Συνολικά 21 ημέρες, συνεχόμενες, χωρίς λιγνίτη κλείνουν σήμερα το πρωί στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά στη χώρα μας, η ηλεκτροπαραγωγή των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ ήταν μηδενική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 235 ωρών χωρίς «κάρβουνο» (περίπου ένα δεκαήμερο) που είχαν καταγραφεί στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με στοιχεία που είχε επεξεργαστεί το Green Tank, άλλες τέσσερις φορές στο παρελθόν είχε μηδενιστεί η λιγνιτική παραγωγή, αλλά ποτέ για τόσο μεγάλη περίοδο. Εντός του 2023 η χώρα είχε καλύψει τη ζήτηση χωρίς λιγνίτη για ένα οκταήμερο το διάστημα 26 Σεπτεμβρίου – 4 Οκτωβρίου, για 87 ώρες την περίοδο 1 – 5 Ιουλίου, για 64 ώρες από 7 έως 10 Ιουλίου και για 38 ώρες στις 20-21 Αυγούστου. Η πρώτη φορά που δεν είχε παρουσία στο ενεργειακό μείγμα της χώρας ήταν μεταξύ 8 και 9 Ιουνίου του 2020 για 38 ώρες.
Γενικότερα, από τα τέλη Φεβρουαρίου κι έπειτα, με τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων να έχουν πάρει και πάλι την ανιούσα, φτάνοντας στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας περίπου στα 75 ευρώ ανά τόνο, η χρήση του λιγνίτη έχει γίνει και πάλι ασύμφορη. Επιπλέον, το ενεργειακό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας καλύπτεται πλέον πλήρως από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και το φυσικό αέριο, οπότε δεν κρίνεται αναγκαία η εισαγωγή των λιγνιτικών μονάδων στο σύστημα.
Σήμερα Δευτέρα, το μερίδιο του φυσικού αερίου θα είναι στο 49,21%, των ΑΠΕ στο 31,42% των μεγάλων υδροηλεκτρικών στο 7,28%, των εισαγωγών στο 8,41% και του λιγνίτη στο μηδέν, όπως συμβαίνει από τις 13 Μαΐου έως και σήμερα. Η ένταση άνθρακα αποτελεί σημαντικό δείκτη της πορείας απανθρακοποίησης της ηλεκτροπαραγωγής.
Μείωση της έντασης άνθρακα
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί ήδη φαίνεται από τη μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα την τελευταία δεκαετία. Από το 2013 – έτος έναρξης της τρίτης φάσης του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), κατά την οποία σταμάτησαν να παραχωρούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπών άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή – έως και το 2019, η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γραμμάρια CO2/kWh (διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα). Η υψηλότερη μέση ετήσια ένταση άνθρακα της τελευταίας δεκαετίας σημειώθηκε το 2014 (875 γραμμάρια CO2/kWh).
Ωστόσο, 10 χρόνια αργότερα, η ένταση άνθρακα έχει σχεδόν υποτριπλασιάστηκε και έφτασε στα 315 γραμμάρια CO2/kWh. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά σε αυτή τη μείωση των εκπομπών, σύμφωνα με το Green Tank, έχει η πτώση της παραγωγής από λιγνίτη κατά 80,6% μεταξύ 2013 και 2023.
Η πρόοδος συνεχίζεται και το 2024. Εκτός από τον μηδενισμό του λιγνίτη τις περισσότερες ημέρες του Μαΐου, κατά το πρώτο τετράμηνο η μέση ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 268 γραμμάρια CO2/kWh. Ο Απρίλιος, ειδικότερα, ήταν ο μήνας με τη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα (236 γραμμάρια CO2/kWh) από καταβολής μετρήσεων, καθώς συνοδεύτηκε από πολύ χαμηλή λιγνιτική παραγωγή και υψηλό μερίδιο ΑΠΕ.
Η δεύτερη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 (255 γραμμάρια CO2/kWh), όταν είχε καταγραφεί και η δεύτερη χαμηλότερη λιγνιτική παραγωγή (187 GWh) τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70.
Υποχώρησαν οι εκπομπές
Συνολικά, τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2024, σύμφωνα με τους αναλυτές του GreenTank εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 4,52 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου (2,06 εκατ. τόνοι ή 45,6%) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (1,77 εκατ. τόνοι ή 39,1%).
Έτσι, οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής μειώθηκαν κατά 0,37 εκατ. τόνους (-7,6%) το πρώτο τετράμηνο του 2024 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των εκπομπών των λιγνιτικών μονάδων (-0,74 εκατ. τόνους ή -29,5%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 26,9%.
Αντίθετα, στις εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση (+0,38 εκατ. τόνοι ή +22,6%) λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο κατά 28,4%.
Μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις συνολικές εκπομπές του πρώτου τετράμηνου του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας (-2,45 εκατ. τόνους ή -35,2%). Η μείωση προήλθε και από τα τρία καύσιμα, με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-2,18 εκατ. τόνοι ή -55,2%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019), οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (6,78 εκατ. τόνοι) ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερες από αυτές του πρώτου τετράμηνου του 2024. Ακολούθησε σε μείωση το πετρέλαιο (-19.9%) και έπειτα το ορυκτό αέριο (-4.1%).