Γενικού Γραμματέως προέβη σε εξόφθαλμα αντιρωσικές ενέργειες παραχωρώντας σημαντικά τμήματα της Πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην τότε Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας αλλάζοντας εν ριπή οφθαλμού τον χάρτη με τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς όπως παραδείγματος χάριν Κριμαία κλπ.. Και αυτό όσο διαρκούσε η Σοβιετική Ένωση δε φαινόταν να δημιουργεί κανέναν αισθητό κραδασμό στην ισορροπία και τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό της.
Όταν όμως κατέρρευσε ο Συνασπισμός των ανατολικών χωρών της Σοβιετικής επιρροής αυτό άρχισε να δημιουργεί σταδιακά τα πρώτα μεγάλα αγκάθια με κατάληξη στην απόσχιση της Κριμαίας και άλλων περιοχών ο απόηχος της οποίας φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.
3) Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης που βρήκε εύφορο έδαφος στο αχανές και πεδινό γεωγραφικό τοπίο της Ουκρανίας δεύτερης μεγαλύτερης σε έκταση χώρας σε ευρωπαικό επίπεδο αμέσως μετά την κραταιά ευρωπαϊκή Ρωσία της οποίας η γεωγραφική επιφάνεια αποτελεί το 50% του συνολικού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Η πρόσβαση στο έδαφος αυτό στο μέγιστο βαθμό δεν είναι εφικτή κατα κύριο λόγο παραμόνο μέσω της ουκρανικής εδαφικής κυριαρχίας. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει κυριολεκτικά τη Μόσχα να χάνει τον ύπνο σε μια ενδεχόμενη νατοποίηση του ουκρανικού εδάφους. Είναι κάτι που θυμίζει τα πρόθυρα της πολεμικής εμπλοκής στον κόλπο των χοίρων της Κούβας το 1964 όπου η ανθρωπότητα σώθηκε εκ θαύματος από έναν πυρηνικό πόλεμο κυριολεκτικά στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Για τους Ρώσους είναι μια κόκκινη οριοθετική γραμμή που δεν θα μπορούσαν να ανεχτούν ούτε στις πιο ακραίες του εκδοχές. Αισθάνονται κυριολεκτικά ότι κάτω από το μαλακό υπογάστριό τους ελλοχεύει μια <<Δαμόκλειος σπάθη>> ικανή να τους αποκεφαλίσει και είναι κάτι που κανένας Ρώσος ηγέτης δε θα αποδεχόταν εφ’ όρου ζωής όπως εν προκειμένω ο Πρόεδρος Πούτιν.
Από την άλλη πλευρά είναι περίεργο πως η Δύση η οποία επί σειρά δεκαετιών φαινόταν να αδιαφορεί κυριολεκτικά για την τύχη και τη συνοχή του ουκρανικού κράτους να εμφανίζει όψιμες διεκδικήσεις και απαιτήσεις οι οποίες σε κάθε περίπτωση δε φαίνετια να διακυβέουουν τα ζωτικά της γεωστρατηγικά συμφέροντα. Η σκέψη να έχει εμπλακεί η Δύση σε έναν άγονο αντιπερισπασμό αμφισβητουμένων συμφερόντων δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής των αντικειμενικών αναλυτών. Παραδείγματος χάριν, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες που ανήκουν στη σφαίρα επιρροής σε μεγάλο βαθμό της Δύσης θα μπορούσαν κάλλιστα να αντισταθμίσουν το <<ουκρανικό πλεονέκτημα>> όπως η Δύση το εννοεί. Κι όμως η Δύση επιχειρεί να βυθίσει βαθιά το μαχαίρι στην πληγή με αμφίβολα μέχρι στιγμής συγκριτικά πλεονεκτήματα.
4) Ο εθνολογικός παράγοντας και οι μειονοτικοί συσχετισμοί στην Ουκρανική επικράτεια φαίνεται να λειτουργούν ως τροχοπέδι στην προσέγγιση ανάμεσα στις δυο σφοδρά δοκιμαζόμενες σε επίπεδο διμερών σχέσεων χώρες. Η μακροχρόνια κοινή πορεία μεταξύ των δυο λαών ήταν φυσικό και επόμενο να δημιουργήσει μειονοτικούς θύλακες στην ουκρανική γεωγραφική επικράτεια όπως παλαιότερα στην Κριμαία και σήμερα στον Ντόνετσκ και άλλες γειτονικές περιοχές της Δυτικής Ουκρανίας στις οποίες το Ρωσικό μειονοτικό στοιχείο καταγράφει πληθυσμιακή πλειονότητα. Πολλοί αναλυτές ήταν αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι το φαινόμενο αυτό είναι από μόνο του συγκρουσιακό και θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει την εξέγερση ενός ουκρανορωσικού πολέμου με πρώτους επιτιθέμενους τους Ουκρανούς μειονοτικούς στις ασφυκτικά περίκλειστες αυτές πληθυσμιακές ζώνες. Είναι ένα καζάνι που βράζει μέσα στο οποίο σιγοκαίγονται εθνολογικά μειονοτικά πάθη τα οποία σε παλαιότερες περιόδους πυροδότησαν παγκόσμιους πολέμους. Ωστόσο η προοπτική αυτή φαίνεται για την ώρα τουλάχιστον να μην ευδοκιμεί με δεδομένη τη ρωσική συντριπτική στρατιωτική υπεροχή η οποία έχει συσσωρεύσει μια στρατιωτική δύναμη 120.000 και πλέον ανδρών στην εύφλεκτη και ευαίσθητη αυτή ζώνη λόγω μεγάλης στρατιωτικής ετοιμότητας και άψογης στρατιωτικής ικανότητας η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στα θερμόαιμα σενάρια των Ουκρανών εθνικιστών. Από την άλλη πλευρά, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στα στρατιωτικά επιτελεία της Δύσης ένας έντονος σκεπτικισμός αναφορικά με τη χρησιμότητα μιας τέτοιας πολεμικής αντιπαράθεσης η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια ενώ το διακύβευμα γι’ αυτήν δε θα ήταν σίγουρα υψηλών στρατηγικών ενδιαφερόντων τα οποία άνετα θα μπορούσε να αντισταθμίσει με άλλες γειτονικές συμμαχικές χώρες.
5) Οι οικονομικές πτυχές της ουκρανορωσικής αντιπαλότητας.
Στις παγωμένες στέπες της Ουκρανικής και Ρωσικής εδαφικής επικράτειας φαίνεται επίσης να υποβόσκει ένας οικονομικός πόλεμος. Τα οικονομικά συμφέροντα τεράστια με κύρια πηγή ενέργειας το φυσικό αέριο , οι αγωγοί του οποίου διέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την Ουκρανική εδαφική περιοχή φαίνεται να υποθηκεύουν το ενεργειακό μέλλον της Δύσης σε περίπτωση που η στρόφιγγα στο Ουκρανικό έδαφος κλείσει ερμητικά στεγνώνοντας κυριολεκτικά τη Δύση από το ρώσικο φυσικό αέριο που είναι σημαντικό γι’ αυτήν . Είναι κάτι που η Δύση δεν θα μπορούσε να υπομείνει και κάτι επίσης που θα οδηγούσε σε στραγγαλισμό τη ρωσική οικονομία σημαντικοί πόροι της οποίας οφείλονται στη διασφάλιση οικονομικών πλεονεκτημάτων από την εμπορία αυτή του φυσικού αερίου. Η Δύση καταλαβαίνει πολύ καλά ότι βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα στις Συμπληγάδες Πέτρες εκατοντάδων δεκάδων χιλιομέτρων αγωγών φυσικού αερίου που μπορεί να τις προκαλέσουν ασφυξία στην ενεργειακή της αυτάρκεια και αυτό είναι κάτι που επίσης αποτελεί μια κόκκινη γραμμή.
6) Ο ολοένα αμφισβητούμενος ρόλος της αποτελεσματικότητας των Διεθνών Οργανισμών.
Το Βόρειο Ατλαντικό Σύμφωνο κοινώς ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση του Σοβιετικού Στρατιωτικού Συνασπισμού του Συμφώνου της Βαρσοβίας επιχείρησε και επιχειρεί στα πλαίσια μιας διεισδυτικής (ιμπεριαλιστικής) επιχείρησης τη χρησιμοποίηση του ουκρανικού εδάφους ως αιχμή του δόρατος σε μια προσπάθεια μείωσης της ρωσικής υπεροχής ισχύος στην περιοχή αυτή. Η αμερικανορωσική αντιπαράθεση με δεδομένη την ευρωπαϊκή συμπαράταξη υπέρ των Αμερικανών είναι κάτι που κάνει τους Ρώσους να χάνουν τον ύπνο τους. Η έντονη αμερικανική διεισδυτικότητα σε χώρους που παλαιότερα αποτελούσαν το άβατο της Σοβιετικής κυριαρχίας είναι κάτι που οι Ρώσοι δεν θα μπορούσαν να ανεχτούν εφ’ όρου ζωής και αυτό επίσης είναι μια από τις έσχατες κόκκινες γραμμές που γνωρίζουν πολύ καλά τόσο στα επιτελεία του ΝΑΤΟ όσο επίσης και στα γραφεία του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών , ενός Οργανισμού που κατά τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται να χάνει το κύρος και την αξιοπιστία του που από μόνα τους αποτελούν ένα θέατρο του παραλόγου με τον Διεθνή Οργανισμό να παρουσιάζεται ως ένας απλός παρατηρητής ή διαφορετικά ένας απλός θεατής σε ένα θέατρο του παραλόγου. Βρισκόμαστε στο έτος 2022, εκατό και πλέον χρόνια από την έναρξη της Οκτωβριανής επανάστασης και μόλις 32 χρόνια μετά την κατάρρευση του Τείχους του Ανατολικού Συνασπισμού, όπου η γεωπολιτική σκακιέρα κυριολεκτικά θυμίζει έναν πύργο χτισμένο στην άμμο έτοιμο να καταρρεύσει ακόμα και σε ένα φύσημα του ανέμου. Η γεωπολιτική σκακιέρα έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει και το γεωπολιτικό πεδίο θυμίζει ένα ταραγμένο πεδίο που μόνο μια ψύχραιμη και λογική πολιτική συνεννόηση μεταξύ των κορυφαίων ηγετών (πλανηταρχών) της Παγκόσμιας κοινότητας μπορεί να ισορροπήσει. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο ερμηνευτικός οδηγός της τελευταίας τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ των δυο κορυφαίων ηγεμόνων του πλανήτη των Προέδρων Πούτιν και Μπάιντεν. Σε αυτή την ύστατη στιγμή όπου τα πάντα θυμίζουν και μυρίζουν μπαρούτι , χρήσιμα συμπεράσματα θα μπορούσαν οι δυο ηγέτες να αντλήσουν από τη λύση που δόθηκε το 1964 στην αποφυγή ενός πυρηνικού ολέθρου ανάμεσα στις ηγετικές φυσιογνωμίες των Χρουστσόφ και Κέννεντυ. Η ανθρωπότητα γλίτωσε τότε κυριολεκτικά το ολοκαύτωμα στο παραένα.
Δε μένει παρά να ακολουθήσουν τη δοκιμασμένη συνταγή οι δυο διάδοχοί τους μεταφέροντας τα διδάγματα της κρίσης αυτής στο σήμερα ως άξονες αποφυγής ενός σύγχρονου ολοκαυτώματος του 21ου αιώνα. Και αυτή πιστεύουμε ότι θα είναι η λογική που θα πρυτανεύσει στο τέλος λυτρώνοντας την ανθρωπότητα από έναν έντονο βραχνά: αυτόν μιας σύγχρονης πολεμικής ανθρωπιστικής τραγωδίας σε ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο και αβέβαιο γεωπολιτικό στεραίωμα.