Στα πλαίσια της νέας οριοθέτησης των περιοχών με φυσικούς περιορισμούς, εκτός ορεινών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1305/2013 παρουσιάζονται στοιχεία για την τεκμηρίωση του αξιώματος της τοπικής κοινωνίας για τον χαρακτηρισμό όλων των τοπικών διαμερισμάτων της περιφερειακής ενότητας Φλώρινας ως περιοχές με φυσικούς ή ειδικούς περιορισμούς.
Αρχικά παρουσιάζονται δεδομένα που καταδεικνύουν το χαρακτήρα της περιοχής. Αυτά είναι γεωγραφικά, μορφολογικά, κλιματικά, πληθυσμιακά και οικονομικά δεδομένα.
Ο νομός Φλώρινας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας και συνορεύει με την π.Γ.Δ.Μ. στα βόρεια και την Αλβανία στα δυτικά της σύνορα. Νότια συνορεύει με τις περιφερειακές ενότητητες Κοζάνης και Καστοριάς, ενώ στα ανατολικά με την περιφερειακή ενότητα Πέλλας. Η έκταση του νομού είναι 1924 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός βάσει απογραφής 2011 ήταν 51414 κάτοικοι.
Μορφολογικά ο χαρακτήρας είναι ορεινός, ημιορεινός ((λεκανοπέδιο Φλώρινας – Μοναστηριού) και πεδινός (περιοχή Πρεσπών). Ορθώνονται τα όροι Τρακλάριο (δυτικά), Βέρνο (νότια), Βόρας (ανατολικά) και Βαρνούντας (βόρεια) που εκτείνεται από την περιοχή της πόλης της Φλώρινας μέχρι και πέρα από τα σύνορα της πΓΔΜ. Ο Βόρας είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας και αποτελείτο φυσικό σύνορο με την Πέλλα.
Στο νομό υπάρχουν έξι φυσικές λίμνες οι οποίες αποτελούν σημαντικούς βιότοπους για σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας και έχουν αναγνωρισθεί και προστατεύονται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία και συμπεριλαμβάνονται στις προστατευόμενες περιοχές NATURA 2000. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με βροχοπτώσεις, ήπια καλοκαίρια και ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες καθώς και αρκετή χιονόπτωση. Οι συνθήκες αυτές διαμορφώνονται λόγω της γεωγραφικής και υψομετρικής θέσης της περιοχής, σε συνδυασμό με τους μεγάλους ορεινούς όγκους κα την παρουσία των λιμνών στις περιοχές των Πρεσπών και του Αμυνταίου. Οι λίμνες εππηρεάζουν θετικά το μικροκλίμα των εγγύτερων σε αυτές περιοχών προσφέροντας ηπιότερες συνθήκες κατά το χειμώνα και το καλοκαίρι.
Στο νομό από το 1991 ως και το 2011 παρουσιάζεται φυσική μείωση του πληθυσμού καθώς η υπεροχή γεννήσεων / 1000 κατοίκους είχε πάντα αρνητικό πρόσημο σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας με διακύμανση από -0.2 ως και -0.8. Η πυκνότητα του πληθυσμού για το 2011 σύμφωνα ήταν 26,75 κάτοικοι ανά τ.χλμ από 28,5 κάτοικοι ανά τ.χλμ το 2001. Ο δείκτης γήρανσης σύμφωνα με στοιχεία του 2011 ήταν 1,36.
Η Φλώρινα ως νομός αποτελεί ενεργειακό κέντρο για την Ελλάδα, με την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων και την παραγωγή ενέργειας από τα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια της περιοχής Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο Α.Ε.Π. της περιφερειακής ενότητας κυμμαίνεται στα επίπεδα του 30,5%, ενώ η συνολική συμμετοχή της γεωργίας στο προϊον του ν.Φλώρινας ανέρχεται στο 14,3% (το υψηλότερο στη Δυτική Μακεδονία). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιφερειακής ενότητας Φλώρινας είναι χαμηλό στην 27η θέση σε επίπεδο χώρας. Ως προς τις υποδομές στην περιφερειακή ενότητα Φλώρινας υπάρχουν δυο οδικοί άξονες : α) ο κάθετος άξονας «Σιάτιστα-Κρυσταλοπηγή» και β) ο κάθετος άξονας «Νίκη-Φλώρινα-ΠτολεμαϊδαΚοζάνη-Λάρισα». Εδρεύουν το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, καθώς και το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ενώ υπάρχει μια μόνο βιομηχανική περιοχή στην πόλη της Φλώρινας.
Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα για την περιφερειακή ενότητα:
- Είναι από τις περιοχές με τη μικρότερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ελλάδα (46η βάσει απογραφής 2001).
- Έχει συρικνουμενο πληθυσμό τα τελευταία 20 έτη, έστω και με μικρό ή μειούμενο ρυθμό (5% μείωση την τελευταία ΙΟετία) και πληθυσμό που γερνάει με μειωμένη παραγωγική ικανότητα.
- Η βιομηχανική ανάπτυξη είναι περιορισμένη και οδηγείται κυρίως από την ανάπτυξη της Δ.Ε.Η., που ως γνωστόν θα σταματήσει τα επόμενα χρόνια τις δραστηριότητες της στην περιοχή.
- Δεν υπάρχει εκτεταμένο ασφαλές οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο για τη μεταφορά και διανομή υλικών και αγαθών, με αποτέλεσμα τις αυξημένες τιμές καταναλωτή και σχετική απομόνωση από τα μεγάλα και τα τοπικά αστικά κέντρα.
- Το κλίμα της περιοχής αποτελεί τροχοπέδη γιατη γεωργική ανάπτυξη καθώς στο μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών γαιών είναι περιορισμένες οι επιλογές των καλλιεργειών. Επιπλέον ο βαρύς χειμώνας συντελλεί στην αύξηση των εξόδων διαβίωσης (σε σχέση με άλλες περιοχές) λόγω της αυξημένης κατανάλωσης (πετρέλαιο/ξυλεία) για θέρμανση. • Μέρος των γόνιμων εκτάσεων πλησίων των λιμνών που προστατεύεται από τις διεθνείς συνθήκες δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για καλλιέργειες ή εκτροφή ζώων παρά μόνο υπό αυστηρές συνθήκες και περιορισμούς. • Αποτελεί πύλη προς και από τα γειτονικά κράτη με τα όποια μειονεκτήματα εγκυμονεί το γεγονός για την ευημερία των κατοίκων και της τοπικής αγοράς.
Επιπλέον θα πρέπει να προστεθεί στα δυσοίωνα χαρακτηριστικά και η μάστιγα της ανεργίας που πλήττει το 27,1% του ενεργού πληθυσμού στη Δυτική Μακεδονία σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το Β’ τρίμηνο του 2018. Σε παλαιότερη μελέτη (2016) εκπρόσωποι των εργαζομένων Β Ελλάδος είχαν παρουσιάσει στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η ανεργία στη Φλώρινα ανέρχονταν στο 39% και στους νέους στο 78%. Στον νομό η γεωργία και κτηνοτροφία αποτελούν πυλώνα για την απασχόληση και το οικογενειακό εισόδημα καθώς δεν υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές επιλογές εργασίας. Στον αγροτικό τομέα εκτός από τα μέλη των οικογενειών απασχολείται και πλήθος εποχιακών εργατών, τόσο από την τοπική κοινωνία όσο και από γειτονικά κράτη.
Στα πλαίσια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ το σύνολο των δημοτικών διαμερισμάτων και κοινοτήτων του νομού έχουν χαρακτηριστεί ως ορεινές ή μειονεκτικές περιοχές. Από αναπτυξιακή άποψη οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της χώρας, λόγω της γεωμορφολογίας και των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, παρουσιάζουν μειονεκτήματα όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής εκτατικής οικονομικής παραγωγικής βάσης ή τη διαμόρφωση σύγχρονων ανταγωνιστικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, μειονεκτήματα που έχουν αμφίδρομη σχέση και με την έλλειψη επαρκών υποδομών και υπηρεσιών. Μέσω της κοινής αγροτικής πολιτικής της ΕΕ εφαρμόστηκαν σταδιακά μέτρα για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος. Όπως το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και η εξισωτική αποζημίωση. Στην παρούσα χρονική περίοδο γίνεται αναθεώρηση των κριτηρίων οριοθέτησης των μειονεκτικών περιοχών με βάση βιοφυσικά κριτήρια στα πλαίσια του καν (ΕΕ). 1305/2013. Επιγραμματικά η νέα οριοθέτηση για τις μειονεκτικές περιοχές βασίζεται σε τρεις παραμέτρους γενικές παραμέτρους σύμφωνα με τον καν. (ΕΕ) 1305/2013:
- Παρουσία βιοφυσικού περιορισμού σε >60% της ΧΓΕ (χρησιμοποιούμενης γεωργικής επιφάνειας).
- Οι περιορισμοί δεν έχουν ξεπεραστεί με επενδύσεις.
- Χαμηλές οικονομικές επιδόσεις.
Οι αντίστοιχες παράμετροι για την Ελλάδα είναι:
- Ξηρασία και ποιότητα εδάφους (κυριότεροι βιοφυσικοί περιορισμοί).
- Αρδευόμενες εκτάσεις <50% (Βάσει στοιχείων ΟΠΕΚΕΠΕ και ΕΛΣΤΑΤ). 3. Τυπική απόδοση ανά Νομό >< 80% μ.ο. Ελλάδας
Η οριοθέτηση πρανυατοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι περιοχές, εκτός των ορεινών περιοχών, θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν σημαντικά φυσικά μειονεκτήματα, εάν τουλάχιστον το 60% της γεωργικής έκτασης πληροί τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω κριτήρια, που απαριθμούνται στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού, στην οριακή τιμή που αναφέρεται. Η τήρηση των όρων αυτών εξασφαλίζεται σε επίπεδο τοπικών διοικητικών μονάδων ή σε επίπεδο σαφώς προσδιορισμένης τοπικής μονάδας, η οποία καλύπτει μια σαφώς καθορισμένη συνεχή γεωγραφική περιοχή με διακριτά οικονομικά και διοικητικά χαρακτηριστικά (επίπεδο Τοπικής/Δημοτικής Κοινότητας για την Ελλάδα). Στο δεύτερο στάδιο, μετά την οριοθέτηση με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, τα κράτη μέλη προβαίνουν υποχρεωτικά σε συντονισμό ακρίβειας (finetuning), βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με σκοπό τον αποκλεισμό περιοχών, στις οποίες έχουν διαπιστωθεί σημαντικά φυσικά μειονεκτήματα, αλλά έχουν ξεπερασθεί:
- με επενδύσεις ή
- με οικονομική δραστηριότητα ή
- εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία φυσιολογικής παραγωγικότητας της γης ή
- εάν οι μέθοδοι παραγωγής ή τα συστήματα καλλιέργειας αντισταθμίζουν την απώλεια εισοδήματος ή τις πρόσθετες δαπάνες. Η μελέτη της νέας οριοθέτησης έχει ανατεθεί στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και σύμφωνα με αυτή εξαιρουμένων των ορεινών περιοχών οι υπόλοιπες περιοχές στο ν. Φλώρινας πληρούν τουλάχιστο ένα βιοφυσικό κριτήριο (κατά πλειοψηφία αυτό της ξηρασίας). Παρόλα αυτά εξαιρούνται του χαρακτηρισμού καθώς κατά το συντονισμό ακρίβειας διαπιστώνεται πως τα φυσικά μειονεκτήματα έχουν ξεπερασθεί με οικονομική δραστηριότητα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ο αποχαρακτηρισμός περιοχών που θεωρείται ότι έχουν ξεπεράσει τα βιοφυσικά μειονεκτήματα λόγω οικονομικής δραστηριότητας βασίζεται στην τυπική απόδοση (Standart Output, SO) σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας (NUTS 3). Ο λόγος (σύμφωνα με τη μελέτη που κατατέθηκε) είναι πως αυτό είναι το μικρότερο επίπεδο διοικητικής διαίρεσης διαθέσιμο για αναφορές τυπικής απόδοσης. Ως τυπική απόδοση αγροτικού προϊόντος (φυτικής ή ζωικής παραγωγής) ορίζεται η ακαθάριστη αξία της παραγωγής σε ευρώ. Η συνολική τυπική απόδοση της γεωργικής εκμετάλλευσης ισούται με το σύνολο των αξιών κάθε κλάδου παραγωγής και προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των συντελεστών τυπικής απόδοσης ανά μονάδα για κάθε κλάδο παραγωγής (ευρώ/μονάδα) με τον αντίστοιχο αριθμό των μονάδων (εκτάρια ή αριθμός ζώων). Οι εδαφικές στατιστικές μονάδες είναι το πρότυπο γεωκωδικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κωδικοποίηση της διοικητικής διαίρεσης για στατιστικούς λόγους. Κατά τις παραπάνω έννοιες, η οικονομική δραστηριότητα σε όρους τυπικής απόδοσης στην περιφερειακή ενότητα Φλώρινας φαίνεται να είναι ανώτερη του 80% του μ.ο. της Ελλάδας (1595,5 Ευρώ/Ha) και επομένως κυμαίνεται σε επίπεδα άνω των 1276,4 ευρώ/Ha. Η χρήση της τυπικής απόδοσης κατά το δεύτερο στάδιο ως φίλτρο για τον χαρακτηρισμό των μειονεκτικών περιοχών είναι τουλάχιστο αδόκιμη. Δεν συνυπολογίζεται το κόστος παραγωγής που είναι διαφορετικό σε κάθε περιοχή της Ελλάδος και ιδίως στους απομονωμένους και με ηπειρωτικό κλίμα νομούς όπως είναι η Φλώρινα. Η παρούσα οριοθέτηση οδηγεί σε ανισονομία καθώς πλουσιότερες περιφερειακές ενότητες, με περισσότερες επιλογές για εργασία και μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης λόγω υποδομών, ευνοούνται ενώ φτωχότερες περιοχές οδηγούνται στον αφανισμό. Επίσης η χρήση οικονομικών μεγεθών θα έπρεπε να γίνεται σε επίπεδο δημοτικών διαμερισμάτων και όχι σε επίπεδο νομού, καθώς εντός κάποιων νομών (εαν όχι όλων) υπάρχει μεγάλη παραλλακτικότητα στα συστήματα διαχείρισης και καλλιεργητικών πρακτικών. Για τα παραπάνω θέματα η Επιτροπή Περιφερειών κατά τη γνωμοδότησή της με θέμα «Ενισχύσεις στους γεωργούς των περιοχών με φυσικά μειονεκτήματα» 2010/C 175/05 είχε προτείνει (μεταξύ άλλων) τα εξής: α) να βασίζεται η οριοθέτηση των περιοχών που χαρακτηρίζονται από ένα μόνο φυσικό μειονέκτημα σε γεωργαφικά και χωροταξικά κριτήρια και όχι μόνο σε βιοφυσικά ώστε ναλαμβάνονται υπόφη παράγοντες όπως η απομόνωση, η πρόσβαση σε υποδομές και η ευπάθεια συγκεκριμένων οικοσυστημάτων β) η οριοθέτηση θα μπορούσε να πραγματοποιείται με βάση εδαφικές μονάδες μικρότερες από τις LAU 2
Στην εισαγωγή του καν. (ΕΕ) 1305/2013 αναφέρεται (παρ. 25) πως οι ενισχύσεις στου γεωργούς ορεινών ή άλλων περιοχών που αντιμετωπίζουν φυσικά η άλλα ειδικά μειονεκτήματα θα πρέπει να συμβάλλουν, μέσω ενθάρυνσης της συνεχούς χρήσης των γεωργικών γαιών, στη διατήρηση της υπαίθρου, καθώς και στη διατήρηση και προώθηση αειφόρων γεωργικών συστημάτων. Γίνεται κατανοητό ότι πλέον όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται ο στόχος αλλά και πως ο τρόπος που εφαρμόζεται η νέα οριοθέτηση είναι έξω από το πνεύμα του ορισμού αυτού. Εν προκειμένω τα βιοφυσικά κριτήρια παύουν να ισχύουν για λόγους που σχετίζονται με οικονομική ανάπτυξη σε θεωρητικό επίπεδο. Δεν λαμβάνονται υπόψη όμως οι πραγματικές διαστάσεις της οικονομίας όπως για παράδειγμα η μείωση της τιμής παραγωγού σε ποσοστό ως και 20% για το γάλα. Ο αποχαρακτηρισμός πλήθους τοπικών/δημοτικών κοινοτήτων από μειονεκτικές σε χωρίς περιορισμούς (45 δ.δ. σε σύνολο 90 του νομού) θα επιφέρει οικονομικό μαρασμό σε πολλαπλά επίπεδα. Θα μειώσει το αγροτικό εισόδημα καθώς οι παραγωγοί των περιοχών αυτών δεν θα είναι δικαιούχοι του μέτρου της εξισωτικής αποζημίωσης από το 2020 αλλά και την οικονομία της περιφερειακής ενότητας καθώς θα μειωθούν οι μοριοδοτήσεις και τα επιδοτούμενα ποσά στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα στα μέτρα βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, στα σχέδια βελτίωσης, στους νέους αγρότες κτλ. Ιδιαίτερα για τους κτηνοτρόφους των περιοχών που αποχαρακτηρίζονται ο οικονομικός αντίκτυπος θα είναι ισχυρότερος καθώς κινδυνεύει να χαθεί σημαντικό μέρος της ετήσιας στήριξης τους (υπό τη μορφή της εξισωτικής) που δυνητικά ανέρχεται στο ποσό των 5167,5 ευρώ, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του μέτρου 13. Η Ελλάδα τα τελευταία 10 έτη οικονομικά είναι κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Θα έπρεπε να ληφθεί ειδική μέριμνα γι αυτό κατά το σχεδιασμό της οριοθέτησης. Στην παρούσα κατάσταση η «λύση» που φαίνεται να επικρατεί βασίζεται στην παραδοχή πως σε νομούς με σημαντικές διαφορές στα συστήματα καλλιέργειας πρέπει να εξετασθεί η διαφορετική αντιμετώπιση ορισμένων κοινοτήτων. Στα πλαίσια αυτού εξετάζεται κοινότητες με ποσοστό βοσκοτόπων άνω του 30% να μην εξαιρούνται παρότι ο νομός παρουσιάζει σημαντικές οικομικές επιδόσεις. Δυστυχώς ακόμη και σε αυτή την περίπτωση εντάσσονται λίγες μόνο κοινότητες σε Πανελλαδικό επίπεδο, καθώς οι περισσότερες εκτάσεις βοσκοτόπων βρίσκονται σε ορεινές περιοχές.
Στα πλαίσια της αντιμετώπισης του κινδύνου αποχαρακτηρισμού πολλών περιοχών προτείνονται τα εξής:
- Τοπικές και δημοτικές κοινότητες με έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα να ενταχθούν στο μέτρο ανεξαιρέτως.
- Ηπειρωτικές περιοχές χωρίς σημαντικές οδικές αρτηρίες ή με μεγάλη απόσταση από σημαντκά οικονομικά κέντρα να ενταχθούν στο μέτρο ως απομονωμένες.
- Παραμεθόριοι νομοί με χερσαία σύνορα σε χώρες εκτός ΕΕ να ενταχθούν στο μέτρο ανεξαιρέτως.
- Ο συντονισμός ακρίβειας να λάβει υπόψη δεδομένα που αντικατοπτρίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των παραγωγών και σε επίπεδα κοινοτήτων και όχι περιφερειακών ενοτήτων. Ο χρόνος εύρεσης λύσεων είναι πιεστικός, όμως απαιτείται ψυχραιμία και συντονισμός όχι βεβιασμένες κινήσεις και προχειρότητες. Είναι δυνατό το υπουργείο να οδηγήσει σε λύσεις που πραγματικά θα βοηθήσουν την ύπαιθρο να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί.
Κυριακίδης Ιάκωβος (συντάκτης κειμένου)
Γεωπόνος MSc
Τμήμα Γεωπληροφορίας Α.Σ.Ε.Π.Α
Το κείμενο συνυπογράφουν:
- Αντωνιάδης Ιωάννης Βουλευτής ΝΔ
- Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος Δήμαρχος Αμυνταίου
- Γιαννιτσόπουλος Γεώργιος Πρόεδρος Α.Σ.Ε.Π.Α.
- Κρητικού Διαμάντω Πρόεδρος Αγροτικού Συλλόγου Αμυνταίου
- Ματενίδης Χαράλαμπος Πρόεδρος Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Αμυνταίου