Ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο ασκηθείς σε διάφορα μέρη, αλλά γνωστότερος για την καλύβη της αθωνικής Παναγούδας, χαμηλότερα από την Μονή Κουτλουμουσίου, δεν συνιστά μια τυπική παρουσία Αγίου της Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα απετέλεσε και αποτελεί, το σημείο αναφοράς της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, το οποίο ως σκεύος εκλογής ευεργέτησε τόσο πολύ κόσμο, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της Ελλάδος. Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924, οριακά πριν ανταλλαχθεί στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης. Όνομά και μάλιστα το δικό του, του έδωσε ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Με την ανταλλαγή, πέρασε από Πειραιά και Κέρκυρα, καταλήγοντας στην Κόνιτσα. Υπηρέτησε ως ασυρματιστής στον Εθνικό Στρατό την περίοδο 1945-1949. Λέγεται πως δεν έγινε ιερέας, καθώς παρότι λόγω ειδικότητας δεν σκότωσε κάποιον στον πόλεμο ώστε να έχει κώλυμα ιεροσύνης, είχε πάντα λογισμό μήπως με την υπηρεσία του συνέβαλε σε κάτι τέτοιο. Σήμερα βγάζουνε ΦΕΚ για να μην έχουν κώλυμα και να διορίζονται στο Στρατό αρνητές στράτευσης ή κλέφτες σε εταιρίες Security….
Εισήλθε αρχικά ως δόκιμος στο Άγιο Όρος το 1949, αλλά επέστρεψε στην κοσμική ζωή, προσωρινά, μέχρι να αποκαταστήσει τις αδερφές του. Επέστρεψε στον Άθωνα με αφετηρία την Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και το κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ρασοευχή έλαβε στη Μονή Εσφιγμένου, όπως και ένα νέο όνομα, το «Αβέρκιος». Το γεγονός ότι αποχώρησε από εκεί κατά το 1954, υπήρξε μόνιμη αρνητική αναφορά πολλών Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών εναντίον του. Μια σχέση η οποία ήταν γενικώς κακή, τουλάχιστον έως την κοίμησή του, από την πλευρά τους. Μόνασε στην Μονή Φιλοθέου, απ΄ όπου και έλαβε το τελικό και γνωστό σε όλους όνομα του «Παΐσιος». Αργότερα έζησε τέσσερα χρόνια έξω από τον Άθωνα, στην Ιερά Μονή Γενεθλίων Θεοτόκου Κονίτσης (1958-1962). Στην συνέχεια και για μια διετία ασκήθηκε στο θεοβάδιστο όρος Σινά (1962-1964). Την περίοδο 1964-1968 υπήρξε υποτακτικός του αγιασμένου Ρώσου γέροντος Τύχωνος, έως τον θάνατό του δηλαδή το 1968. Τα επόμενα 11 χρόνια, με μικρές εξαιρέσεις, έμεινε στο κελί του γέροντος του, το οποίο ήταν το κελί του Τιμίου Σταυρού της Μονής Σταυρονικήτα. Με την τελευταία είχε ιδιαίτερη σχέση λόγω του μαθητή του Βασιλείου, ο οποίος διακόνησε ηγούμενος στη Μονή. Από το 1979 έως το 1993, πλην των περιπτώσεων νοσηλείας του, κατά την οποία ανέπτυξε και σχέσεις με το Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, μόνασε αναμορφώνοντας το κελί της Παναγούδας, υπαγόμενο στην Μονή Κουτλουμουσίου. Ασθένησε από διάφορες ασθένειες και τελικά από καρκίνο του παχέος εντέρου. Εκοιμήθη συγκαταριθμούμενος μεταξύ των Αγίων στις 12 Ιουλίου του 1994.
Τα θεία χαρίσματα του, του προσέδωσαν πολύ γρήγορα μια διεθνή φήμη, καθώς και αναγνώριση εκτός χριστιανισμού. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός πως πέρασε από πολλά μέρη, όπως προαναφέραμε, αλλά και δέχονταν κόσμο, σε αντίθεση με άλλους χαρισματικούς ασκητές. Προορατικός, διορατικός, ασκητικός, εξορκιστής ακόμα και με μια του λέξη μόνο, κατ΄ ουσίαν ιαματικός. Κυρίως, όμως, υπήρξε ταπεινός, ηθικός, ασκητικός, στοργικός γεμάτος αγάπη μέσα στην μοναχική αξιοπρέπειά του. Άλλαξε την ζωή τόσων ανθρώπων, χωρίς ο ίδιος να έχει καμία τέτοια φιλοδοξία. Η αγιότητά του τιμώνταν ήδη εν ζωή. Ο τάφος του έγινε εξ αρχής μέγα προσκύνημα, πολύ πριν ανακοινωθεί η αγιοκατάταξή του το 2015. Σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο προσκύνημα στην Βόρεια Ελλάδα έξω από το Άγιον Όρος.
Συχνά απαντούν στο διαδίκτυο ιδεοληπτικοί ανόητοι να τον λοιδορούν, αλλά και ανεγκέφαλοι χριστιανοί οι οποίοι τον ευτελίζουν, ανεβάζοντας όπου βρεθούν και όπου σταθούν προφητείες του, αμφιβόλου γνησιότητος, μπας και δει ο ιστότοπος τους, λίγη αναγνωσιμότητα. Λέει ο Χριστός: «Αφού αφήσατε την παράδοση του Θεού, τηρείτε την παράδοση των ανθρώπων» (Κατά Μάρκον 7:8), όπως και «Αγαπούν τις πρώτες σειρές στα δείπνα και τις πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές και τους ασπασμούς στις αγορές και το να καλούνται δημόσια από τους ανθρώπους ‘‘διδάσκαλοι’’» (Κατά Ματθαίον 23:6-7). Ο άγιος έλεγε, ακολουθώντας, ασφαλώς, αυτήν την ιερά διδασκαλία «Εμάς τι πρέπει να μας ενδιαφέρει; Πως μας βλέπουν οι άλλοι ή πως μας βλέπει ο Χριστός;». Έγραψα πολύ λίγα λόγια, για την ομολογουμένως μεγάλη προσφορά του. Για τα υπόλοιπα αρμόζει να τον τιμήσουμε με την σιωπώσα έκφραση των έργων του. Ας έχουμε την ευχή και την μεσιτεία του !