Υπό κανονικές συνθήκες θα έγραφα το παρόν, την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου. 33 χρόνια αφότου ο Μάνος Λοΐζος «πέταξε» από τη Μόσχα για τα επουράνια. Ωστόσο 3 ημέρες πριν το ριμέικ των εκλογών του 2015, θα ήταν δώρο – άδωρο, ένα τέτοιο γράμμα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο Μότσαρτ του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού μας. Έζησε μόνο ως τα 45, αλλά το έργο που άφησε μεγαλειώδες ως ποιότητα, σε σχέση με το βραχύ διάστημα που μεσουράνησε. Συχνά πρωτότυπος, μέσα στην απλότητα και την πολυπλοκότητα της φόρμας του. Κατάφερε να αυτονομηθεί μουσικά, όταν κυριαρχούσαν οι μελωδίες του Χατζιδάκι και τα επικά έργα του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου και πολλών άλλων μεγάλων συνθετών.
Ήταν Έλληνας της Κύπρου και της Ρόδου, που ωστόσο η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε να γεννηθεί στην θρυλική Αλεξάνδρεια (22 Οκτωβρίου 1937). Ήρθε στην Αθήνα το 1955, κουβαλώντας μαζί του καβαφική αύρα, μελωδίες της Ανατολής, βυζαντινές και παραδοσιακές μνήμες, τον ήχο ενός πλανόδιου βιολιστή της Αιγύπτου. Ο τελευταίος μάλλον, ήταν ο λόγος που ξεκίνησε στο Ωδείο με βιολί, αλλά συνέχισε με κιθάρα. Για σπουδές κατέφθασε, ταλανιζόμενος μεταξύ Φαρμακευτικής Σχολής, Ανωτάτης Εμπορικής και Σχολής Βακαλώ. Οι ανησυχίες και το έμφυτο χάρισμά του, δεν θα του επιτρέψουν να τελειώσει καμία σχολή. Θα λάβει τέλος, ωστόσο, η οικογενειακή υπομονή και φοιτητική χορηγία. Πλέον στη δεκαετία του 60΄ έχει οριστικά στραφεί στο τραγούδι. Το 1962, εκδίδει στην Philips το πρώτο του τραγούδι, το «Τραγούδι του Δρόμου», σε ελεύθερη απόδοση ποίησης του F. G. Lorca και ερμηνευτή τον Γ. Μούτσιο. Στην Ελλάδα τον αγγίζουν οι μελωδίες του Χατζιδάκι, αν και διαμορφώνεται εντός του Θεοδωρακικού Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ.), ιδρυτικό μέλος της τον ίδιο χρόνο. Εκεί θα γνωρίσει το 1963 τον ποιητή και στιχουργό Φώντα Λάδη, πολλούς μετέπειτα διάσημους καλλιτέχνες και την πρώτη του γυναίκα Μάρω Λήμνου. Παντρεύεται το 1965, από ένα γάμο που απέδωσε την κόρη τους Μυρσίνη (1966): Πες μου Μαρία, μήπως θυμάσαι, κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά, πρώτη Μαΐου όπως και τώρα και εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά. Σε αυτήν την δεκαετία, θυμίζει σε πολλά την πορεία του Σταύρου Κουγιουμτζή. Γράφει αρκετά τραγούδια, αλλά ηχογραφεί σκόρπια μέχρι το 68΄, ενώ πολλά τραγούδια αυτής της εποχής θα ηχογραφηθούν στην δεκαετία του 70΄.
Την εποχή του 60΄, στην βιτρίνα του Ελληνικού τραγουδιού, κυριαρχούν, αλλά και «σταμπάρονται» από την ασφάλεια τα πολιτικά αριστουργήματα του Μίκη Θεοδωράκη. Το «…από τις πενιές του Μιχαλάκη (του Θεοδωράκη δηλαδή)», στο περίφημο και λογοκριμένο «Δέκα παλικάρια», αποτυπώνουν μια εποχή και μια πολιτιστική δίωξη, η οποία είχε αρχίσει πολύ πριν το 67΄. Παράλληλα υπάρχουν τα πιο εύχαρα-«εκδρομικά» τραγούδια (παρόντα και στα έργα του Μάνου), όπως η «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» του Μίκη, τα εξαιρετικά ρυθμικά αλλά και πιο αργά αριστουργήματα του Ξαρχάκου και τα φεστιβαλικά και κινηματογραφικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίμη Πλέσσα. Αν θα δίναμε μια εικόνα για τον Λοΐζο της εποχής του 60΄, είναι πως θα ήθελε να γράψει τραγούδια όπως η «Πολιτεία» του Μίκη, αλλά ζώντας σε αβέβαιη οικονομική κατάσταση δίνει τραγούδια σε ταινίες όπως το «Μπετόβεν και μπουζούκια» του 1965 (και παράλληλα γράφει για το θέατρο) και «Τρούμπα 67΄» του 1967. Στην πρώτη ταινία ακούστηκε η πρώτη του επιτυχία, το «Καράβια αλήτες», ένα γλετζέδικο τραγούδι, με κοινωνική μελαγχολία και προβληματισμό. Το τραγούδι «Που να σε βρω», με επιρροές από τον κινηματογραφικό Ξαρχάκο, με τις μεταβολές σε ύφος και ρυθμό, υποδηλώνει την μεγαλοφυΐα του Λοΐζου που θα ξεδιπλωθεί τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο από εκείνη την ταινία, θα επιβιώσει το «Η δουλειά κάνει τους άντρες» με την Ελ. Ροδά. Θα ηχογραφηθεί, όμως, την επόμενη χρονιά με τον Δημήτρη Ευσταθίου και με την φωνή του κυρίως θα μείνει στη συλλογική μνήμη.
Της εποχής του 66΄, είναι τα λεγόμενα «Νέγρικα». Ένα έργο γραμμένο σε μια αμερικανοκρατούμενη Ελλάδα. Σε μια Αμερική που βομβάρδιζε όσες περιοχές δεν είχε μοιράσει με την Σοβιετική Ένωση και σε αρκετές πολιτείες της απαγόρευαν στους Αφροαμερικανούς να χρησιμοποιούν ίδια τουαλέτα, να κάθονται πριν καθίσουν οι λευκοί στα λεωφορεία και την Κου Κλούξ Κλαν να δραστηριοποιείται ανενόχλητη: «Μέσα στα δέντρα, μέσα στο σκοτάδι, φοράν κουκούλες άσπρες οι λευκοί». Ο Λοΐζος ετοιμάζεται να εκδώσει τον δίσκο ή τουλάχιστον παρουσιάζει σε συναυλίες τραγούδια από αυτήν την δημιουργία, μα τον βρίσκει η Χούντα στις 21 Απριλίου του 1967. Το έργο θα κυκλοφορήσει πολύ αργότερα, το 1975, σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη και ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη και Μανώλη Ρασούλη. Το νέγρικο περιθωριακό μπλουζ, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η εκτέλεση του John F. Kennedy, το ηθικό αμερικάνικο προτεσταντικό κήρυγμα σε μια ρατσιστική κοινωνία, διατρέχουν ως στίχοι και ως μουσική τα τραγούδια αυτά. Απαντούν ενορχηστρώσεις μπλουζ, αλλά και ηπειρώτικες πειραγμένες φόρμες. Όπως ορθά τονίζει ο Κ. Γανωσέλης, «ο Λοΐζος εμφανίζεται αρκετά καλαίσθητος με αυτήν την στιχουργική πρώτη ύλη» (Ισαάκ Σούσης: Μάνος Λοΐζος-Για μια μέρα ζωής, σ. 351).
Στην μεγάλη δισκογραφία θα εισέλθει το 1968, όταν ο Μάκης Μάτσας τον επιλέγει για τον πρώτο δίσκο της νέας εταιρίας του με την ετικέτα «ΜΙΝΟΣ». Ο Λοΐζος είχε μόλις επιστρέψει, από 6μηνη διαφυγή και παραμονή στο Λονδίνο. Είναι η πρώτη του συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ήδη επιτυχημένο, κυρίως με τον Ξαρχάκο, στιχουργό. Ο δίσκος αυτός είναι ο «Σταθμός». Η αρχή της δικτατορίας αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του Μάκη Μάτσα, δεν επέτρεπαν πολλές καινοτομίες. Ο συνθέτης θα κινηθεί σε αρκετά σημεία επηρεασμένος από τον Ξαρχάκο, ενώ ο στιχουργός σε λιγότερο πολιτικά πεδία. Θα τους οδηγήσει, πάντως, σε αρκετές επιτυχίες, αλλά μια πιο πεπατημένη οδό. Το «Δελφίνι-δελφινάκι» (αναφορά στο μύθο του Αρίωνα και της μουσικής που λογοκρίνεται προφανώς), το «Παλιό ρολόι», διαδίδονται, σε ένα δίσκο που έστω και έτσι λογοκρίνεται («Πίσω από την πόρτα το καρφί»). Τα τραγούδια μοιράζονται οι Γ. Καλατζής, Λίτσα Διαμάντη, Δ. Ευσταθίου και ο πρωτοεμφανιζόμενος την χρονιά εκείνη Γ. Νταλάρας.
Η ενασχόληση του με τον κινηματογράφο, αποδίδει οικονομικά πιο άμεσα σε σχέση με τα ποσοστά από τους δίσκους. Πλέον όμως το ταλέντο του, γίνεται γνωστό με ταχείς ρυθμούς. Έτσι το 1969 υπογράφει επιτυχίες στις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές «Η Νεράιδα και το Παληκάρι» (όπου και το «Νανούρισμα»), καθώς και το «Λεβεντόπαιδο» (όπου η Τζαμάικα), αμφότερα του 1969. Εδώ κλείνει η πρώτη του μουσικά περίοδος, όπου κινείται ανάμεσα στο πειραματισμό, οδηγούμενος προς την χειραφέτηση, ωρίμανση και το εμφανές πολιτικό τραγούδι. Συνεχίζεται…
Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr