Με την εκλογή της νέας κυβέρνησης, το Ενεργειακό Κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, έπεσε στη περιδίνηση της ραγδαίας απολιγνιτοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο εντύπωση προκαλεί το «μούδιασμα» της τοπικής κοινωνίας, στο άκουσμα των μετεκλογικών εξαγγελιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και των αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων. Το σύνολο σχεδόν των τοπικών θεσμικών οργάνων και εκπροσώπων τους, ακούν τις αποφάσεις της κυβέρνησης, με αμηχανία, παθητικότητα και μοιρολατρία.
Όπως πριν εβδομήντα περίπου χρόνια, έτσι και τώρα, η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας γίνεται αντικείμενο πειραματισμών, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον και τους κατοίκους της. Όταν τότε, η περιοχή στήριζε την οικονομική ανόρθωση της μεταπολεμικής Ελλάδας, με μόνο αντίτιμο την οικονομική «ευμάρεια» που προκαλούσε η βίαιη αστικοποίηση της (κι ότι αυτή επιφύλασσε), η τοπική κοινωνία – κατακερματισμένη από τον εμφύλιο – ήταν απούσα. Οι πλουτοπαραγωγικοί της πόροι υπόκειντο ραγδαία εκμετάλλευση χωρίς να λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Οι υποχρεώσεις που απορρέαν από τις επιπτώσεις της εκμετάλλευσης απωθούνταν στο απώτερο μέλλον. Δεν υπήρξε ουδεμία πρόβλεψη ανάπτυξης δομών ικανών να στηρίξουν την οικονομία της περιοχής μετά την εξάντληση των λιγνιτών. Οι δε εκπρόσωποι της αρκούταν στο ρόλο του απλού μεσολαβητή που τους επιφύλασσε το τότε κεντρικό σύστημα εξουσίας.
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, σα να μη έχει αλλάξει τίποτα. Το μέλλον της περιοχής αποφασίζεται, κατ’ αποκλειστικότητα, από κέντρα που είναι ξένα προς τα συμφέροντα των κατοίκων της. Η τοπική κοινωνία παραμένει αμέτοχη και απλός θεατής μπροστά στις εξελίξεις που της επιφυλάσσουν οι νέοι μάγοι του «Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας». Τα τοπικά θεσμικά όργανα και οι εκπρόσωποι τους σε ρόλο απλού διακομιστή κεντρικών αποφάσεων, κατά κανόνα ευνουχισμένοι από το σύστημα της κεντρικής εξουσίας, αδυνατούν να αρθρώσουν αυτόνομο λόγο και προτάσεις που να διασφαλίζουν τα δίκαια συμφέροντα της περιοχής. Το Ενεργειακό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας φαίνεται να εγκαταλείπετε στη τύχη του και οι διαχρονικοί υπαίτιοι βιάζονται να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους μ’ αυτό, με συνοπτικές διαδικασίες.
Δε χρειάζονται ιδιαίτερες ικανότητες, ούτε και φαντασία, για να αντιληφθεί κανείς το μέλλον αυτού του τόπου, αν δεν παρθούν ΤΩΡΑ οι σωστές αποφάσεις. Αν δε δρομολογηθούν ΤΩΡΑ οι λύσεις, που θα στηρίζουν την ανάπτυξη της περιοχής. Σχέδια, προτάσεις, απόψεις που εκφράζονται κατά καιρούς, μεμονωμένα ή συλλογικά, δεν μπορούν να αποτελούν από μόνα/ες τους λύσεις του προβλήματος, χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή και αποδοχή, της κοινωνίας και των εταίρων της. Χωρίς να εντάσσονται σ’ ένα γενικότερο σχεδιασμό, που θα στοχεύει στην ουσιαστική ανάπτυξη της περιοχής μέσα στο καινούργιο περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Τώρα, που άρχισαν να δρομολογούνται οι λύσεις, η τοπική κοινωνία οφείλει να ανασυνταχθεί. Να μαζέψει τις κατακερματισμένες δυνάμεις της, αυτές τουλάχιστον που δεν είναι ούτε χειραγωγούμενες, ούτε και ακρωτηριασμένες και να τις στοιχίσει απέναντι σ’ όλους αυτούς που απεργάζονται λύσεις χωρίς να την λαμβάνουν υπόψη.
Επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε, η τοπική κοινωνία να ενδιαφερθεί συντεταγμένα για το μέλλον της. Να σχεδιάσει και να συμφωνήσει πως θα είναι αυτό. Οι επιμέρους δυνάμεις της οφείλουν να αναζητήσουν ένα κοινό τόπο προτάσεων και δράσεων, που θα συγκλίνουν σε προσυμφωνημένους στόχους.
Πώς θα γίνει αυτό; Μα μέσα από ένα ανοιχτό, μαζικό και ισότιμο διάλογο.
Επιβάλλεται ΤΩΡΑ, να παρθούν πρωτοβουλίες συγκρότησης ενός οργανωτικού φορέα, που θα καλέσει, οργανώσει και επιμεληθεί ενός τέτοιου διαλόγου. Έργο του θα είναι, η συγκρότηση επιστημονικών επιτροπών που θα τεκμηριώνουν και θα κοστολογούν τις προτάσεις και τις αποφάσεις. Σ’ αυτόν θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν ΟΛΟΙ και χωρίς εξαιρέσεις. Η όποια εμπλοκή τους πρέπει να είναι ελεύθερη, χωρίς προϋποθέσεις και υποσημειώσεις. Οι αποφάσεις θα πρέπει να παίρνονται μέσα από ένα «διαρκές συνέδριο» της κοινωνίας και των εκπροσώπων της. Να είναι δεσμευτικές για τους συμμετέχοντες και να τις προωθούν αποφασιστικά σε κάθε αρμόδιο φορέα και κέντρο εξουσίας. Η σύνθεση του φορέα θα πρέπει να είναι ισότιμη και να περιλαμβάνει εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (όλων των επιπέδων), των θεσμοθετημένων Φορέων της Πολιτείας (επιμελητήρια κλπ), των διαφόρων συλλογικοτήτων (σωματεία, σύλλογοι κλπ) και τέλος μεμονωμένους πολίτες.
Καλό θα είναι, οι συλλογικότητες που πιστεύουν ακόμη στον ρόλο τους, να πάρουν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση αυτού του φορέα (πχ Ενεργειακοί Δήμοι, Συνδικαλιστικά Σωματεία κλπ). Άλλως, υπάρχει κίνδυνος να βρεθούν στη δυσάρεστη θέση η ίδια κοινωνία να τις ξεπεράσει και να βρεθούν πίσω της, ως ουραγοί…
Χρήστος Παπαδόπουλος