Το πρώτο Φεστιβάλ με τίτλο «Μέρες Θεάτρου» που διοργανώνει το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη αυτές τις ημέρες στην Κοζάνη αλλά και στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Η υπερκάλυψη αρμοδιοτήτων δεν είναι κάτι καινούριο στην χώρα μας, για αυτό θα επιτραπεί και στον υπογράφοντα, νυν αντιπρόεδρο του ΔΗΠΕΘΕ να συνεχίσει εδώ τις κακές παραδόσεις και να κάνει έναν κριτικό απολογισμό των μέχρι τώρα παραστάσεων. Ακόμη κι αν αυτό είναι κάπως άκομψο, κάποιος οφείλει να γράψει σε κάθε περίπτωση για το γεγονός που ίσως – και το ελπίζω – αποδειχθεί ιστορικής σημασίας. Ας επιτραπεί λοιπόν το παρακάτω ακόμη κι αν θεωρηθεί προπαγανδιστικό ή αδόκιμο κείμενο.
Το Φεστιβάλ ξεκίνησε με το έργο «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου», μια σόλο παρουσίαση της Ελένης Ουζουνίδου, σκηνοθετημένης από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο σε παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Συμβολική ίσως η επιλογή ενός έργου του οποίου ο συγγραφέας Κώστας Σωτηρίου είναι εν ζωή. Θέμα του έργου η μοναξιά ενός συμπαθητικού αλλά ψυχαναγκαστικού χαρακτήρα που καταλήγει, όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης-σε ένα «άγριο περιθώριο». Το πολιτικό περιβάλλον που παράγει τέτοια άγρια περιθώρια ήταν το θέμα του δεύτερου έργου «Δάφνες και Πικροδάφνες» των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά που παρουσιάστηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Ο κ. Γκόνης είναι ένας βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος του πνεύματος και αυτό αποτυπώθηκε στον σκηνοθετικό σχολιασμό του κειμένου. «Ναι σε όλα» ακούστηκαν οι τελευταίες μακάβριες και τελεσίδικες λέξεις, εμμονικά και σχεδόν διαστροφικά μετά από ένα burlesque κουαρτέτο πολιτικάντικης μηχανορραφίας με το οποίο δυστυχώς όλοι οι θεατές ήμασταν λίγο πολύ εξοικειωμένοι. Είναι δύσκολο ένας σκηνοθέτης να θέσει ερωτήματα στο ακροατήριο που είναι παράλληλα ερωτήματα για το ακροατήριο και όντως η παράσταση κατάφερε ακριβώς αυτό το αμφίσημο έμβλημα.
Δύο παραστάσεις που περιόρισαν την σκηνή θεατρικά ήταν η «Οδύσσεια» της ομάδας patari project σε σκηνοθεσία της Σοφίας Πάσχου και «If only» της ομάδας cake tree theatre σε σκηνοθετική επιμέλεια του ίδιου του συνόλου. Στην πρώτη περίπτωση ο χώρος της Οδύσσειας περιορίστηκε σε μια σχεδία, όπου οι ηθοποιοί παρουσίασαν το δράμα του έπους σε συμπυκνωμένο χρόνο και ελάχιστο χώρο. Η αθλητικότητα και το δεξιοτεχνικό του πράγματος οι σαφείς παράμετροι – το ευτυχές όμως ήταν πως η εντύπωση δεν ήταν το ζητούμενο ή ο προορισμός του έργου: υπήρξαν αναλαμπές ιδιοφυΐας και στιγμές αφέλειας που συνέθεσαν κάτι το ιδιαίτερα αξιόλογο σε αυτήν ίσως την χαρακτηριστικότερη δυνατή περίπτωση tableaux vivants. Στην δεύτερη περίπτωση, η «Χιονάτη», ένα γνωστό σε όλους παραμύθι παρουσιάστηκε χωρίς λόγια-ή μάλλον χωρίς την άρθρωση λόγων από τους ηθοποιούς. Εδώ οι αισθητικές επιλογές ήταν κάπως συγκεχυμένες: ο κόσμος των αδελφών Γκριμμ συνδυάστηκε με τον επικοινωνιακό διάκοσμο του βωβού κινηματογράφου, με την ηχογραφημένη Βορειοαμερικάνικη δημοφιλή μουσική των αρχών του 20ού αιώνα, με το ταγκό, με μεσογειακούς μανιερισμούς, με κινησιολογία από τον χώρο των κινούμενων σχεδίων και μικρές δόσεις σεξουαλικού innuendo. Όλα αυτά ενίοτε συντονίστηκαν, περισσότερο όμως αδίκησαν το ταλέντο και τις δεξιότητες των ηθοποιών που ίσως να μην βοηθήθηκαν από την μικρή προσέλευση του κοινού.
Η πιο γοητευτική όμως στιγμή του Φεστιβάλ μέχρι στιγμής προήλθε από την δραματοποίηση του έργου του Παπαδιαμάντη «Οι έμποροι των Εθνών» από την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την ομάδα θεάτρου ΟΠΕRA και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή. Τα κείμενα του Παπαδιαμάντη έχουν υποφέρει από εκατοντάδες λαϊκές και λόγιες εκδηλώσεις, σχολικές και πολιτικές ομιλίες, ακαδημαϊκούς εξευτελισμούς, ημερίδες, εσπερίδες και νυχτερίδες κάθε τύπου, εκφυλισμούς παντός είδους – είναι λοιπόν μεγάλη η χαρά να βρίσκεται κανείς ξαφνικά σε έναν κόσμο που σέβεται τη γλώσσα του συγγραφέα και κυρίως το περιεχόμενό της, τα αφηγηματικά τόξα των οικουμενικών χαρακτήρων και τις προσόψεις και απόψεις των εμπνευσμένων ιδεών. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε στους Εμπόρους των Εθνών μια φτωχεμένη αλλά αγιογραφημένη Ιλιάδα, με φόντο το ύστερο, Ελληνικό Βυζάντιο που απειλείται και με γνώμονα την ιστορική μνήμη των Ελλήνων της δικής του εποχής – ενώνοντας τρεις εποχές και τρεις κύριους χαρακτήρες. Το έργο του είναι η αποστεωμένη μνήμη ενός ολόκληρου λαού και σήμερα, που ο λαός αυτός ζει σε πλήρη αμνησία, η παράσταση αυτή ήταν μια μικρή αναλαμπή, ροδόσταμο από μακρινές και γνώριμες λέξεις και φωνές, «εξαίσιος θίασος» που πολύ λείπει δυστυχώς. Εξαιρετικός ιδιαιτέρως ο κ. Αβαρικιώτης ως Ιωάννης Μούχρας, ως μορφή και μόρφωση δηλαδή της αδικίας, αμνησίας και μετάνοιας του χαρακτήρα στον οποίο ακουμπάει ο Παπαδιαμάντης για αφετηρία και κατάληξη. Η παράσταση αυτή ανήκει στις διεθνείς αυλαίες κι αν η κρίσιμη δραματοποίηση του κειμένου δεν περιλαμβάνει το καθαρτήριο τέλος στην αυθεντική μορφή του, έγινε παρ’ αυτά ευαίσθητα και ποιητικά από την Έλσα Ανδριανού. Ευχόμαστε κάπως αυτή η Ελλάδα να έχει θεατή τον κόσμο στη μεγάλη ακτίνα της, παρά να γίνει η ίδια το θέαμα μιας αδιάφορης και μέτριας ακτίνας.
Στον αντίποδα αυτής της εξίσωσης, ο άλλος κλασσικός που παρουσιάστηκε ήταν ο William Shakespeare, στο έργο του «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» από τη νεανική ομάδα «Ιδέα». Στο προοίμιο ζητήθηκε ρητά από τους θεατές να αποπέμψουν κάθε σοβαροφάνεια για να απολαύσουν την παράσταση, όμως φοβάμαι πως αυτό δεν αρκούσε. Πέρα από το προφανές της εντυπωσιακής γυμναστικής δεξιοτεχνίας των δύο ηθοποιών και τον μεγάλο ενθουσιασμό τους, η έλλειψη κατανόησης του κειμένου, της εποχής του αλλά και της εποχής μας, η υφολογική φλυαρία ετερόκλητων αισθητικών στοιχείων, οι αδιάλειπτες ασκήσεις καρικατούρας και η «επιθεωρησιοποίηση» του δράματος κακοποίησαν το κείμενο με μόνη πρόφαση την στυλιστική προσαρμογή του. Οφείλονται αυτά ίσως στη νεότητα των συντελεστών και την έλλειψη σκηνοθετικής καθοδήγησης. Η ίδια η επιλογή όμως του έργου οφείλεται σε σφάλμα εκτίμησης. Η ομάδα θα κάνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στο μέλλον και θα διαψεύσει την κακεντρέχεια αυτής της παραγράφου – ειδικά αν αφήσει τον Shakespeare κατά μέρους μέχρι να τον μελετήσει – το ταλέντο της έγινε απόλυτα αντιληπτό από ένα μεγάλο σε μέγεθος και θερμό ακροατήριο. Όμως η έντονη διάθεση μετεφηβικής αντι-ερωτικότητας και άστοχων/άτσαλων αποδομήσεων των στιγμών σε ένα έργο που υμνεί διαχρονικά και με τον πιο συγκινητικό τρόπο τον νεανικό έρωτα ήταν ατυχής και δημιουργεί κοινωνικά ερωτηματικά. Πρέπει λοιπόν κανείς στην αποφορτισμένη φράση του ρεπερτορίου «you kiss by the book» να προφέρει καθαρά «k» και όχι« p». Τέλος, πλην των δύο ηθοποιών, τη μουσική υπόκρουση (ή παράκρουση) παρείχε ο επί σκηνής μουσικός με την βοήθεια του Εσθονού συνθέτη Arvo Pärt, του οποίου η ηχογραφημένη μουσική έκλεισε την παράσταση θεραπευτικά. Ελπίζουμε με την σύμφωνη γνώμη του αν και το θεωρούμε απίθανο!
Με κάθε σεβασμό λοιπόν στην ομάδα «Ιδέα» που προφανώς εργάστηκε σκληρά για να δώσει στον κόσμο αυτό που χρειάζεται, δηλαδή τέχνη (άλλωστε το κοινό μάλλον διαφώνησε μαζί μου), η κριτική εδώ θα είναι επί ίσοις όροις, επειδή οι δυνατότητες της ομάδας είναι μεγάλες και επειδή ο απολογισμός αυτός είναι κριτικός και όχι διαφημιστικός. Οι θεατές της Κοζάνης υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι υψηλών απαιτήσεων και δεν υπάρχει λόγος να γίνονται παραχωρήσεις. Τις επόμενες εβδομάδες ακολουθούν πολλές ακόμη παραστάσεις στην Κοζάνη και αλλού – τα προγράμματα είναι πλήρη και προσφέρουν όλες τις πληροφορίες, όπως και η ηλεκτρονική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ. Όποιοι παραστούν θα βγουν τελικά κερδισμένοι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Συνολικά, ο μέχρι στιγμής απολογισμός του Φεστιβάλ είναι ένα μεγάλο, πολιτικά ανόθευτο και εκ βάθους καρδίας «ευχαριστούμε και καλώς ήλθατε» στη νέα καλλιτεχνική διευθύντρια Ε. Δημοπούλου, η οποία μέσα σε λίγους μήνες δίνει το δημιουργικό στίγμα της στην πόλη της Κοζάνης και όχι μόνο. Βοηθοί της άνευ όρων οι γνωστοί μάχιμοι υπάλληλοι του ΔΗΠΕΘΕ και η πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Μ. Ηλικίδου σε όλους τους γνωστούς και άγνωστους διοργανωτικούς ρόλους. Το αποτέλεσμα των πρώτων εβδομάδων πέρα από τις παραστάσεις: έκθεση κοστουμιών στην κεντρική πλατεία, έκθεση της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας στο foyer της Αίθουσας Τέχνης, μια ολόκληρη «συμμορία» εθελοντών, που μεταμορφώνει τις παραστάσεις σε ιεροτελεστίες και πολλοί χαμογελαστοί άνθρωποι κάθε ηλικίας πέριξ της αίθουσας, οι οποίοι χωρίς το Φεστιβάλ αυτό ίσως να μην χαμογελούσαν τόσο.
Το Θέατρο, όπως όλα τα καλά πράγματα στη ζωή, δεν είναι μετρήσιμο: και αυτές οι Μέρες θεάτρου ευχόμαστε να είναι τελικά αμέτρητες.