Ο Χρήστος Εταιρίδης, από την Καστοριά, μιλά στο ethnos.gr για το πώς επιβίωσε έπειτα από 21 μέρες στη ΜΕΘ του ΑΧΕΠΑ, αλλά και για τις άδικες κατηγορίες που δέχτηκαν οι νοσούντες και οι οικείοι τους
Έδωσε μια σκληρή μάχη με τον κορονοϊό και βγήκε νικητής. Παρέμεινε 21 μέρες στην μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και άλλες 14 μέρες στην νευροχειρουργική κλινική του ίδιου νοσοκομείου, οι θάλαμοι της οποίας έχουν μετατραπεί σε χώρους φιλοξενίας αρνητικοποιημένων ασθενών και ύποπτων περιστατικών για Covid-19.
Από τις 27 Απριλίου βρίσκεται υγιής στο σπίτι του στην Καστοριά, κοντά στην οικογένειά του, στη σύζυγο και τα τρία τους παιδιά. Ο 44χρονος, Χρήστος Εταιρίδης, δεν ξέρει πότε και πώς κόλλησε τον αόρατο εχθρό, με τον οποίο πέρασε τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, μάλιστα κάποιες φορές οι γιατροί φοβήθηκαν πως δεν θα καταφέρει και στέλνει μέσω του «Έθνους της Κυριακής» το μήνυμα «μη στιγματίζετε τους ασθενείς και τις οικογένειές τους». Γερός και δυνατός πλέον ο Χρήστος Εταιρίδης μπορεί να βγαίνει μικρές βόλτες, ενώ θυμάται ελάχιστες στιγμές από αυτές που πέρασε στο νοσοκομείο. Βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια -εργάζεται στο δημόσιο- και ανυπομονεί να επιστρέψει στην κανονικότητα.
«Η περιπέτειά μου ξεκίνησε στις 12 Μαρτίου το απόγευμα, όταν επιστρέφοντας από τη δουλειά είχα δέκατα και δεν αισθανόμουν καλά. Επικοινώνησα με τον ΕΟΔΥ και μου συνέστησαν να μείνω στο σπίτι. Τις επόμενες μέρες είχα λίγο βήχα, ένιωθα αδύναμος, αλλά όχι κάτι σοβαρό. Στις 18 Μαρτίου μίλησα με τον γιατρό μου και με ασθενοφόρο μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Καστοριάς. Εκεί έκανα δυο τεστ που βγήκαν αρνητικά και δύο αξονικές τομογραφίες που έδειξαν πρόβλημα στον πνεύμονα. Στις 24 Μαρτίου διακομίστηκα διασωληνωμένος στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης», μας λέει. Μπήκε στην ΜΕΘ από όπου βγήκε στις 13 Απριλίου. Από όλο αυτό το διάστημα θυμάται τους νοσηλευτές μία φορά να τον ξυρίζουν και μία να του κάνουν μπάνιο επί τόπου. Τίποτε άλλο. «Μου λένε πως υπήρξαν στιγμές δύσκολες και μέρες που κινδύνεψε η ζωή μου. Άλλες φορές πάλι δεν χρειαζόμουν οξυγόνο και στο τέλος με έσωσε ότι ο οργανισμός μου ήταν γερός», αναφέρει. Όλο αυτό το διάστημα η σύζυγος και τα τρία τους παιδιά, ηλικίας 9, 13 και 14 χρόνων, οι γονείς του, οι συγγενείς, οι συνάδερφοι και οι φίλοι του πέρασαν στιγμές αγωνίας, λύγισαν και ξανασηκώθηκαν πολλές φορές. Η γυναίκα του ενημερωνόταν τηλεφωνικά από τους γιατρούς κάθε μεσημέρι, ενώ ούτε ο αδερφός του που μένει στη Θεσσαλονίκη, μπορούσε να πάει στο νοσοκομείο να τον δει, έστω από μακριά.
Ο Χρήστος Εταιρίδης είναι από τα λεγόμενα «ορφανά» κρούσματα. Δεν ξέρει πώς κόλλησε τον κορονοϊό, ενώ κανείς άλλος από το περιβάλλον του, το οικογενειακό, το εργασιακό και το φιλικό δεν βρέθηκε θετικός. «Δεν ξέρω πώς μπήκε ο ιός στο σώμα μου. Αλλά ξέρω πως δεν το επιδίωξα, δεν το προκάλεσα και φυσικά δεν το ήθελα. Κι αυτό που θέλω να πω στον κόσμο είναι πως είναι άδικο και απάνθρωπο να στιγματιζόμαστε οι ασθενείς και οι οικογένειές μας. Γιατί οι δικοί μου πέρασαν δύσκολα. Τους έλεγαν πώς φέρανε τον ιό στην γειτονιά, αλλά όλοι ξέρουμε πως η Καστοριά ήταν η περιοχή με τα περισσότερα κρούσματα και πολλούς θανάτους στην Ελλάδα. Υπήρχε ο ιός πριν από μένα και μετά από μένα», λέει ο 44χρονος και αναφέρει περιστατικά που οι δικοί του βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και μάλιστα μέρες κατά τις οποίες ο ίδιος έδινε μάχη για τη ζωή του. Στις 13 Απριλίου βγήκε από την ΜΕΘ και μεταφέρθηκε στην νευροχειρουργική κλινική του ΑΧΕΠΑ, σε έναν θάλαμο μόνος του, όπου δεχόταν επισκέψεις μόνο από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες, τους γνωστούς…αστροναύτες.
Από τις 27 Μαρτίου η κλινική δέχεται μόνο αρνητικοποιημένους ασθενείς και ύποπτα περιστατικά για κορονοϊό. Όσους δηλαδή βγαίνουν από την ΜΕΘ και αντιμετωπίζουν κινητικά και ψυχοσωματικά προβλήματα, αλλά και όσους είναι ύποπτοι για Covid-19. Οι 14 νοσηλεύτριες έχουν εκπαιδευτεί για να περιθάλψουν αυτούς τους ασθενείς και είναι συγκινητικό πως καμιά τους δεν έχει λείψει ούτε μία μέρα από το πόστο της. «Η αγωνία μας από την πρώτη στιγμή ήταν πώς θα τα καταφέρουμε. Πώς θα σώσουμε τους ασθενείς κι αυτό μας έδεσε ως ομάδα. Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή από μυαλό μας να μην έρθουμε στη δουλειά».
Η Άννα Σαμούκα είναι προϊσταμένη της κλινικής και συντονίζει τις 14 ηρωίδες νοσηλεύτριες. Και η ίδια λέει στο «Έθνος της Κυριακής» πως νιώθουν σαν αστροναύτες με τις ειδικές στολές που φορούν όταν μπαίνουν στους θαλάμους των ασθενών -12 για ύποπτα περιστατικά και 4 για αρνητικοποιημένους- αλλά η ανακούφιση και η χαρά τους όταν κάποιος φεύγει όρθιος για το σπίτι του δεν περιγράφεται. Για ένα δεκαήμερο από όταν τους ανακοινώθηκε ότι θα περιθάλπουν ασθενείς με κορονοϊό, οι νοσηλεύτριες έκαναν μια ομάδα στο viber και έλεγαν τις ιδέες τους για το πώς θα οργανώσουν καλύτερα το τμήμα. Το στοίχημα κερδήθηκε με την πολύτιμη συνδρομή και των γιατρών, των φυσιοθεραπευτών, των καθαριστριών. Έχουν οργανώσει τα γενέθλια ασθενών, έχουν περάσει το Μεγάλο Σάββατο μαζί τους, την Κυριακή του Πάσχα, τις ονομαστικές τους γιορτές, είναι εκεί κάθε μέρα, όλη μέρα και κάθε νύχτα όλη τη νύχτα. «Βάλαμε ένα στοίχημα όλες μαζί. Να τους στείλουμε σπίτι τους και το κερδίζουμε μέρα με την ημέρα», μας λέει η κ. Σαμούκα.
Ο άγνωστος, ύπουλος, θανατηφόρος ιός έβγαλε στην επιφάνεια αισθήματα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης σε όλους. Η δημοτική κοινότητα Ευόσμου με επικεφαλής τον νευρολόγο Παναγιώτη Φωτιάδη δώρισε στην κλινική υφασμάτινους σκούφους και μάσκες, μια κυρία πρόσφερε ασπίδες προσώπου για όλο το προσωπικό και ο Δημήτρης Ζερζελίδης που διατηρεί βιοτεχνίας που παράγει ποντιακές στολές επίσης υφασμάτινες μάσκες. «Στην αρχή όλες φοβηθήκαμε για τον εαυτό μας, αλλά και για τις οικογένειές μας. Ο φόβος και η αγωνία μας όμως δεν μας λύγισαν. Οι προσπάθειές μας αποδίδουν. Στόχος είναι όχι απλώς να μην έχουμε απώλειες, αλλά να στείλουμε όλους τους ασθενείς υγιείς, δυνατούς και όρθιους στις οικογένειές τους», δηλώνει η νοσηλεύτρια, Σοφία Ηλιοπούλου.
Ο Χρήστος Εταιρίδης μιλάει με τα καλύτερα λόγια για το προσωπικό του ΑΧΕΠΑ. Τόσο στην ΜΕΘ, όσο και αργότερα στην νευροχειρουργική κλινική, είχε την καλύτερη περιποίηση. Λίγες μέρες μετά την μεταφορά του εκεί, έκανε βιντεοκλήση από το κινητό της Σοφίας Ηλιοπούλου και είδε την οικογένειά του. Ο αδερφός του, του έφερε πράγματα και οι νοσηλεύτριες τα παρέλαβαν και του τα έδωσαν. Ένα μικρό ραδιοφωνάκι και μερικά βιβλία του κράτησαν συντροφιά τις δύο εβδομάδες που έμεινε εκεί, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, αφού δεν δεχόταν επισκέψεις και δεν είχε καν τηλεόραση. «Θε με θέλουν στο σπίτι, στη δουλειά, στη γειτονιά, τώρα που θα επιστρέψω;». Αυτό το ερώτημα επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά οι ασθενείς της κλινικής.
«Πολλοί ασθενείς κρύβουν την περιπέτεια που πέρασαν και την μάχη που έδωσαν, γιατί φοβούνται πώς θα τους δεχτεί ο κόσμος γύρω τους. Αυτό είναι πολύ ψυχοφθόρο. Σκέφτομαι όμως πως κάποιοι δεν είχαν την ευκαιρία να το κρύψουν ή να το φωνάξουν, γιατί δεν γύρισαν στο σπίτι τους. Έχασαν τη μάχη και δεν μπορούν να πουν πώς ήταν όλο αυτό. Εγώ μιλάω για να πω τούτο μόνο: μην στοχοποιείτε τις οικογένειές μας. Πέρασαν δύσκολα, όσο κι εμείς και χάρηκαν που επιστρέψαμε υγιείς. Δεν έχουν κουράγιο να δώσουν άλλη μια μάχη, αυτή της αποδοχής», είναι το μήνυμα του κ. Εταιρίδη.
Πηγή: ethnos.gr