Ήταν Μάϊος του 1998, όταν επισκέφθηκα τον σεβάσμιο γέροντα Παπαδόπουλο Χρήστο 87 χρόνων, τον επονομαζόμενο Κρωμέτε ή Δασκαλάκο. τότε στη βεράντα του σπιτιού του. Αφού με υποδέχθηκε με χαρά αρχίσαμε την κουβέντα για τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό Λυκάστη ( Λυκάστ’ ) της Κρώμνης
Στην πορεία της συνομιλίας ο γλυκύτατος παππούς άρχισε να αναφέρεται στον Καπετάν Ευκλείδη, πράγμα που μου κίνησε το ενδιαφέρον και άρχισα να κρέμομαι από τα χείλη του.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1923 .Ο ποντιακός ελληνισμός, ανάστατος από την αγγελία της υποχρεωτικής ανταλλαγής , περνάει τις πιο δύσκολες και τραγικές ημέρες του βίου του.. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αργυρούπολης έχουν ήδη μεταφερθεί στην Τραπεζούντα προκειμένου να επιβιβασθούν σ’ ένα καράβι με προορισμό την Ελλάδα.
Οι εναπομείναντες στα χωριά της Κρώμνης περιμένουν την υποχρεωτική διαταγή της ανταλλαγής
Μόνο εννέα φιγούρες, έντρομες και κυνηγημένες, περιφέρονται σαν αγρίμια στα δύσβατα και χιονισμένα βουνά της περιοχής ..Είναι ο ηρωικός καπετάνιος της Σάντας, Καπετάν Ευκλείδης, με τα οχτώ (8) εναπομείναντα παλικάρια του.
Το κεμαλικό κράτος τούς έχει επικηρύξει ως επικίνδυνους κακοποιούς και τουρκικά αποσπάσματα από όλα τα καρακόλια της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης τους κυνηγούν να τους εξοντώσουν
Ειδικά έντυπα επικήρυξης κοινοποιούνται στους μουχτάρηδες όλων των τουρκικών και ελληνικών χωριών.
Οι αντάρτες, ως τραγικοί ικέτες, ζητούν μάταια από τους έλληνες χριστιανούς των γύρω χωριών να τους προσφέρουν μια γωνιά σωτηρίας.. Ο χειμώνας είναι βαρύς ιδιαίτερα στα πανύψηλα βουνά του Πόντου.. Ικετεύουν φίλους και γνωστούς να τους παράσχουν ανθρωπιά, γιατί είναι αδύνατο να επιζήσουν χωρίς προστασία
Δυστυχώς κανένας έλληνας μουχτάρης ή νοικοκύρης δεν ριψοκινδυνεύει να τους προσφέρει κατάλυμα.. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο θάνατός τους από σύλληψη ή από κρυοπαγήματα είναι βέβαιος!
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές ένας γέροντας συμπατριώτης τους από τη Μόχωρα της Κρώμνης, ο Αχιλλέας Φιρτινίδης μαζί με τον ανιψιό του Γεώργιο Φιρτινίδη, προσπαθούν να βρουν τρόπο να τους βοηθήσουν. Ο Αχιλλέας διαπιστώνει, πως η παροχή φιλοξενίας στον καπετάν Ευκλείδη στον Αληθινό της Κρώμνης θα ήταν πολύ επικίνδυνη κάτω από τα άγρυπνα μάτια των Τούρκων γειτόνων, αφού από τις λοιπές ενορίες συγκέντρωσαν τους Έλληνες στον Αληθινό, όπου υπήρχε τούρκικη υποδιοίκηση. Για το λόγο αυτό τους στέλνει στον φιλομαθέστατο δάσκαλο και διευθυντή του Δημοτικού σχολείου Μεταμόρφωσης της Κρώμνης ,Παπαδόπουλο Σπύρο του Αδάμ από το χωριό Λυκάστ .. Η οικογένεια του Παπά Αδάμ ήταν γόνοι των Ακριτιδαίων, που έδωσαν στον εθνικό αγώνα το εκλεκτό τέκνο τους ,τον Αλέξανδρο Ακριτίδη, πρόσφατα απαγχονισμένο στην Αμάσεια στις 21 Σεπτεμβρίου 1921…
Το χωριό, φυλάκιο, ονομάστηκε Λυκάστη (το πέρασμα του λύκου), γιατί επιτηρούσε το μεγάλο πέρασμα Κρώμνης- Ίμερας προς Τραπεζούντα. Οι βυζαντινοί το έλεγαν Διποταμία .Το λαϊκό τραγούδι αναφέρει : Κατήβα ’ς σον Διπόταμον, τέρεν, πώς πάει το ρέμαν, έκαψες κ’ εν εμάν’τσες ‘μεν, αφορισμένον γένναν..
Οι ακρίτες των συνόρων, οι ακριτιδαίοι, γνώριζαν ανά τους αιώνες τους αγώνες και το δράμα των Ελλήνων αγωνιστών της ελευθερίας. Έβαζαν πάντα το εθνικό και ανθρώπινο χρέος πάνω από το φόβο και τον κίνδυνο. Μόνο στο Λυκάστ’ βρέθηκε ένας ξεχωριστός Έλληνας που αψήφησε την τουρκική επικήρυξη κατά των ανταρτών της Σάντας και προθυμοποιήθηκε να τους προσφέρει κατάλυμα και φιλοξενία.. Για να δούμε όμως, πώς μας αφηγείται το γεγονός ο γιος του Παπαδόπουλου Σπύρου, ο Χρήστος (Κρωμέτες -Δασκαλάκος)
- Ο πατέρα μ’, ο Σπύρον έτον. Ετελείωσεν το Φροντιστήριον της Αργυρουπόλεως. Εδιασκάλεψεν πρώτα ‘ς σο σχολείον τη Βαρενούς. Επεκεί εκάτσεν διευθυντής απές ‘ς σην Κρώμ’. Όντες έφυγαν οι Ρουσάντ, οι Τούρκ εποίκαν αποσπάσματα ‘ς σα χωρία τη Κιμησχανάς και εντούναν τοι Ρωμαίοις. Αρχηγός ατουν, είνας Κιορ –Σαλίχ έλεγαν ατον . Ατός ο Κιορ -Σαλίχ εντώκεν τα Λερία και θα έρχουτον και ‘ς σ’ εμέτερα ‘κες. Ο πατέρα μ’ ατότε όπλισεν 150 παλικάρια με ρωσικά όπλα και αρ αέτς εκράτεσεν την Κρώμ’… Ατότε, όντες έφυγαν οι Ρουσάντ ας σην Κρώμ,, οι Τούρκ εποίκαν ατό υποδιοίκηση χωροφυλακής και έρθεν εκάτσεν είνας Τούρκος υποδιοικητής. Ατός ο Τούρκον εκούξεν τον πατέρα μ’ και εδέκεν ατον τα συγχαρητήρια, ντο εκράτεσεν την Κρώμ….Οι Κρωμέτ επαρέδωσαν τα όπλα ….και έρθεν η ησυχία..
- Οι Σαντέτ’, δύο-τρία ώρας μακρά ας σ’ εμάς ‘κ’ επαρέδωσαν τα όπλα κ’ εξέβαν ‘ς σα ραχία αντάρτες 150 άτομα, άντρες, γαρίδες ούλ’ επαναστάτησαν ….Ατοίν είχαν με τοι Τουρκάντας προηγούμενα κ’ εφογώθαν… Ενούντ’σαν αέτς κι αλλέως θα πειράζ’νε ‘μας , κι αρ για τ’ ατό αγούρ, γυναίκ’ εξέβαν ‘ς σα βουνά κ’εφέκαν οπίς τοι γεροντάδας με τα μικρά παιδία.. Ατοίντς ούλτς επίασαν ατς κ’ έστειλαν ατς εξορίαν .. Ατό εθυμούμ’ ατό καλά, γιατί επέρασαν ας σ’ εμέτερον το χωρίον, το Λυκάστ’, και είδαμ’ ατς ..
Οι Σανταίοι εφτά χρόνια επολέμαναν απάν ‘ς σα ραχία ας σο 1917 ους το1924,
αλλά εκατόρθωσαν να φυγαδεύνε μυστικά τοι περισσούς ‘ς ση Ρουσίαν κι άλλ’τς αδά, άλλ’τς ακεί… Τελευταία επέμ’νεν ο Καπετάν Ευκλείδης με οχτώ παλικάρια, κυνηγημένος απάν’ ‘ς σα ραχία!
Οι Τούρκοι δεν τολμούν να τους κυνηγήσουν το καλοκαίρι .Τους κυνηγούν όμως το χειμώνα, γιατί γνωρίζουν, πως το μόνο που φοβούνται οι ατρόμητοι Έλληνες είναι ο βαρύς και αδυσώπητος χειμώνας .. Τότε οι αντάρτες αναγκάζονται να κατέβουν στα ελληνικά χωριά και ως άλλοι ικέτες να ζητήσουν άσυλο από τα αδέλφια τους, τους χριστιανούς…
- Ο καπετάν Ευκλείδης έχει μάθει για την συνθήκη της Λοζάνης όντας επικηρυγμένος από το κεμαλικο καθεστώς ..έχει εναποθέσει την ελπίδα του στην ανταλλάξιμη επιτροπή, που εδρεύει στην Τραπεζούντα, και είναι σε γνώση τους η επικήρυξή τους.
Μέχρι όμως να διασφαλίσει η επιτροπή τη σωτηρία των επικηρυγμένων οπλαρχηγών, η ζωή τους κρέμεται από μία κλωστή.
Για να δούμε, με ποιόν τρόπο κατόρθωσαν να γλυτώσουν από την μέγγενη του εκδικητικού κεμαλικού κράτους. Η διάσωσή τους πέρα από το ημερολόγιο του Κωσταντίνου Κουρτίδη, που εκδόθηκε από το Σωματείο Παναγία Σουμελά και τον οίκο αδελφών Κυριακίδη 2007επιβεβαιώνεται και από την μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, που πήρα από τον γιο του Σπύρου, τον Μάιο του 1998. Για να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες, οι μαρτυρίες του γέρου Λυκαστέτε θα ακολουθούν το Ημερολόγιο του Κωσταντίνου Κουρτίδη.
- ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: Ήταν 2 Δεκεμβρίου του 1923. Εννιά σιλουέτες φθάνουν τη νύχτα μέσα στα χιόνια στο χωριό Ίμερα . Εκεί συναντιόνται με δύο αντιπροσώπους του χωριού, τον Δημήτρη Φωστηρόπουλο και τον Στυλιανό Παλτατσή. Ο καπετάν Ευκλείδης, ως εκπρόσωπος των ηρώων της Σάντας, θερμοπαρακαλεί τους Ιμερίτες να τους δώσουν κατάλυμα και τροφή για δύο μήνες, μέχρι να περάσει ο βαρύς χειμώνας. Τους εξηγεί, ότι δεν τους είδε κανείς, που ήρθαν, και δεν έχουν λόγο να φοβούνται. Οι Ιμεραίοι όχι μόνο αρνήθηκαν να τους παράσχουν προστασία αλλά τους παρακάλεσαν να φύγουν την ίδια νύχτα, επικαλούμενοι λόγους ασφάλειας του χωριού, γιατί ένα τουρκικό απόσπασμα διανυκτέρευσε στο διπλανό τουρκικό χωριό Μολά -Αλή.
Απογοητευμένος ο Ευκλείδης με τα παλικάρια του μεσάνυχτα μέσα στην χιονοθύελλά πήρε το δρόμο για την Κρώμνη ελπίζοντας, ότι εκεί οι γενναίοι της Κρώμνης θα τους προσφέρουν προστασία…Μετά από μεγάλη προσπάθεια και με κίνδυνο να παγώσουν έφθασαν ξημερώματα στον μαχαλά Σαράντων της Κρώμνης. Εκεί τους περιποιήθηκαν δύο γυναίκες, οι μοναδικοί κάτοικοι του χωριού. Την άλλη ημέρα συναντήθηκαν με τον αντιπρόσωπο της Κρώμνης Αχιλλέα Φιρτινίδη, έναν ευγενή και μεγαλόψυχο γέροντα που γνώριζε όλη την περιοχή. Ο γέρο Αχιλλέας από την Μόχωρα, τους εξομολογήθηκε, ότι δεν μπορεί να τους φιλοξενήσει στον Αληθινό της Κρώμνης γιατί υπάρχουν τούρκοι… Τότε σκέφθηκε να τους στείλει στο χωριό Λυκάστ’ στον φίλο του δάσκαλο και πρόεδρο του Λυκάστ’, τον γιό του παπά Αδάμ, τον Σπύρο.
Ο Αχιλλέας δεν αδιαφόρησε αλλά φαίνεται, πως φοβήθηκε. Γι αυτό φρόντισε να δώσει μια πιο ορθολογιστική λύση, να στείλει τους Σανταίους στο ορεινό χωριό Λυκάστ.
Το χωριό Λυκάστ, ήταν το πιο κατάλληλο και ασφαλές μέρος. Εκεί απέμειναν μόνο δύο οικογένειες. ( H εγγονή του Σπύρου, Ελπινίκη, μου ομολόγησε, πως ο παππούς της Σπύρος θα έφευγε αρχές Δεκεμβρίου αλλά παρέμεινε στη Λυκάστη προκειμένου να φιλοξενήσει τους Σανταίους αντάρτες). Στη Λυκάστη έμεινε η γυναίκα του Γεωργιάδη Γιώργου η Ρωξάνη( Μωρέσα) με τα τρία της παιδιά, την Παρθένα, την Ευρωκόμη, και το Νίκο καθώς και η οικογένεια του Σπύρου και της Ελένης ( έγκυος στην Γαλήνη) και τα παιδιά τους ο Αδάμ’, ο Χρήστος η Ευθυμία..
– ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ: Ο πατέρα μ’ έτον πολλά παλικάρ εγλύτωσεν ας σον τουρκικόν στρατόν που επιστράτεψεν ατς ο Κεμάλ τον Οκτώβριον του 1921 και έστειλαν ατον σο Ερζερούμ’ και ‘ς σο Σαρίκαμις.
Ας δούμε πως περιγράφει στο ημερολόγιό του ο Κωσταντίνος Κουρτίδης σ.199 την φιλοξενία που δέχθηκαν από τον Σπύρο Παπαδόπουλο.
-ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: Αποφασίσαμε μετά από την παραίνεση του Αχιλέα Φιρτινίδη και μςτά από την συνεννόηση μαζί του να πάμε στο χωριό Λυκάστ’ συνοδευόμενοι από τον Ανεψιό του Γιώργο φιρτινίδη γιατί δεν ξέραμε το δρόμο. Μας έφερε έχρι το Παρτίν και αφού μας υπέδειξε το δρόμο και πού είναι το σπίτι του Σπύρου. Αυτός εγύρισε πίσω, εμείς δε εφθάσαμε στο χωριό και βλέποντες σε ένα παράθυρον φως και ομιλίες μέσα, έμειναν οι άλλοι λίγο μακριά και δίχως όπλον. Εγώ πήγα στο παράθυρον και τους φώναξα να με ανοίξουν , διότι είμαι φυγόστρατος και κοντεύω να παγώσω. Αμέσως άνοιξαν και με κάλεσαν να πάγω μέσα, αλλά τους είπα ότι δεν είμαι μονάχος έχω και άλλους συντρόφους οίτινες είναι οπλισμένοι και να μη φοβηθούν.. Μόλις ήλθαν και οι άλλοι και είδαν αυτούς οι γυναίκες και τα παιδιά που ήταν μέσα εφοβήθηκαν και είπαν ότι μας γελάτε ,εσείς δεν είσθε φυγόστρατοι . Τους είπαμε τότε ποιοι είμεθα και ζητήσαμε να ιδούμε τον Σπύρον, αλλά αυτός έλειπε ,πήγε στην Άρδασα (Τορούλ)διά κάποιαν υπόθεσιν του Χωριού. Αμέσως αι γυναίκες, διότι άνδρες δεν υπήρχαν στο χωριό εκτός από ένα, στον οποίο δεν ηθέλησαν να φανερώσουν την παρουσία μας, φορτώθηκαν ξύλα και πήγαν στο σχολείον και άναψαν την θερμάστραν και μας έφεραν εκεί μέχρι που να έρχεται ο Σπύρος. Μας έδωσαν φαγί και στρώματα και κοιμηθήκαμε καλά.
(Αγαπητοί αναγνώστες για πρώτη φορά θα παρουσιαστεί και μια δεύτερη Άποψη που τεκμηριώνει την ιστορία της διάσωσης των ανταρτών της Σάντας πέραν από το ημερολόγιο του Κωσταντίνου Κουρτίδη που εξέδωσε το Σωματείο Παναγία Σουμελά με τον Οίκο αδελφών Κυριακίδη 2007) από την μαγνητοφωνημένη συνέντευξη που προνόησα να πάρω από τον θείο Χρήστο Παπαδόπουλο (Δασκαλάκο ) τον Ιούλιο του 1998.)
ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: 7η Δεκεμβρίου. Όλην την ημέραν εμείναμε στο σχολείον και μας περιποιήθηκαν καλά. Την άλλη ημέρα Το πρωί ήρθε ο Σπύρος και τον έφεραν κοντά μας. Του δώσαμε την επιστολήν του Αχχιλέα Φιρτινίδη, όστις τον ενεθάρρυνε δια την υπόθεσιν και εμείς του διηγηθήκαμε τον σκοπόν μας και τα αίτια της εκεί ελεύσεώς μας. Με όλην του την ευχαρίστησίν εδέχθη λέγον : << Ότι και εγώ απλώς θα κάνω το καθήκον μου σε τέτοιες περιστάσεις που είναι επικίνδυνες δια το έθνος θα φροντίσω όσο μπορώ.>>
Το βράδυ φύγαμε για τον Αληθινόν δια να πάρομεν μερικά πράγματα που αφήσαμε εκεί. Μόλις φύγαμε ο Σπύρος εις ερώτησιν των γυναικών γιατί φεύγομεν ,είπεν εις αυτάς ότι τους έδιωξα, διότι δεν μπορούμε να τους φυλάξωμεν εδώ . Οι γυναίκες εξεμάνησαν εναντίων του και εκόντεψε να τον λιντσάρουν επειδή ενόμισαν ότι η πράξις του δεν ήταν σωστή, ενώ αυτός ήθελε να τας δοκιμάσει τι θα πουν.
-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: Οι αντάρτες είχαν και λώματα και παράδας . Έναν ημέραν πάω, τερώ το πορτοφόλ’ν ατούν γομάτον παγκανότες έτον. Εδίναν τον πατέρα μ’ παράδας και κάθαν εβδομάδαν επέναμε ‘ς σην Κρώμ και εψώνιζαμ’ κ’ έρχουμνες…
Αέτς επέρασεν ένας μήνας…. Η μάνα μ’ η Ελένη, και τη Αποστολίδη τη Χαράλαμπονος η πεθερά ,η Μωρέσα (Ρωξάνη), εμαϊρευαν κ’ εφάζ’ναν τοι Σαντέτς.
-ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ : Την μεθεπομένη ήλθε μαζί τους και ένας αντάρτης, ο Χαράλαμπος Λαζαρίδης και το βράδυ εφθάσαμε εις Λυκάστ’ ,όπου ο Σπύρος μάς ετοίμασε ένα σπίτι να μείνουμε. (το σπίτι στη φώτο)
Την άλλη μέρα το πρωί ετακτοποιήσαμε καλά το σπίτι και εμείναμε εκεί. Ησυχάσαντες εδώσαμε και μερικά λεφτά εις τον Σπύρον να μας αγοράσει άλευρα και να μας ετοιμάσει ψωμίν και άλλα διάφορα τρόφιμα και μας ετοίμασαν, ενώ αι γυναίκες (Ελένη και Ρωξάνη) καθημερινώς μας έφερναν φαγί και διάφορα άλλα και μας περιποιούντο πολύ. Μόνον πέντε οικογένειες έμειναν στο χωριό αυτό, ενώ οι άλλοι έφυγαν.
-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ : Επέρεν ατς απές ‘ς σ’ οσπίτ’,(τους αντάρτες) εκάτσαν ολόερα ας σο τσάχ’ (εστία) και καλατσεύνε τουρκικά με τον πατέρα μ’ να μη εγροικούν τα μωρά .. Τα όπλα τουν και τα φυσεκλίκια τουν ους τη γούλαν . Εγώ άμον ντο είδατς ας σον φόβο μ’ επήγα, εστάθα οπίς ας σην πόρταν…Εκάτσαν ολίγον κ’ επεκεί εδέκαν τα χέρια, εφίλεσεν ο είνας το άλλον και έφυγαν για τον Αληθινόν. Τ’ άλλ’ την ημέραν, όντες έρθαν με τον πατέρα μ’, επέρεν ατς κ’ επήεν ‘ς σ’ οσπίτ εμουν, π’ έτον εύκαιρον ‘ς σην άκραν τη χωρί . Εκεί απέσ’ έκρυψαμ’ α’τς . Η μάνα μ’ και η Μωρέσα εποίναν α’τς τα χουσμέτια .
Εγώ πα πολλά φοράς επένα απάν’ ‘ς σο δώμαν, έβγωνα απάν’ς σο τσάχ ν’ ακούω ντο λέγνε . Τ’ οσπίτ, ντο εκρύφταν, ας σην στράταν έναν μέτρος έτον. Έβγαινες απάν ‘ς σο δώμαν. Επέγνα ‘ς σο τσαχ’ ‘κεικά κ’ εκρέμιζα απές λιθάρια. Μίαν δύο εποίκαν παράπονα οι Σαντέτ’ ‘ς σον πατέρα μ’ κ’ εκείνος εντώκε ‘με. Ας άλλο το μέρος τ’ οσπίτ’ έτονε εφτά μέτρα ‘ς σο ύψος.
-ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ : Την άλλη ημέρα ήρθε ο Γιώργος Φιρτινίδης και μας είπε, ότι τα παιδιά (οι αντάρτες) που έμειναν πίσω, δεν βρήκαν πουθενά μέρος, δεν τους φυλάγει κανείς και εν ανάγκη θα τους φέρομε εδώ. Την άλλη ημέρα, όταν το έμαθε αυτό ο Σπύρος και αι γυναίκες, ότι δηλαδή οι Κρωμαίοι και Ιμερίτες εφοβήθησαν να φυλάξουν τους τρεις, άρχισαν να φοβούνται και αυτοί και μας είπε ο Σπύρος ,ότι<< το βράδυ θα τους φωνάξω και θα τους μιλήσω καταλλήλως και θα δούμε τι θα γίνει>>.Το πρωί της άλλης ημέρας ήρθανε και οι τρείς αντάρτες, Χαράλαμπος Λογαρίδης, Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος, Χαράλαμπος Λαζαρίδης, μη δυνηθέντες να μείνουν πουθενά και τους δεχθήκαμε ευχαρίστως, αν και αυτοί εν ώρα ανάγκης μας εγκατέλειψαν.
- ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ:. Επέρασεν κάμποσος καιρός ας σην ημέραν, ντο εκάτσαν ‘ς σ’ οσπίτ’ν εμουν.
Εκλώστεν η χρονία και ‘ς σον Καλαντάρ απές έρθεν η διαταγή να φεύομε ‘ς σην Ελλάδαν. Εκείνο την ημέραν ο πατέρα μ’, ο Σπύρον, μόλις έμαθεν ατό, εδέκε ‘με έναν σημείωμαν να παίρ’ ατό και πάγω ‘ς σον Αχιλλέαν τον Φιρτινίδην .Με τ’ εμέν πα έστειλεν τη Μωρέσας την Θεγατέραν την Ευρωκόμην, να μη δίουμε στόχον’ς ση Τούρκς. Η ημέρα έτον ηλέπορον και τα δέβας τη χωρί μουν για την Κρώμ ανοιχτά έσαν, Χριστουγενάρ’τς καιρός . Εκατήβαμε το παϊρ τη Λυκάστ’,ους τον Διπόταμον, επέρασαμ’ το γεφύρ , κι απ’ εκεί επέραμε την ποταμέαν άκραν- άκραν, εκλώσταμε ’ς σ’ Αληάντων ους του Σεφέρ το πεγάδ’ κ’ έφτασαμ’ ς σον Αληθινόν.
Ο μικρός Χρήστος, μόλις έφτασε στην Κρώμνη, πήγε στο σπίτι του Παπαγιάννη, κουμπάρου του Σπύρου, του έδωσε το σημείωμα, πήρε άλλο σημείωμα από τον Παπαγιάννη και φεύγοντας είδε κάτω στο δρόμο μια τουρκική προκήρυξη… Αμέσως σκέφθηκε να την πάρει και να την πάει στο πατέρα του..
- ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ : Άμαν ενούντσα ,ο πατέρα μ’ εξέρ’ τουρκικά, θα διαβάζ’ ατό. Εκλώστα ‘ς σο χωρίον και λέω ‘ς σον πατέρα μ’ : έπαρ’ αούτο το χαρτίν, εύρα ατό ‘ς ση στράταν και τέρεν, ντο λέει:
Επέρεν, εδέβασεν ατό κι αμάν είδα η χράτ εξύεν : η προκήρυξη έλεεν: <<Οι Αντάρτες της Σάντας είναι εχθροί του έθνους και όποιος τους φιλοξενεί και τους παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια θα εκτελεστεί αυτός και η οικογένειά του… Για τον σκοπό αυτό αποσπάσματα του τουρκικού στρατού θα κάνουν έρευνες σε όλα τα χωριά. >>
Οι τουρκάντ ενούν’τσαν ..πού θα επήγαν οι Σαντέτ; Αδακές ολόερα θα κρύφκουνταν…! Εφοούνταν α’τς πα. ‘Σ σα εφτά χρόνια μανάχον δύο εσκοτώθαν..! Ένας Σανταίος επολέμανεν με δέκα νομάτς κι ολόερα γομάτον δάση. Εύκαιρον σφαίραν οι Σαντέτ’ ‘κ’ εσύρναν….!
Ο Σπύρος αμέσως μετά την μακάβρια τουρκική προκήρυξη πήγε την επομένη να συνεννοηθεί με τον Αχιλλέα Φιρτινίδη, πώς θα αντιμετωπίσουν την νέα κατάσταση…
- ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: Την 26ην Δεκεμβρίου ο Σπύρος πήγε εις την Ίμεραν να συνεννοηθεί μαζί τους , ώστε εν ώρα ανάγκης να τον ειδοποιήσουν , διότι δεν μπορεί να μας διώξει ,όπως είπε προς αυτούς, παρευρεθείς εκεί και ο Αχιλλέας Φιρτινίδης, τον ενεθάρρυνε και του υπεσχέθη πάσαν συνδρομήν εκ μέρους του λέγων: << Αν θα ανακαλυφθείς ,να πεις ότι ο Φιρτινίδης τους έστειλε εκεί. Ευθύνομαι εγώ και μην φοβάσαι…!>>
Ο Σπύρος επέστρεψε, βρήκε τον καπετάν Ευκλείδη και του εξομολογήθηκε, πως οι Ιμερίτες λιποψύχησαν και μονάχα ο Φιρτινίδης εφάνη πραγματικός άνδρας εις λόγια και έργα.
Είναι εντυπωσιακό για τον ποντιακό πολιτισμό ,να αναβιώνει αρχαία ήθη και έθιμα μετά χιλιάδες χρόνια από την οργή του Ικέσιου Δία, του σπλαχνικού θεού, που τιμωρούσε όποιον δεν συμπονούσε τα δάκρυα των ικετών. Οι ικέτες της Σάντας προσέφυγαν στο μοναστήρι του θεού της Ίμερας ζητώντας προστασία αλλά ο οίκος του θεού απάντησε αρνητικά.. ‘Όπως και το απομονωμένο χωριό Φραγκάντων αρνήθηκε τη βοήθεια .Το ίδιο έπραξαν οι Ιμερίτ’ και οι Κρωμέτ’. Ο μόνος που προσφέρθηκε χωρίς ενδοιασμούς και όρους να τους δώσει απλόχερα ασυλία και προστασία, φροντίδα και φύλαξη ,θέρμανση και τροφή ήταν ο σεβάσμιος δάσκαλος της Λυκάστης, Παπαδόπουλος Σπύρος, γιος του παπά Αδάμ.. Ο Σπύρος δεν μπόρεσε να αρνηθεί, γιατί γνώριζε πως προστάτης των Ικετών ήταν ο ίδιος ο Δίας, ο ίδιος ο Χριστός του ευαγγελίου, που διέσωσε την μοιχαλίδα από τους δολοφόνους . Τους πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη στο σπίτι του και μπροστά στην ιερή εστία ( το παρακαμίν) τους κάθισε στρογγυλά (τσάρχα) και τους έδωσε την υπόσχεση, ότι μέχρι να ανέβουν στο καράβι της ελευθερίας θα είναι δίπλα τους προστάτης και άγγελός τους…!
Ο Σπύρος, ένας πολυμαθής λόγιος, γνώριζε, πως η ικεσία ήταν η υπέρτατη πράξη θέωσης γι’ αυτό στον Όμηρο άνθρωποι και Θεοί δεν αρνήθηκαν ποτέ την ικεσία.. Ο ικετευόμενος είναι ο σωτήρας, ο υπερασπιστής του μεγάλου ιδανικού της ζωής…
Και μόνον τότε, όταν ο καπετάν Ευκλείδης διασφάλισε την προστασία του Σπύρου σηκώθηκε έσκυψε υποτακτικά στον ικετευόμενό του και του ανταπόδωσε την ευαρέσκεια. Σηκώθηκαν, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν οι δύο άντρες( ικέτης και ικετευόμενος), μπροστά στην εμπροστία (Ιερή εστία) και πήγαν να ξαποστάσουν στο σπίτι του Σπύρου, στην άκρη του χωριού.
Ξημερώματα της 5ηη Ιανουαρίου ένας φύλακας του Ευκλείδη παρατηρεί με τα κιάλια του ένα άγημα του τουρκικού στρατού να έρχεται από το Παρτίν προς την Λυκάστ’ . Οι αντάρτες σφίγγουν τα όπλα στα χέρια και παίρνουν θέση μάχης περιμένοντας με κομμένη την ανάσα.. Ας διαβάσουμε τη συνέχεια από τα απομνημονεύματα του Κουρτίδη.
ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ : Στις 5 του Γενάρη τουρκικός στρατός ήρθε κάτωθεν του χωριού Παρτίν, δια να πηγαίνει εις Ίμεραν. Ένας αξιωματικός με μερικούς στρατιώτες εχώρισε δια τον δρόμον προς Λυκάστ’, αλλά λίγο άνωθεν της γέφυρας, όπου το μέρος ήτο απότομον και κρημνώδες και είχε νερά παγωμένα στο δρόμον, δεν μπόρεσε να περάσει με το άλογό του και γύρισε και αυτός προς την Ίμεραν.. Την επομένη μάθαμε, πως έκαναν έρευνα εις διάφορα σπίτια της Ίμερας και άρπαξαν ό,τι καλά και τιμαλφή είχαν. Δεν μπορέσαμε να μείνουμε πια άλλο μέσα στο χωριό , ενώ έξω είχε χιόνι πολύ και κατ’ ανάγκην ανεβήκαμε προς το βουνό, όπου είχε ένα παρχάρι και είχε μία καλύβην στεγασμένην, η οποία απείχε του χωριού μίαν ώραν.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: Ο στρατόν εκείνα τα ημέρας επένεν κ’ έρχουτον ‘ς εμέτερα ‘κες… ο πατέρα μ’ επήεν, λέει την μάνα μ’ << Ελένη, ντο θα εφτάμε με τα παιδία ..το απόσπασμαν, άμον ντ’ ελέπω, θα έρται αδακές..>> Αποφάσισαν να πέρνατς και πάνε απάν ‘ς σα καλύβια τη Λυκάστ’ . Ο καπετάν Ευκλείδης τον λόγον ατ’ ‘κ’ έκλωσεν. Εσκώθεν, επέρεν τα παληκαριά τ’ και μ’ έναν σύνδεσμον π’ εδέκεν α’τς ο πατέρα μ’ ‘ς σο κιντίν απάν’, επήεν ους τα καλύβια.<< Καθέστεν αδά ους να πάει χάται το απόσπασμαν>> είπεν ατς.. Εθαρρείς τύχην είχαν. Τρία ώρας υστερνά έρθεν το απόσπασμαν, εκλώστεν όλια τ’ οσπίτια κι επ’ εκεί έρθαν και ‘ς σ’ εμέτερον …Ο πατέρα μ’ με τ’ έναν γέλος εκαλοσώρτσεν α’τς κ’ επέρεν ατς απές σ’ οσπίτ ‘.Οι γυναίκ’ έσπαξαν κοσάρας ,έστρωσαν, εφάσαν κ’επότσαν α’τς κ’ εσκώθαν έφυγαν με το καλόν…
-ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ Κ.: Φορτωθέντες μαζί μας και οι γυναίκες και τα παιδιά ξύλα, κάρβουνα, στρώματα εφθάσαμε στην καλύβα, αλλά ήτο γεμάτη από χιόνι , διότι δεν είχε πόρταν . Με τα χέρια και με ξύλα αδειάσαμε το χιόνι και εμείναμε εκεί, αι δε γυναίκες εγύρισαν προς το χωριό. Την άλλη μέρα, 7 Ιανουαρίου, νύχτα ήρθαν αι γυναίκες φέρνοντας φαγί ζεστόν και κάρβουνα και μας είπαν ότι οι Ιμεραίοι ειδοποίησαν να φύγουμε για την Ελλάδα αμέσως..!
Έκλαιγαν αι γυναίκες ,ενώ μας έλεγαν αυτά, διότι έξω η ανεμοθύελλα εμαίνετο και ήτο αδύνατον να φύγεις πουθενά. Και αν ακόμα ο στρατός μας ανακάλυπτε εκεί ήτο αδύνατος η φυγή μας και αποφασίσαμε να πεθάνουμε εκεί, πολεμώντας μέσα από την καλύβα , διότι δεν υπήρχε άλλη λύσης. Αι γυναίκες πάλι έφυγαν για το χωριό . Δεν ήρχετο ύπνος στα μάτια μας από το κρύο, διότι κάτω το έδαφος ήτο υγρόν και παγωμένον και απ’ έξω ο αέρας εμαίνετο και φωτιά είχαμε μόνο λίγα κάρβουνα στο μέσον, όσον να ζεστάνομε τα χέρια μας. Πόσον τώρα εμακαρίζαμε εκείνους, που σκοτώθηκαν και γλίτωσαν από τα βάσανα αυτά…
Στις 8 Ιανουαρίου το βράδυ περίμενα στην ορισμένη ώρα να έρχονται αι γυναίκες αλλά δεν εφάνησαν πουθενά …Αργά τα μεσάνυχτα ακούσαμε το χιόνι έξω να τρίζει από πατήματα ανθρώπων και αμέσως ετοιμάσαμε τα όπλα, διότι νομίσαμε, ότι θα είναι στρατιώται, οίτινες ανάγκασαν τους κατοίκους και υπέδειξαν το μέρος μας. Όταν όμως βγήκαμε έξω δύο τρεις, βλέπομε τον Σπύρο με τας γυναίκας να έρχονται…Καταλάβαμε ότι κάτι σοβαρόν συμβαίνει και τον ερωτήσαμε…Μας είπε: μη φοβάστε ο στρατός σήμερα έφυγε. Αλλά ήρθαν άλλοι δύο αξιωματικοί, οίτινες έφερον διαταγήν από την Τραπεζούντα εντός τριών ημερών να ετοιμαστούμε και να φύγομε, διότι ελληνικά πλοία έφτασανε εκεί δια να μας πάνε στην Ελλάδα, κατόπιν της αποφανθείσης ανταλλαγής των πληθυσμών.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: Επέρασαν δύο τρία ημέρας ,οι Σαντέτ’ εκατήβαν από παν’ ας σα καλύβια, γιατί έρθεν η διαταγή για να σκούμες, φεύομε ‘ς σην Ελλάδαν. Οι Τούρκ’ έφεραν ‘ς σο Λυκάστ 17 άλογα για να παίρνε μας και παν’ ‘ς σην Τραπεζούνταν. Δεκαεφτά άλογα είχεν ο πατέρα μ’ απές ‘ς σο μαντρίν. Εκειαπάν ‘ς σ’ άλογα εφόρτωσαμ’ όλια τα πράματα και τα ποχτσάδας οι Λυκαστέτ για να αχπάσκουνταν και φεύνε .
Ο Καπετάν Ευκλείδης συναντήθηκε για τελευταία φορά με τον Σπύρο και συζήτησαν τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθούσαν να πάνε στην Τραπεζούντα να μεταμορφωθούν σε ανώνυμους πολίτες και να διαφύγουν με τους άλλους συμπατριώτες τους στην Ελλάδα.
Ο Σπύρος συμφώνησε με το σχέδιο του Καπετάν Ευκλείδη και του υποσχέθηκε, ότι μόλις πάει στην Τραπεζούντα ,η πρώτη του δουλειά είναι να επιδώσει σημείωμα στον Σανταίο Λάμπρο Λαμπριανίδη, βουλευτή τότε της κυβέρνησης Παπαναστασίου και μέλος της κεντρικής επιτροπής ανταλλαγής. Ο Λαμπριανίδης ήταν φίλος του Σπύρου, γιατί και ο Σπύρος ήταν στέλεχος του Παπαναστασίου. Ο καπετάν Ευκλείδης έβγαλε από τον σάκο του και έδωσε στον Σπύρο τρία τέσσερα βιβλία με την παραίνεση, όταν με το καλό θα φθάσει στην Ελλάδα να τα παραδώσει στους οικείους του.. Οι αντάρτες ενημέρωσαν τον Σπύρο ότι μέχρι έξω από την Τραπεζούντα θα πάνε με τον οπλισμό τους.. Έδωσαν ραντεβού σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι της Τραπεζούντας με τον Σπύρο. Αγκαλιάστηκαν με συγκίνηση ευχήθηκαν καλή τύχη και ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο. Ο μεν Ευκλείδης με τα παλικάρια του πήρε το δύσκολο δρόμο για την Τραπεζούντα μέσα από τα απάτητα και χιονισμένα βουνά, ενώ ο Σπύρος με τους Λυκαστέτες τον ομαλό δρόμο για την Αργυρούπολη- Τραπεζούντα. Έσφιξαν τα χέρια και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο ΄΄καλή τύχη΄΄.
-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ : Ο καπετάν Ευκλείδης είπεν τον πατέρα μ’ ‘ς σο τάδε οσπίτ’ ΄ς σην Διαφνούνταν θα έρχεσαι να ευρήκς ‘μας. Εμείς εκεί θα αναμένομέ ‘σεν για να συζητούμε με ποίον τρόπον θα επορούμε και φεύομεν και εμεις. Οι Λυκαστέτ’, αρ’ άμον ντ’ έφτασαν ‘ς σην Τραπεζούνταν ,΄ς ση Παρασκευά το Χάν ‘ξέζεψαν τ’ άλογα κ’ εκατήβασαν’ τα πράγματα. Ο πατέρα μ’ αγληγορεί .Οι Σανταίοι είχανε και πολλούς Τούρκς ΄΄ φίλους.΄΄ Άμον ντ’ εσέβαμε ‘ς σην Τραπεζούνταν ένας Τούρκος, σύνδεσμος των Σανταίων, έρθεν επίασεν τον πατέρα μ’ και λέει ατον, μερ είναι οι Σαντέτ’ να πάει και ευρήκ’ α’τς.
Ο πατέρα μ’ άμαν λέει τη μάνα μ’ : Εσύ δέβα απές τέρεν τα πράγματα και τα μωρά εγώ έχω έναν δουλείαν : Έτρεξεν αγληγορετά, επήεν εύρεν ατς. Άμον ντο είδεν α’τς ζωντανούς εχάρεν ..Ο καπετάν Ευκλείδης εκατήβασεν το κιφάλ’ στεναχωρημένος, εκλώστεν λέει ατον: ΄΄Σπύρο, εγροίξαν ντο είμες οι Σαντέτ και φοούνταν. Κανείς ‘κι κλώσκεται να τερεί ‘μας…΄΄ Ατότε είπεν ατόν ο πατέρα μ’ : << Ξάι μη στεναχωρεύκουστουν, όντες θα έρται η ανταλλάξιμος επιτροπή (ήταν ακόμα στη Σαμψούντα), τα πρώτα χαρτία (διαβατήρια) τ’ εσέτερα θ’ εβγάλω για να επορείτεν και φεύετεν..>> Επήεν να ευρήκ’ την επιτροπήν και να εφτάει τα χαρτία τουν με τον Λαμπριανίδην και τον Πασαλίδην.. Ούς να εφτάει τα χατία τουν οι Σαντέτ επροδώθαν ..!! και πώς επροδώθαν ..,.! Ο Ευκλείδης εδέκεν το πιστόλ ν ατ’ ‘ς σ’ έναν φίλον ατ΄τούρκον καπετάνιον. Το πιστόλ’ πα επίασαν απάν ατ’ και ας σου εντώκαν- εντώκαν εμαρτύρεσεν ο Τούρκον και έρθαν επίασαν α’τς. ( Ο Χρήστος μιλάει για πιστόλι και ο Κουρτίδης για ταπακέρα του Σπυριδόπουλου.) που παρέδωσε στον τούρκο Γιακούμπ Ζουλούμογλου.)
-ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: Ο Γιακούμπ Ζουλούμογλου δέρνεται ανελλιπώς δια να ομολογήσει. Ομολόγησε λέγων ότι γνωρίζει και το μέρος, που βρίσκονται . Τον έφεραν στο σπίτι και βρέθηκαν τα όπλα μας.. και κατεβάσαντες αυτόν εις την Τραπεζούντα ,ήλθε και υπέδειξε το μέρος μας και αυτός επίσης εκλείσθη στη φυλακή. ( ο Χρήστος ίσως, δίνει βαρύτητα στην ανακάλυψη του όπλου του Καπεάν ευκλείδη και όχι στην ταπακέρα του Α. Σπυριδόπουλου.)
-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Χ. Με τους οχτώ ,που επίασαν, έτον και ο Καπετάν Ευκλείδης. ‘Σ ση στράταν ‘ς σο Ουζούν σοκάκ τη Τραπεζούντας, εγομώθεν ο κόσμον να ελέπ’ τα άγρια θερία, τοι Σαντέτς που παίρνατς και πάν ‘ς σον Βαλήν ‘ς σο Διοικητήριον. Βελόν να εσύρνες ‘κ’ ερούζ’νεν… Εν τω μεταξύ η επιτροπή εκείνο την ημέραν εριάστα έρθεν ‘ς σην Τραπεζούνταν με τον ελβετόν τον πρόεδρον, επήεν ‘ς σον Βαλήν και είπεν ατόν: <<Τέρεν αν σκοτώνετεν τοι Σαντέους, εννέα χιλιάδες Τουρκ’ ‘κι θα κλώσκουνταν ας σην Ελλάδαν ….! (μιλάει Ελληνικά.). Δεν θα τους πειράξετε, θα τους έχετε υπό την προστασία σας…! ΄΄όπως και δεν τους πειράξανε….>>
Ο Σπύρος όταν είδε ότι η επιτροπή ανέλαβε την υπεράσπιση τους, ανέβηκε με τους άλλους Κρωμναίους στο παπόρι ΄΄ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ΄΄΄και μετά 14 ημέρες έφτασε στο Καραπουρνάκι της Καλαμαριάς. Πάνω στο παπόρι γεννήθηκε η μικρή του κόρη, που την ονόμασε Γαλήνη λόγω της γαληνεμένης θάλασσάς που επικρατούσε, εκείνη τη στιγμή. ( μαρτυρία Στέλιου Γκαλά, γιου της Γαλήνης). Στα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, στην καραντίνα στο Καραπουρνάκι έρχονταν κάθε λίγο κα λιγάκι οι Σανταίοι συγγενείς και ρωτούσαν για την τύχη των ανταρτών… Ο Σπύρος με γαλήνια φωνή γεμάτη αισιοδοξία τους καθησύχαζε λέγοντάς τους: <<Μη στεναχωριέστε, έχω την διαβεβαίωση της επιτροπής, ότι δεν θα τους πειράξουν και με το επόμενο καράβι θα επιστρέψουν.>> Ο Σπύρος έκρυψε ευλαβικά τα χειρόγραφα ημερολόγια των ανταρτών 3-4 τόμους, τα είχαμε μέσα στα στρώματα κρυμμένα και άλλα πράγματα δικά τους και τα Ιερά λείψανο τον καρπό του πατέρα του, που σαν άλλος Αινείας τα ξέθαψε και τα πήρε μαζί του .Κάποια στιγμή, όταν ήρθαν οι συγγενείς των ανταρτών, ο Σπύρος έβγαλε τα πολύτιμα βιβλία και τα προσωπικά αντικείμενα ορολογία κ.τ.λ. και τα παρέδωσε στους οικείους εκπληρώνοντας την υπόσχεσή του. Μετά από παρέλευση κάποιων ημερών ήρθανε και οι εννέα αντάρτες, οι τελευταίοι ελεύθεροι Έλληνες και εγκαταστάθηκαν στην Νέα Σάντα του Κιλκίς..
Υ.Γ ο Σπύρος στα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς αρρώστησε μαζί και ο γιος του Αδάμ. Ο γιος του πέθανε μετά από ένα χρόνο. Με πονεμένη την καρδιά αναζήτησε καταφύγιο σ’ ένα ορεινό μέρος και ήρθε στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας που είχε καλό κλίμα.. Έγινε διευθυντής του πρώτου Δημοτικού Σχολείου του Ανατολικού.. Μετέφερε από το Σχολείο της Κρώμνης πολλά βιβλία.. τα οποία δεν διασώθηκαν.. Το Μεταξικό σύστημα της χώρας τον έθεσε σε δυσμένεια και τον μετέθεσε στο μακρινό Δρέπανο, λόγω των σοσιαλιστικών του αρχών. Χαρακτηρίστηκε για την εποχή του από τους πιο πνευματώδεις εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα . Για την ευφράδεια του λόγου του και την διορατικότητά του έχουν λεχθεί πολλά. Το πιο σημαντικό ήταν ότι σ’ έναν πολιτικό του λόγο προέβλεψε τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο λίγο πριν πεθάνει λέγοντας: << Ότι σε αυτόν τον πόλεμο το αίμα θα χυθεί μέχρι ένα δαμάλι και αμέσως μετά η κίτρινη φυλή θα επικρατήσει…!>>
Ο Σπύρος ,πέθανε δύο χρόνια αργότερα το 1939, από την επάρατο, σε ηλικία 50 χρονών, ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο ΄Β παγκόσμιος Πόλεμος..
Ο Καπετάν Ευκλείδης έπεσε από το κάρο και σκοτώθηκε άδοξα το 1937