-Μάνα – μάνα. Κοίτα ποιος έρχεται. Ο Τασούλς. Γεια σου Βε Τασούλ. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.
-Γεια σου, Κάκκο. Γεια σου, Χάμπο.
-Έλα Τασούλ. Ευκαιρείς να πιούμε έναν καφέ;
-Ευκαιρώ, Κάκκο, όμως κερνάω εγώ!
-Μα τι πράμα; Οικογενειακό σας είναι. Προψές τα ίδια και με το Γιώργο τον αδερφό σου. Φαγώθηκε να μην τον κεράσουμε. Καλά! Αν σου κάνει κέφι, κερνά εσύ. Κερνά να το ‘φχαριστηθείς.
-Βέβαια, Κάκκο. Πετράκη, τρεις καφέδες.
-Λοιπόν, Τασούλ, που πηγές. Χάθηκες!
-Ασ’ τα, Κάκκο, πήγα να δω για κάτι φυτά στη Σαλονίκη, Τέλος πάντων και συγχίστηκα. Καλύτερα να μη πήγαινα.
-Αμάν, βρε Τασούλ, έμπλεξες με κανέναν πονηρό;
-Όχι, Κάκκο. Όχι με πονηρό. Αν ήταν πονηρός, χαλάλι του. Αυτός ήταν κουτοπόνηρος. Αυτό είν’ το κακό, Κάκκο.
-Δηλαδή, για στάσου, το πονηρός είν’ καλό;
-Κοίτα, Κάκκο, εγώ καταλαβαίνω τι λέει ο Τασούλς. Ο πονηρός, ας πούμε, δεν είν’ κατά ανάγκη και κακός. Ας πούμε ο Οδυσσέας. Πονηρός δεν ήτανε; Τι ήτανε; Αλλά κοίτα τι κατάφερε με την πονηριά του.
-Άαα, αν το πας εκεί, Χάμπο…
-Ναι, Κάκκο. Μόνο του πάει εκεί. Έχει δίκιο ο Χάμπος. Ο Οδυσσέας με την πονηριά του κυρίεψε την πόλη που κανένας άλλος δεν μπόρεσε, επί χρόνια να πετύχει. Ο Δούρειος Ίππος. Η επιτομή της πονηριάς.
-Ναι, καταλαβαίνω, Τασούλ, αλλά και πάλι ο Οδυσσέας έκανε καλό στον εαυτό του και στους Έλληνες, αλλά η πονηριά του, μη ξεχνάμε, κατέστρεψε την Τροία.
-Αυτό ακριβώς, Κάκκο. Τουλάχιστον στον εαυτό του έκανε καλό! Ο κουτοπόνηρος, όμως, ούτε αυτό δεν κάνει.
–Άαα εκεί το πας;
-Μόνο του πάει εκεί, Κάκκο. Έχει δίκιο ο Γιώργος. Ο κουτοπόνηρος, επειδή είν’ κουτός, ενώ νομίζει πως είν’ πονηρός, σκέφτεται ανοησίες που δεν πείθουν κανέναν. Κι αν τον ζορισεις και λίγο; Τότε να δεις ξεβράκωμα. Το τι ανοησία σερβίρει…
-Ναι, Χάμπο, ο κουτοπόνηρος είναι, πως να το πούμε…είναι φουλ της βλακείας!
-Φουλ της βλακείας με ανοησίες, Τασούλ!
-Αυτό! Εμένα βάλθηκε να μου λέει: “Θα τ’ αναλάβω όλα εγώ. Εσύ θα βάλεις μόνο τα χωράφια κι εγώ θα κάνω όλη τη δουλειά. Κι άμα πάρουμε συγκομιδή, θα σου δώσω 5%”, με είπε. Λες κι εγώ φοβάμαι τη δουλειά. Κουτοπόνηρος, Χάμπο, κατάλαβες;
-Καταλαβαίνω, Τασούλ, καταλαβαίνω. Να ‘ναι κουτός; Λες κουτός είναι, ας δώσω τόπο στην οργή. Να ‘ναι πονηρός, θα πει κάτι να σε βάλει σε σκέψη. Να ‘ναι κουτοπόνηρος, σε λέει κάτι που σου ‘ρχεται…άσε να μη πω!
-Στο μυαλό μου είσαι, Χάμπο!
-Δηλαδή, αν κατάλαβα, ο κουτοπόνηρος είναι, πως το λετε, Τασούλ, στο Σισάνι, “Μσόχαζος”.
-Άαα γεια σου. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ένα πράμα στη χαραμάδα. Για τ’ ανάθεμα είν’ Κάκκο. Ένα πράμα για τ’ ανάθεμα!