ΣΥΓΓΝΩΜΗ γιὰ τὴν παραποίησι τοῦ λειτουργικοῦ λόγου. Ὅμως ὑπάρχη συμβατότης-συμφωνία μὲ τὸ περὶ συγχωρήσεως πνεῦμα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Ἡ ἁγία Συγχώρησι εἶναι ἡ μετὰ ἀκριβείας ΜΙΜΗΣΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥ! Τότε τοῦ μοιάζουμε καὶ εἴμαστε γνήσια παιδιά του. Χωρὶς τὴν ἁγία Συγχώρησι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ ἀλλουνοῦ μὲ τὰ κέρατα καὶ τὴ μαύρη οὐρά! Τὶ ὑπέροχοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ συγχωροῦν καὶ δὲν σταματοῦν νὰ συγχωροῦν ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά!!! Καὶ πόση κακομοιριὰ φωλιάζει σαὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ συγχωροῦν. Μὲ τὶ ἁλυσίδες εἶναι ἁλυσοδεμένη μία γερόντισσα 95 ἐτῶν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὴν γειτόνισσά της γιὰ κάποιον ψεύτικο λόγο; «Ἄει, κουρίτσιμ’, Λένου. Νὰ μὶ σχουρνᾶς. Σὶ στιναχώρσα». Εἶπε ἕνας γέρος παπᾶς σὲ μιὰ γειτόνισσά του, δυὸ μέρες πρὶν κλείση τὰ μάτια του. «Ἄει κι μένα νὰ μὶ σχουρνᾶς, ἀφέντ’», εἶπε κι αὐτή. Ἔτσι ἔσβυσε ἡ μεταξύ τους μαυρίλα.
ΑΥΤΟ τὸ μεγαλεῖο τῆς συγχωρήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καὶ ἐπεκτείνει τὸν λόγο του σὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ συγχωροῦσαν τοὺς κακοποιοῦντες αὐτούς. Λέει, ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, «εὐχόταν γιὰ τοὺς λιθοβολοῦντες μετὰ ζήλου κι ὄχι ὄρθιος καὶ ἀδιάφορα, ἀλλὰ γονατιστός, μὲ κατάνυξι καὶ μὲ πολλὴν συμπάθεια. Θέλεις νὰ σοῦ δείξω καὶ ἄλλον σύνδουλο, ποὺ ἔπαθε πολὺ περισσότερα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει. «Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τρεῖς φορὲς ραβδίσθηκα, μιὰ λιθοβολήθηκα, ἕνα μερόνυχτο τὸ πέρασα ναυαγὸς μέσα στὴ θάλασσα» (Β’ Κορ 11,25). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅμως τὶ λέη; «Εὐχόμουν νὰ μὴ σωθῶ ἐγὼ χάριν τῶν ἀδελφῶν μου καὶ συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ 9,3).
Θέλεις νὰ δῆς καὶ ἄλλον, ὄχι ἀπὸ τὴν Καινὴ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη; Αὐτὸ εἶναι περισσότερο θαυμαστό. Διότι αὐτοὶ δὲν προστάζονταν νὰ ἀγαποῦν τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ νὰ βγάζουν τὸ μάτι τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὸ μάτι τους καὶ τὸ δόντι του γιὰ τὸ δόντι τους καὶ νὰ ἀνταποδίδουν τὸ ἴσο κακό. Κι ὅμως αὐτοὶ ἔφθασαν στὸ φρόνημα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄκου τὶ λέει ὁ Μωϋσῆς, ποὺ λιθοβολήθηκε καὶ περιφρονήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πολλὲς φορές. «Ἂν συγχωρήσης τὴν ἁμαρτία τους, συγχώρησέ την. Ἂν ὅμως δὲν τὴν συγχωρήσης, τότε νὰ σβύσης κι ἐμένα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς ποὺ μὲ ἔχεις σημειωμένο» (Ἔξοδος 32,31-32). Βλέπεις, ὅτι προτάσσει τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων πρὶν ἀπὸ τὴν δική του. Μωϋσῆ δὲν ἔσφαλλες σὲ τίποτα. Γιατὶ ἐπιθυμεῖς νὰ συμμετέχης στὴν τιμωρία τους; Λέει, ὅτι δὲν αἰσθάνομαι καθόλου τὴν εὐτυχία μου, ὅταν δίπλα μου ἄλλοι δυστυχοῦν. Θὰ ἀρκοῦσαν καὶ μόνο αὐτὰ τὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ διορθώσουμε μὲ βεβαιότητα τοὺς ἑαυτούς μας.
Θὰ προσθέσω ὅμως καὶ κάποιον ἄλλο, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο φρόνημα. Ὁ Δαυΐδ ὅταν εἶδε τὸν Ἄγγελο νὰ κατασφάζη τὸ στράτευμά του, ἐπειδὴ μέτρησε καὶ περηφανεύτηκε, εἶπε. «Ἐγὼ ὁ ποιμένας ἁμάρτησα, ἐγὼ ἔπραξα τὸ κακό. Ἂς πέση ἡ τιμωρία σου πάνω σὲ μένα καὶ στὴν οἰκογένειά μου» (Β’Βασ 24,17).
ΤΕΛΟΣ ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔβρισαν καὶ ἀτίμασαν τὸν προφήτη Σαμουήλ, ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν στηρίξη, τοῦ εἶπε «αὐτοὶ δὲν ἐξουθένησαν ἐσένα, ἀλλὰ ἐμένα». Ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶχε καταφρονηθῆ καὶ ἐξουθενωθῆ εἶπε, «Ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ σὲ μένα νὰ ἁμαρτήσω τόσο, ὥστε νὰ παύσω νὰ προσεύχωμαι στὸν Κύριο γιὰ σᾶς» (Α’Βασ 12,23). Θεωροῦσε ἁμαρτία τὸ νὰ μὴ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἐχθρούς του» (Ἰω Χρυσ εἰς τὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὸν ληστὴν ΕΠΕ 36,30-32).
ἀρ.νι.μα.
ἁγίου Εὐσταθίου
20.9.2018