Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτός ο χώρος , γιατί έχω διαφορετικό σώμα, είναι λες και είμαι ξανά 20 χρονών. Περίεργα πράγματα.
Το όνομά μου είναι Γιάννης, Γιάννης Δαδιότης. Με καταγωγή από την Ήπειρο. Γεννημένος το 1940 μαζί με τον ιστορικό πόλεμο. Αριστερός από κούνια και επαναστάτης, τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι τα 35 μου.
Νέος είχα βλέψεις ν’ αλλάξω τον κόσμο, να τον κάνω καλύτερο. Στον κόσμο που θα έφτιαχνα εγώ, δε θα υπήρχε κατώτερος άνθρωπος, η διαφορετικότητα δε θα ήταν κατακριτέα, οι αξίες και τα πιστεύω τού καθενός θα ήταν σεβαστά. Και όλοι μαζί θα ήμασταν ενωμένοι χωρίς να κάνουμε διακρίσεις.
19 χρονών αντράκι γνώρισα κι αγάπησα τη Μαρία. Ήταν ένα κορίτσι απ’ το χωριό μου. Αφήστε, μεγάλο πάθος, την περνούσα τέσσερα χρόνια. Αλλά έλιωνα περισσότερο εγώ για εκείνη και όχι εκείνη για μένα. Είχαμε κοινούς στόχους και όνειρα, κι αυτό που με τρέλαινε περισσότερο σε εκείνη ήταν που ήθελε να ανέβει ψηλά, να σπουδάσει κάτι, να είναι μορφωμένη. Μόλις αντίκρισα τα μάτια της, ήταν σαν να έβλεπα μέσα σ’ αυτά όλο μου τον κόσμο.
Παντρευτήκαμε. Εγώ ήμουνα 25 κι εκείνη 21. Κατεβήκαμε στην Αθήνα, εγώ έπιασα δουλειά σε οικοδομές και εκείνη σπούδαζε. Παράλληλα με τη δουλειά μου στις οικοδομές, σπούδασα κι εγώ Νομική. Δούλευα όμως, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε χρήματα να μου στείλει για να μπορώ να σπουδάζω και να συντηρούμαι. Πέραν του ότι είχα και μία γυναίκα που ήθελα να είναι κυρία και να μην της λείπει τίποτα.
Μόλις τελείωσαν οι σπουδές μας, αποκατασταθήκαμε επαγγελματικά και οι δύο κατευθείαν. Έτσι αρχίζουμε να ζούμε ωραία και χωρίς να μας λείπει τίποτα. Εγώ έμπλεκα σε αριστερές πολιτικές παρατάξεις και προσπαθούσα να περνάω τα μηνύματά μου μέσα από αυτές. Όταν είδα ότι αυτό δε μου αρκούσε και ότι κανένας δεν ασχολείται για το καλό του τόπου, αλλά μόνο για να αποκτήσει ο ίδιος χρήματα, έφυγα από τις πολιτικές παρατάξεις. Και αποφάσισα με τη βοήθεια της γυναίκας μου να δημιουργήσω το δικό μου κόμμα την ΕΔΕΣΕ. Την Ενωμένη Δημοκρατική Ειρηνική Σοσιαλιστική Ελλάδα.
Πράγματι τα κατάφερα και στα 35 μπαίνω στη Βουλή. Γλυκάθηκα, ήταν ωραία εκεί μέσα, όλοι κουστουμαρισμένοι με χρήματα που τα απέκτησαν χωρίς κόπο. Πώς να μη γλυκαθείς; Άρχισα κι εγώ να συμφωνώ με τη νοοτροπία, να λέω ψέματα, να γίνομαι καλός για να μου εμπιστεύονται την ψήφο τους, να τάζω χρήματα, δουλειά κι ένα καλύτερο αύριο… Και να κερδίζω αυτό που θέλω. Έτσι με τα γνωστά ψέματα κατέληξα και Πρωθυπουργός. Έβαζα τον κόσμο να πληρώνει φόρους, άφησα τους μισούς άνεργους κι εγώ πληρωνόμουνα αδρά.
Είχα το γραφείο μου, ήμουν διάσημος, όλοι με σεβόντουσαν, όλα ήταν τέλεια. Έγινα το αντίθετο από αυτά που πίστευα… Οι αξίες μου και τα πιστεύω μου χάθηκαν, ξέχασα πολύ εύκολα ποιος είμαι και για τι πάλευα, ξέχασα ότι ήμουνα εγώ το παιδί που δεν είχε να φάει στο χωριό, το παιδί που δεν είχε να σπουδάσει και δούλευε για ένα κομμάτι ψωμί… Η γυναίκα μου δεν πίστευε στα μάτια της, μου έλεγε ότι δεν είσαι εσύ ο άνθρωπός που γνώρισα και ότι η πολιτική παράταξη που φτιάξαμε δεν είχε σκοπό όλα αυτά που κάνεις…
Εγώ θύμωνα μαζί της, δεν την άκουγα. Μια μέρα η γυναίκα μου πήρε την απόφαση να μου ανακοινώσει πως θέλει να χωρίσει, πως δεν ανεχόταν άλλο την κοροϊδία και το ψέμα μου· έγινα έξαλλος. Εκείνη τη στιγμή καθόμουν στο γραφείο του σπιτιού μου. Σηκώνομαι, το γυρνάω ανάποδα και το ρίχνω. Αρπάζω τη γυναίκα μου και αρχίζω να τη χτυπάω αλύπητα, τι κλοτσιές, τι μπουνιές, μέχρι και τη ζώνη μου έβγαλα. Και άρχισα να τη βαράω με αυτή. Αλλά όχι, δεν αρκέστηκα μόνο στον ξυλοδαρμό της, την κράτησα από το λαιμό, άνοιξα το φερμουάρ του παντελονιού και τη βίασα… Τη βίασα!
Και για άλλους δύο μήνες συνέχιζα να τη δέρνω και να τη βιάζω. Όποτε είχα αυτές τις ερωτικές κάψεις, την ανάγκαζα να μου κάθεται χωρίς να θέλει. Μια νύχτα η γυναίκα μου πέθανε. Ξύπνησα και τη βρήκα δίπλα μου νεκρή. Δεν πέθανε από το ξύλο· την τελευταία βδομάδα την είχα δείρει μόνο μία φορά και μία την είχα βιάσει. Από τη στεναχώρια της πέθανε, δεν άντεξε. Εγώ ευθύνομαι για τον θάνατό της. Γιατί της φερόμουν με αυτόν τον τρόπο… εκείνη έμενε δίπλα μου ακόμα και με αυτές τις καταστάσεις, με την ελπίδα ότι θα συνέλθω και θα γίνω κάποτε αυτός που ήμουν.
Εγώ δεν έγινα ποτέ… Ακόμα και ο θάνατός της δε με άγγιξε, το αντίθετο συνέχισα να μαγαρίζω τη μνήμη της, έβρισκα γκόμενες, έπαιρνα αυτό που ήθελα και μετά τις πετούσα σαν να μην τις υπολογίζω, σαν να μην ήταν άνθρωποι… και είχα πολλές, πολλές γκόμενες. Και γιατί να μην είχα, πολιτικός με λεφτά, σπουδαγμένος, χήρος χωρίς παιδιά, όσες ήθελα είχα.
Έβγαινα τα βράδια με το πούρο στα χέρια, άνοιγα τα πιο ακριβά μπουκάλια και προσποιουμουν πως είμαι κάποιος ανωτερος. Όποια μου άρεσε εμφανισιακά, την πλησίαζα. Έριχνα και έναν χορό μαζί της και το πολύ σε μισή ώρα ήταν στο κρεβάτι μου. Ασχολιόμουν μαζί τους έτσι για καμία ώρα το πολύ, όσο μου έπαιρνε να τελειώσω, και μετά έξω από την πόρτα… Αυτός ήμουν… ήμουν αυτός που ξέχασε τι ήταν, αυτός που καταπάτησε κάθε ιερό, κάθε αξία του και κάθε πιστεύω του, όπως κάθε άνθρωπος του πολιτικού κόσμου…
Ένα καθίκι που ξέχασα την αγάπη μου για τη γυναίκα μου… Όλα τα ξέχασα. Ποιος είμαι, τι είμαι… γλυκάθηκα από τη λαμογιά και την κοροϊδία και το χρήμα… Δεν έπρεπε να πέθαινα φυλακή, έπρεπε να πάω για κάνα μήνα να με ευνουχίσουν και μετά να με εκτελέσουν… αυτό μου αξίζει τελικά… έπρεπε να έρθω στον άλλον κόσμο για να καταλάβω την αχρηστία μου… τι κατάλαβα στη ζωή μου; Τώρα βρίσκομαι σε ένα άγνωστο, που δεν έχω ιδέα τι θα ακολουθήσει, βλέποντας τα δράματα που προξένησα στον κόσμο. Τι ήθελα να αλλάζω τον κόσμο; Δεν είμαι άξιος γι’ αυτό… εγώ είμαι ο χειρότερος του κόσμου… ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ, αν όλοι κοιμούνται και είναι σαν εμένα… Ντροπή μου, ντροπή μου, ντροπή μου…
Αριστέα Χ. Αδαμίδου