Η εκπομπή ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ με τον Αντώνη Πουγαρίδη φιλοξένησε τον Κώστα Δεληγιάννη, Δημοσιογράφο, όπου και συζήτησαν για τα ενεργειακά θέματα και το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια (ΕΣΕΚ).
Στο τραπέζι της συζήτησης έπεσε η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ, που προβλέπει την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, με τον κ. Δεληγιάννη να σημειώνει χαρακτηριστικά: «Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τη φιλοδοξία της για μείωση των κλιματικών στόχων και επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας, δίνει αφενώς μεγαλύτερη ώθηση στη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και αφετέρου σε μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης. Το ζήτημα είναι αν οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν. Και οι ελληνικοί στόχοι είναι ενισχυμένοι, για τη διείσδυση των ΑΠΕ, ανανεώσιμα καύσιμα, ενεργειακή εξοικονόμηση κ.α. Μένει να φανεί αν οι στόχοι θα επιτευχθούν».
Ωστόσο τα εθνικά σχέδια περνούν από την έγκριση της Κομισιόν, κυρίως για το κατά πόσο συμβαδίζουν με τους στόχους της ΕΕ, ωστόσο στην περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται πως οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις είναι περισσότερες από όσες μπορεί να υποδεχθεί το ενεργειακό σύστημα μέχρι και το 2030, τόνισε ο κ. Δεληνιάννης, οπότε και υπάρχει μια ανησυχία των επενδυτών :
«Οι στόχοι του 2030 με βάση τα έργα που έχουν κατασκευαστεί και βρίσκονται υπό ανάπτυξη, ήδη υπερκαλύπτονται. Άρα ή πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε η ενέργεια να μπορεί να αξιοποιηθεί ή αν δεν υπάρξει αυτή η λύση θα έπρεπε οι διαχειριστές να δίνουν όρους σύνδεσης για νέα έργα, υλοποιήσιμους μετά το 2030». Το δεύτερο σενάριο δεν είναι στο τραπέζι, ξεκαθαρίζει, οπότε αναζητούνται τρόποι προς την πρώτη κατεύθυνση για την αξιοποίηση του πλεονάσματος ενέργειας.
Η ενεργειακή μετάβαση, σημείωσε, έχει δύο πυλώνες, τη στροφή στις ΑΠΕ (όπου η Ελλάδα πηγαίνει πιο καλά από όσο αναμενόταν στο κομμάτι της παραγωγής αφού υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον) αλλά το δεύτερο σκέλος, δηλαδή ότι θα πρέπει να προχωρήσει με τον ίδιο ρυθμό ο εξηλεκτρισμός χρήσεων, ώστε η ενέργεια που παράγεται να καταναλώνεται.
Για τη Δ. Μακεδονία, ερωτηθείς για τον λιγνίτη αν θα μπορούσε να παραμείνει ως εθνικό καύσιμο συμβάλλοντας στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και κατά πόσο αυτό συμβαδίζει με τις κεντρικές πολιτικές, ο κ. Δεληγιάννης απάντησε πως η λειτουργία των μονάδων είναι άμεσα συναρτημένη με το κόστος δικαιωμάτων ρύπων, που αυτή τη στιγμή είναι στα 80 ευρώ τον τόνο με προοπτική αύξησης. «Αυτό είναι εκ των πραγμάτων ένα δείγμα για το κόστος λειτουργίας των μονάδων. Λέγαμε ότι ο λιγνίτης είναι το εθνικό καύσιμο. Πλέον εκτινάχθηκαν τα δικαιώματα ρύπων, άρα έχουν μεγάλο μερίδιο στο κόστος λειτουργίας των μονάδων. Πλέον ξεθωριάζει η έννοια του εγχώριου και από αυτό εξαρτάται η λειτουργία των μονάδων», τόνισε, λέγοντας πως θα είναι δύσκολο ως αδύνατο να λειτουργήσουν οι μονάδες σε εμπορική λειτουργία τα επόμενα χρόνια.
Για την 5η λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ, τόνισε πως όταν σχεδιάζονταν το κόστος ρύπων ήταν κατά πολύ λιγότερο σε σχέση με σήμερα, με προοπτική να ανέβει κι άλλο, κάνοντας αναφορά στο σχέδιο της ΔΕΗ να δημιουργήσει υποδομές στα ορυχεία για την αποθήκευση πράσινης ενέργειας ως το 2030, αλλά και στα πράσινα σχέδια όπως πράσινο υδρογόνο κ.α. , δίνοντας προοπτικές να παραμείνουν οι περιοχές ενεργειακές σε άλλη κατεύθυνση.
Η Πτολεμαΐδα 5, σημείωσε αναμένεται να μπει σε πλήρη εμπορική λειτουργία ως το τέλος του έτους, ωστόσο ποιο θα είναι το μέλλον της; Ο ίδιος απαντάει: «Πολύ σημαντικό ρόλο θα παίξει η πρόβλεψη για τα δικαιώματα ρύπων, για τα ανταγωνιστικά ορυκτά καύσιμα, και από την άλλη το πόσο γρήγορα θα τρέξουν έργα όπως η αντλιοταμίευση και κατά πόσο θα προκύψουν στοιχεία για την οικονομικότητα αυτών των λύσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση η μονάδα θα μπορεί να αποτελεί μονάδα βάσης στο σύστημα. Υπάρχουν και εναλλακτικές λύσεις αλλά είναι εξαιρετικά κοστοβόρες», κατέληξε.