Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται κυκλικά, όπως στα χρόνια του Ομήρου,
σύμφωνα με τους στίχους: 593-595 στη ραψ.Σ. της Ιλιάδας:
Δ.Η. Οικονομίδης, πόντιος λόγιος
Ο δημοτικός παραδοσιακός χορός υπήρξε διαχρονικά ο πιο περιεκτικός και δυναμικός τρόπος εκφράσης των ψυχικών χαρακτηριστικών ενός λαού.
Ιδιαίτερα στους λαούς της Μικράς Ασίας, που συμβίωσαν πολύ συνεκτικά μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής και οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο χορός και το τραγούδι διαμόρφωσαν τα πολιτισμικά και εθνικοτοπικά όρια της κάθε λαότητας.
Οι Έλληνες του Πόντου ιδιαίτερα διατήρησαν τη χορευτική τους παράδοση σχεδόν ανόθευτη και ανεπηρέαστη ,για τους ίδιους ιστορικούς λόγους, που διατήρησαν την γλώσσα και τη μουσική τους.
Το στοιχείο, που διέσωσε την αρχαιοπρέπεια της μουσικοχορευτικής αυτής έκφρασης, είναι το τρισυπόστατό της ,δηλαδή η τριπλή διάσταση, που εμπεριέχεται στο ποντιακό χορόδραμα, γιατί αυτό εμπεριέχει την κίνηση, τον ρυθμό και τη φωνητική μελωδία (τραγωδία).
Αυτή η τρισδιάστατη έκφραση του ποντιακού χορού αποκαλύπτεται από την πολύ γνωστή παροιμία: έξ’ ας σον χορόν πολλά τραγωδίας εξέρ’,
όπως επίσης και από το επίθετο (χοροντικόν), που συνόδευε πάντα τα τραγούδια: για πέει ‘μας έναν, δύο χοροντικά τραγωδίας ή την παρότρυνση: για παίξον έναν χοροντικόν τραγωδίαν.
Η πραγματικότητα για τους ποντιακούς χορούς είναι ότι όλοι συνοδεύονται από τραγούδι εκτός από τον πολύ γρήγορο ρυθμό του χορού τρομαχτόν.
Αυτό μας επιτρέπει σήμερα να διακρίνουμε, ποιοι είναι οι ποντιακοί χοροί, αφού μας είναι γνωστά αυτά τα τραγούδια, που συνοδεύουν τους ποντιακούς χορούς και ονομάζονται (χοροντικά τραγωδίας).
Ακόμα και ο Σέρα χορός συνοδεύονταν πάντοτε με τραγούδι, όπως μας επιβεβαιώνει ο πόντιος λόγιος Παντελής Μελανοφρύδης.
Την άποψη για τη συνταύτιση του ποντιακού χορού με το τραγούδι μας την καταγράφει ο επιφανέστερος των ποντίων λογίων Δ.Η. Οικονομίδης:
“Το χορό ρύθμιζε ο λυράρης με το τραγούδι της λύρας παίζοντας στο κέντρο του κύκλου των χορευτών και τραγουδώντας το τραγούδι, που συνόδευε τη μελωδία του μουσικού οργάνου”.
Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται και από όλους τους πόντιους λαογράφους της πρώτης προσφυγικής γενιάς.
Συμπερασματικά μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι όποιος ποντιακός χορός δε συνοδεύεται από τραγούδι τότε αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση ποντιακός..
Αυτό λοιπόν το τρισυπόστατο ή τριφυές ( κίνηση ,ρυθμός, τραγούδι), όπως μας το περιγράφει ο γάλλος κοινωνιολόγος του χορού, Ζακί Πρυνεντί, είναι ταυτόσημο με τις περιγραφές, που μας καταθέτουν οι αρχαίοι συγγραφείς, όταν αναφέρονται στις αρχαίες χορευτικές εκφράσεις και τελετουργίες.
Οι περιγραφικές προσεγγίσεις τόσο των παλαιότερων όσο και των νεότερων ερευνητών του ποντιακού χορού καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα, τα οποία απλά μπορούμε σήμερα να περιγράψουμε.
Ο χορός στην ποντιακή γλώσσα ορίζεται με τις λέξεις (χορόν), ο χορευτής (χοροντζής) και αυτός που αγαπάει πολύ το χορό (χοροντζέας).
Ο χορός (κίνηση σώματος πάνω σε ρυθμικό λόγο) στην αρχαία Ελλάδα ακολουθούσε τους ρυθμούς της λύρας και του αυλού, που βρίσκονταν στο κέντρο του χορευτικού κύκλου.
Αυτό προκαθοριζόταν από τις φραστικές παραινέσεις: γουρέψτεν τον χορόν , υιέψτεν, σ’ έναν ποδάρ’ , ‘ς σα γόνατα , ‘ς σα ποδαρομύτια. Στη συνέχεια, αφού πετύχαινε ο κινητικός συντονισμός και η ομοιογένεια , ακούγονταν οι επαινετικές εκφράσεις :
Άρ’ αέτς! ά! ατού πάν! έμορφα!
Η χορευτική διαδικασία ήταν μια συνολική, ομοιόμορφη και πειθαρχημένη προσπάθεια μιας συγκεκριμένης εθνικοτοπικής ομάδας με κοινά στοιχεία ιστορίας, πολιτισμού, θρησκείας ή γλώσσας. Στοιχεία προαπαιτούμενα για το χορευτικό χορογραφικό τελετουργικό.
Η συλλογικότητα προϋπόθετε τη χορευτική γνώση που με τη σειρά της απαιτούσε την
ομοιογένεια και την κοινωνική συνοχή της χορευτικής ομάδας.
Εγούρεψάμε τον χορόν, ελάτεν ούλ’, εμπάτεν,
ιέψτεν ‘ς σην καϊτέν απάν και έξ’ απές μη πάτεν.
Η φράση : ‘ς σον χορόν όντες εμπαίν’τα, αμον ντο χορεύνε οι άλλ’, θα χορεύς κ’ εσύ,
είναι απλά μια ηθογραφική απαίτηση, που διασφάλιζε και περιχαράκωνε την ιστορική ταυτότητα των ποντιακών χορών, που δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να αλλοιωθούν αλλά να διατηρηθούν ως ένα πολύτιμο και ιερό κληροδότημα.
Η κυκλικότητα των ποντιακών χορών και το χειροκράτημα από τις παλάμες των χεριών, μαρτυρεί την απόλυτη ταύτισή τους με τους αρχαίους χορούς.
Ο χορός ως ομαδική τελετουργία και έκφραση δημιουργούσε πατριωτικά και φυλετικά συναισθήματα, που εκφράζονταν με χαρά μέσα από το ίδιο το τραγούδι.
Ελάτεν ας χορεύουμε και κρατούμε τα χέρια,
εμάς πα ‘κι χωρίζ’νε ‘μας τουσμάν’ με τα μαχαίρια.
Ο χορευτικός τρόπος ,οι κινήσεις του σώματος. των ποδιών. των χεριών , η σωματική έκφραση και το ύφος των κινήσεων αποτελούσαν τους χορευτικούς κώδικες του ποντιακού χορού, που καταγράφηκαν ως βιώματα και εμπειρίες στο απώτερο παρελθόν του.
Πέραν όμως των βιωματικών απεικονίσεων των χορών υπάρχει και η λαογραφική τους περιγραφή μέσα στο λαϊκό στίχο, στον οποίο αναλύεται και περιγράφεται ο χορευτικός τρόπος, ( το χόρεμαν), όπου οι χορευτές εκτελούσαν τη χορευτική τους παράσταση: Εγούρεψάμε τον χορόν, χορέψτεν τούλα – τούλα,
Το επαναλαμβανόμενο ποντιακό επίρρημα τούλα-τούλα ( ήσυχα- ήσυχα) απεικονίζει το πνεύμα, μέσα στο οποίο θα πρέπει να λάβει χώρα η χορευτική διαδικασία, που ως τελετουργική και ψυχοσωματική θα πρέπει να γίνει με περισυλλογή, σοβαρότητα, σεβασμό και φρόνηση. Στον ποντιακό χορό δεν υπάρχουν στοιχεία αυτοπροβολής και υπερβατικότητας στα μέτρα και τις κοινές αισθητικές, που τον οριοθετούν.
Ο χορός είναι συλλογική συνομιλία των σωμάτων και των ψυχών και γι αυτό απαιτεί αυτοσεβασμό και ετεροσεβασμό. Τα μέτρα, οι κινήσεις και οι εκφράσεις είναι προκαθορισμένα από το μακρινούς φυλετικούς κώδικες και κανόνες.
Στο επόμενο τραγούδι η νεαρή ποντιοπούλα εξομολογείται στη μάνα της τα εξής:
Τέρεν ,μάνα, πώς χορεύω, τα ποδάρια μ’ άν’ ‘κι σ’κώνω
και την γην κατατρυπαίνω και τη σκύλλ’ τον γιον ‘κι παίρω.
Η ηθική και πανώρια κόρη του Πόντου δοκιμάζεται και κρίνεται πάνω στο χορό.
Και καθώς τα μάτια όλων είναι στραμμένα πάνω της, θα πρέπει η χορευτική της επίδοση να συμπορεύεται με το κοινώς αποδεκτό , γιατί αυτό είναι το σωστό και το πρέπον και αυτό κάνει. Χορεύει πειθαρχημένα, συνετά, όπως έλεγαν ( ‘ς σον τόπον), δεν κάνει έξαλλες και παραπανίσιες πηδηχτές και άσεμνες κινήσεις, (χορολαγκευτά).
Οι χορευτικές κινήσεις των ποδιών πρέπει να είναι μικρές χωρίς μεγάλο άνοιγμα και σήκωμα των ποδιών από το έδαφος, για να μπορούν να συντονίσουν το σώμα σ’ έναν διαρκή και έντονο χορευτικό παλμό. Όταν κάποια κοπέλα υπερέβαινε αυτούς τους κανόνες την συνέτιζαν λέγοντάς την: κ’ εντρέπεσαι και χορολαγκεύ’ς.
Στο δεύτερο ημιστίχιο η ποντιοπούλα χορεύτρια, αφού πειθαρχεί στον χορευτικό ηθικό κώδικα, αποκτά το δικαίωμα, ως καλό κορίτσι, να δηλώσει, ότι με τη δύναμη του χορού μπορεί να κατατρυπήσει τη γη αλλά αρνείται να πάρει αυτόν, που την προξενεύουν.
Οι χορευτές σχημάτιζαν τον απόλυτο κύκλο, που έδειχνε την αδιάρρηκτη κοινωνική και ανθρώπινη συνοχή της ομάδας. Στη χορευτική ομάδα δε χωρούσε καμία διάκριση φύλου ή κοινωνικής τάξης.
Οι άνδρες ήταν αυτοί, που έστηναν πρώτοι το χορό, αμέσως όμως έπρεπε με ευγενικό τρόπο να καλέσουν και τα κορίτσια να σηκωθούν. Αυτή η εκλεπτυσμένη συνύπαρξη των δύο φύλων σε όλους τους ποντιακούς χορούς με το σφιχτοκράτημα των χεριών και τη σωματική επαφή με τους ώμους, ήταν το στοιχείο, που διαφοροποιούσε τους ποντιακούς χορούς από τους τουρκικούς, κουρδικούς, αρμένικους, και γεωργιανούς χορούς.
Εγούρεψάμε τον χορόν κι όλια είμες παιδόπα,
ελάτεν κι εσείς, κόρτσοπα, κι όλια τα νυφαδόπα.
Η κοινωνικότητα του χορού απαιτούσε απαραίτητα τη μαζική συμμετοχή σ’ αυτόν .
Ο χορός (το χόρεμαν) ήταν μια γνώση, που μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά, απαραίτητη στην πνευματική και ψυχική ολοκλήρωση του κάθε ανθρώπου.
Ο καλός χορευτής (χορευτιάνος) ήταν συμπαθής και ευπρόσδεκτος από φίλους και τους συγγενείς. (Τ’ εμέτερον ο Κώστης καλός χορευτιάνος έν!.)
Γενικότερα επιβάλλονταν από το κοινωνικό στάτους όλοι να συμμετέχουν στη χορευτική διαδικασία, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση μιας συλλογικής ομαδικής αντίληψης..
Εσείς, που ‘κι χορεύετεν, σεϊρ’ πα ντο τερείτεν;
Ελάτε, εμπάτεν ‘ς σο χορόν, αρ’ όσον επορείτεν.
Η χορευτική ομάδα, εξαρτημένη απόλυτα από το λυρωδό ( κεμεντζετζή) χόρευε και ταυτόχρονα τραγουδούσε. Η ίδια διαδικασία όριζε και το χορό στην αρχαία τραγωδία, όπου απεικονίζεται το κυκλικό του χορού με τον αυλιστή (ζουρνατζή) στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Το ακόλουθο ποντιακό τραγούδι μας περιγράφει την ίδια χωροθέτηση των χορευτών στην σκηνή, τον τόπο δηλαδή του χορού ( χοροζάν ) ή ( χοροσόρ) που στον Πόντο τη σκηνή την υποκατέστησαν οι επίπεδες στέγες ( δρανία) ή τα επίπεδα αλώνια ( αλώνια).
Οι χορευτές κλείνοντας τον κύκλο είχαν τη δυνατότητα της ομαδικής οπτικής επικοινωνίας, αυτό διευκόλυνε ιδιαίτερα την ερωτική επικοινωνία μεταξύ των νέων, που αντάλλασαν ερωτικά μηνύματα με τα ποντιακά δίστιχα ( τραγωδίας):
Γαρσί γαρσί χορεύομε, τερούμε τ’ έναν τ’ άλλο,
ακόμαν έναν είπα ‘σε, θα λέγω ‘σε έναν κι άλλο.
Ο ερωτισμός που αναπτύσσονταν κατά την χορευτική συνύπαρξη, ήταν τόσο αμφίπλευρος, που πολλές φορές αρκούσε για να αναπτυχθεί μία ερωτική σχέση.
Κατά τη διάρκεια του χορού υπήρχε μία ηθική ανεκτικότητα, που διευκόλυνε τον υποψήφιο εραστή να ομολογήσει ακόμα και την αγάπη του προς την νεαρή χορεύτρια.
Χορός, χορός, καλός χορός, τ’ αρνί μ’ χορεύ ‘ς σο γιάν’ ιμ’,
Ατώρα, ντο εχόρεψα, επίασεν απάν ιμ’.
Στην ποντιακή γλώσσα συναντάται η προστακτική του δευτέρου αορίστου του ρήματος χορεύω, που παροτρύνει τις νέες γενιές να μυηθούν στο χορό και να εξωτερικεύσουν τα αχαλίνωτα συναισθήματα που τους κυριεύουν.
Χορέψετε, χορέψετε, γιασά, παιδία, γιάσα, εγάπ’ ν’ επαλαλούτωνε, ‘πιδιάβαινεν τα ράχια.
Ο χορός ήταν έκφραση ζωής, νίκης. Ήταν παράλληλα και ερωτική τελετουργία, όπου η δύναμη της αγάπης απελευθερωνόταν και μπορούσε να ξεπεράσει τα ψηλά βουνά.
Ο χορός με όλες του τις μορφές δεν μπορεί παρά να είναι ένα ανθρώπινο μεγαλείο έκφρασης, που μόνο με τις λέξεις ζήτω (γιασά) μπορεί να περιγραφεί.
Ίσως ο ποντιακός χορός να είναι μία σύγχρονη μηχανή του χρόνου που θα μπορέσει να μας μεταφέρει θεατές σε μια από τις τραγωδίες του Σοφοκλή.
Ακόμα μπορεί να αποτελέσει και το μίτο της Αριάδνης, που θα μας βγάλει στο ξέφωτο της μινωικής ηγεμονικής αμφικτιονίας…