-Έλα, Χάμπο. Κάθησε. Καφέ θα πιούμε, έτσι;
-Τι το ρωτάς, Γιάννε; Πετράκη…δύο καφέδες.
-Λοιπόν. Κανένα νέο, Χάμπο;
-Μπα. Μία απ’ τα ίδια, Γιάννε. Το μόνο νέο είναι πως κάνει κρύο έξω. Μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο.
-Τώρα, μ’ αυτό που ‘πες, να ‘ ξερες τι μου θύμισες;
-Κανένα μασλάτι, που λέει κι ο Κάκκος;
-Ακριβώς. Πέτυχες διάνα! Ένα μασλάτι και μάλιστα με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Κάκκο.
-Σώπα. Κι είν’ παλιά ιστορία. Πότε έγινε;
-Παλιά. Πολύ παλιά. Γύρω στο ’90. Κάπου εκεί. Δε θυμάμαι καλά πια. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια.
-Δηλαδή ήταν νέος ο Κάκκος τότε. Όπως τα λεςχ, θα ‘ταν περίπου τριανταπέντε χρόνων.
-Ναι, ήταν νέος και πολύ αψύς, τότε. Μεγαλώνοντας μαλάκωσε. Τότε, όλοι ήμασταν πιο…νταήδες για.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, κείνη τη μέρα, όπως και σήμερα, έκανε κρύο. Και πιο πολύ. Και φυσούσε και ένα βοριά που ξύριζε.
-Στα Καϊλάρια είναι να μη φυσάει. Άμα φυσάει, ξυρίζει! Και δε μου λες, που έγινε το περιστατικό;
-Εδώ. Εδώ μέσα σ’ αυτόν τον καφενέ έγινε. Κάτσε να σου πω.
-Για πες, για πες…
-Φίσκα ο καφενες. Βίδα και τσιγάρο. Τότε επιτρεπόταν για το κάπνισμα. Κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Κάκκος μέσα. Δίχως να κλείσει την πόρτα πίσω του, πάει στο βάθος, κάθεται στο τραπέζι και παραγγέλνει καφέ. Στο μπαμπά του Πετράκη τότε…
-Φαντάζομαι τι αέρα έμπασε στον καφενέ με την πόρτα ανοιχτή.
-Ναι για. Αυτό ακριβώς. Εδώ ήταν η ιστορία. Να μπάζει ένα αγιάζι.
-Ένα μπαζαγιάζι! Λοιπόν, μετά;
-Μετά, σηκώνεται ένας απο ένα τραπέζι, αφήνει τα χαρτιά κάτω και λέει στο Κάκκο: “Ρε Κάκκο, κλεισ’ την πόρτα, κάνει κρύο έξω”.
-Και σηκώθηκε ο Κάκκος; Δε το φαντάζομαι.
-Μπα! Σου ‘πα. Τότε ήταν αψύς. Ακούει και το “ρε Κάκκο”. Στήλωσε. Δεν κουνήθηκε ντιπ!
-Και μετά;
-Δεν περνάει μισό λεπτό, φωνάζει άλλος: “Ρε Κάκκο, σήκω κλεισ’ την πόρτα, κάνει κρύο έξω ρε”.
-Να μαντέψω; Βούδας ο Κάκκος. Το πήρε στραβά, με δύο “ρε”. Σωστά;
-Ούτε που κουνήθηκε. Τρίτος, τσαντισμένος, του λέει: “Ρε Κάκκο, άιντε σύρε κλεισ’ την πόρτα, κάνει κρύο έξω σου λένε”!
-Ρουφάει το καϊμάκι του καφέ ο Κάκκος. Ούτε βλέφαρο δεν κούνησε.
-Τότε φωνάζει κι ένας τέταρτος: “Αρέ Κάκκο, δεν τρώγεσαι, τραβά κλεισ’ την πόρτα, κάνει κρύο έξω”.
-Έεε, δεν μπορεί, κάποτε θα σηκώθηκε. Δε σηκώθηκε;
-Πράγματι. Σηκώνεται ο Κάκκος. Πάει κλείνει την πόρτα, γυρνάει και τους κοιτάει όλους και τους λέει: “Άαα τώρα δεν κάνει κρύο έξω”;