Η κυριότερη αιτία του κύματος αυξήσεων τιμών στα περισσότερα προϊόντα είναι η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.
Είναι γεγονός ότι το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Έχει όμως κάποιες ευρωπαϊκές και ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Η κυβέρνηση στην Ελλάδα αντέδρασε γρήγορα επιδοτώντας το κόστος ρεύματος και φυσικού αερίου, μειώνοντας τις άμεσες επιπτώσεις της κρίσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Καθώς όμως η κρίση συνεχίζεται, απαιτούνται μέτρα που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του.
Τί μπορεί να γίνει στην πράξη;
Μερικές ιδέες:
Α)
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να διανείμει στις χώρες-μέλη δωρεάν δικαιώματα εκπομπής ρύπων, από το ονομαζόμενο “Απόθεμα Ισορροπίας Αγοράς”. Αυτό θα ρίξει αυτόματα το κόστος παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο και άνθρακα. Να σημειωθεί ότι ο Υπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Ενέργειας της Ελλάδας κκ Σταϊκούρας και Σκρέκας πρότεινανμε επιστολή τους στον Πρόεδρο του Eurogroup το μέτρο αυτό, χωρίς δυστυχώς να υπάρξει από πλευράς ΕΕ ανταπόκριση. Δυστυχώς αυτό είναι μια από τις πολλές το τελευταίο διάστημα εκδηλώσεις δογματισμού της ΕΕ στο ζήτημα της ενέργειας.
Β)
Στην Ελλάδα πρέπει να αναθεωρηθεί εν μέρει το πρόγραμμα της απολιγνιτοποίησης, το οποίο καταρτίσθηκε υπό συνθήκες αγοράς εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές. Να παραταθεί ο χρόνος ζωής των βιώσιμων με τα σημερινά δεδομένα μονάδων. Ας μην εκπλήσσει ο όρος “βιώσιμες”: Οι αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου είναι τόσο μεγάλες, ώστε σήμερα ακόμη και μετά το κόστος των ρύπων η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από λιγνίτη είναι φθηνότερη από αυτήν του φυσικού αερίου. Για αυτό και η ΔΕΗ αύξησε τους τελευταίους μήνες δραστικά την παραγωγή από λιγνίτη, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Στην εν εξελίξει κρίση είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε λιγνιτική παραγωγή για να μειώσουμε σχετικά το κόστος του ρεύματος. Ήδη η Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ε.Ε. εκτιμά ότι η παρούσα κρίση μπορεί να κρατήσει δυο-τρία χρόνια. Τί θα κάνουμε αν π.χ. το 2025, μετά από τις σχεδιαζόμενες αποσύρσεις λιγνιτικών μονάδων, αντιμετωπίσουμε αντίστοιχη έκρηξη της τιμής του φυσικού αερίου; Η ανάπτυξη των ΑΠΕ δε θα αποτελεί ως τότε απάντηση, καθώς δε θα έχει ακόμη καταστεί συμφέρουσα η αποθήκευση και επαναχρησιμοποίηση της ενέργειας από ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα, άρα δε θα καλύπτονται οι ανάγκες μας σε ηλεκτρικό ρεύμα όταν δε φυσά ο αέρας και δε λάμπει ο ήλιος.
Οι μονάδες που είναι ανταγωνιστικές και με υψηλά περιβαλλοντικά στάνταρντς, όπως η υπό κατασκευήν Πτολεμαϊδα 5 και η μονάδα της Μελίτης στη Φλώρινα, μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν με λιγνίτη και πέραν του 2028, τουλάχιστον μέχρι το χρόνο που θα έχουμε τη δυνατότητα αποθήκευσης και επαναχρησιμοποίησης της ενέργειας από τις ΑΠΕ.
Γ)
Παράλληλα πρέπει να αναθεωρηθεί το μοντέλο της χρηματιστηριακής αγοράς της ενέργειας. Χρησιμοποιείται στην Ελλάδα όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το μοντέλο της “Οριακής Τιμής Συστήματος” (ΟΤΣ). Αυτό σημαίνει ότι η τιμή στην οποία γίνονται οι συναλλαγές κάθε μέρα, είναι αυτή της ακριβότερης μονάδας που μπαίνει στο σύστημα. Μπορεί το μοντέλο αυτό να έχει κάποια λογική σε περιόδους κανονικότητας, σήμερα όμως βαρύνει υπέρμετρα το συνολικό κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος. Η κυβέρνηση διορθώνει σε ένα βαθμό το πρόβλημα, ανακυκλώνοντας το πλεόνασμα του λογαριασμού των ΑΠΕ προς τους καταναλωτές. Έτσι χρηματοδοτήθηκαν τα μέχρι σήμερα πακέτα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. (Το πλεόνασμα δημιουργείται λόγω της διαφοράς της υψηλής τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς από τις σταθερές τιμές – “ταρίφες” των ΑΠΕ). Διαδραματίζει όμως έτσι η πολιτεία ένα αναδιανεμητικό ρόλο ο οποίος δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα αποτελεσματικός. Το μοντέλο της ΟΤΣ μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μοντέλο μέσου κόστους τουλάχιστον για όσο διαρκεί η κρίση. Η Ισπανία ήδη έχει εφαρμόσει αντίστοιχη πολιτική.
Δ)
Tέλος, οι κανονισμοί του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να επιβάλλουν ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Πρέπει να τροποποιηθούν οι διατάξεις που επιτρέπουν συμπράξεις των μεγάλων παικτών για χειραγώγηση της αγοράς, και οι αρμόδιες αρχές να ελέγξουν για ενδεχόμενες τέτοιες παραβάσεις στην πράξη. Παράλληλα πρέπει να διασφαλισθεί ότι και στην Ελλάδα, όπως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, θα υπάρξουν μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια τα οποία θα δεσμεύουν τους παραγωγούς σε σταθερές τιμές.
Είναι γεγονός ότι οι δυο πρώτες από τις τέσσερις ανωτέρω προτάσεις, σε κάποιο βαθμό θα απομακρύνουν το χρόνο επίτευξης του στόχου των μηδενικών εκπομπών αερίων ρύπων. Αν όμως τα πράγματα αφεθούν στην τύχη τους, υπάρχει περίπτωση οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της κρίσης να είναι τόσο μεγάλες, ώστε το πρόγραμμα να ανατραπεί ολοσχερώς. Αντίθετα, μια μερική εκτόνωση της οικονομικής πίεσης που υφίστανται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, βοηθά στη διασφάλιση μακροπρόθεσμης κοινωνικής αποδοχής του στόχου της οικονομίας των μηδενικών ρύπων, καθιστώντας πιθανότερη την επίτευξή του.
Η ευελιξία θα διασφαλίσει την επιτυχία της “Πράσινης Μετάβασης” αποτελεσματικότερα από τη δογματική ακαμψία την οποία επιδεικνύει σήμερα η Ε.Ε.
* Ο κ. Μανούσος Γ. Βολουδάκης είναι Βουλευτής Χανίων Ν.Δ. – Οικονομολόγος
Πηγή: capital.gr