Μετά την νίκη των Οθωμανών κατά του Ρωμανού του Διογένη ,στη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 και μέχρι τις μέρες μας οι Έλληνες και ο ελληνισμός βρίσκονται σ’ έναν διαρκή και αδιάκοπο συγκρουσιακό πόλεμο με αυτό. που αποκαλούμε τουρκικό παράγοντα.
Κατά τους πολύχρονους αυτούς αγώνες οι διαμάχες και οι συγκρούσεις είχανε πάρει εθνικές και φυλετικές διαστάσεις που καταγράφηκαν από τον λαό μας ως εθνικοί αγώνες.
Το οθωμανικό στρατιωτικό υπερόπλο ήταν πάντοτε η πολυτεκνία. Αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα περιγράφεται από τον αμυνόμενο ρωμιό ως εξής: Ο Θεόν έστεσεν βρεχήν και βρέχει τουρκοπούλια.
Οι σκοτωμένοι από τους Τούρκους έπαιρναν τον ηρωικό τίτλο τουρκοκονταρισμένοι:
Εκεί ‘ς σο πέραν το ραχίν , ‘ς σ’ άλλο τ’ επεκειμέριν
εκεί εύρανε τον υιό μ’ ,τουρκοκονταρισμένον.
Οι πιο χαρακτηριστικές καταγραφές διασώθηκαν στο λαϊκό ακριτικό τραγούδι , όπως αυτό της άλωσης της Πόλης, το 1453.
Εδώ τα πολλά λόγια είναι περιττά. Ο λαϊκός ποιητής δίνει το ιστορικό και διαχρονικό περίγραμμα του εμφανιζόμενου εχθρού του ελληνισμού με καθαρότητα και σαφήνεια μοναδική:
Έρθεν ο Τούρκον, ο κακόν, κ’ εκόνεψεν ‘ς σην χώραν,
τ’ ομάλια Τούρκ’ εγόμωσαν και τα βουνά λεβέντους.
Η ίδια άποψη για τη βάρβαρη συμπεριφορά τους καταγράφεται στον εθνικό θρήνο για το πάρσιμο της Τραπεζούντας. Η περιγραφή καταδείχνει τη μεγάλη ασέβεια και βαρβαρότητα των Τούρκων:
Οι Τούρκ’ όντες εκούρσευαν την πόλ’, την Ρωμανίαν,
επάτνανε τα εκκλησιάς κ’ επαίρναν τα εικόνας…
Και μετά τη βεβήλωση των ιερών και οσίων ακολουθούσε η αρπαγή και η σκλαβοποίηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα των γυναικών.
Επέρανε χρυσά σταυρούς κι αργυρά μαστραπάδες,
επέραν και την μάνα μου, ‘ς σ’ εμέν έμποδος( έγκυος) έτον.
Το αποκορύφωμα της βίαιης συμπεριφοράς τους καταγράφεται στο ακριτικό τραγούδι της ρωμιάς κόρης, που κακοποιείται βάναυσα από τους κατακτητές:
Ας σην Άλμην έρθεν η Ξανθή,
απαντούν ατέν οι Τούρκ’ ,οι Αγαρενοί,
Κρούγ’ν’ ατέν μαχαιρέαν ‘ς σο πλευρόν
και παίρ’ν ατέν και φεύ’νε….
Την ίδια συμπεριφορά θα καταδείξουν πολλά χρόνια αργότερα, στην περίοδο της ποντιακής Γενοκτονίας. Ο πόντιος στιχουργός δεν παραλείπει να περιγράψει την εικόνα της βαρβαρότητας:
Η κόρη έτον δίψυχος κι οι Τούρκ’ με τα μαχαίρια,
έκοψαν την κοιλίαν ατ’ς και τη μωρί τα χέρια.
Η οθωμανική κατάκτηση είχε δημιουργήσει τη μεγαλύτερη λαϊκή αντίδραση στους φυσικούς φορείς αυτής της εξουσίας, που ήταν οι μπέηδες, οι χοτζάδες, οι κατήδες, οι μουλάδες καθώς και όσοι είχαν μία θέση στην οθωμανική εξουσία.
Η ελληνική και θρησκευτική συνείδηση ήταν ταυτισμένη με κάθε μορφή αντίστασης κατά του εξισλαμισμού:
Οπίσ’ οπίσ’, μαύρε πασά, μαύρε τουρκοπολίτα,
εγώ διάκος εγένουμουν, διάκος θε ν’ αποθάνω…
Από τα ποντιακά χωριά, όσα ήταν μικτά, είχαν καλλιεργήσει μία στάση σαρκαστική και αποκαλυπτική για το δυνάστη κατακτητή.
Αυτό το λαϊκό αίσθημα ειρωνείας και σκοπτικισμού ήταν έντονο στους διαλόγους του θεατρικού λαϊκού δρώμενου των Μωμόγερων.
Το συναντάμε ακόμα στις φράσεις και παροιμίες που απευθύνονταν στους Τούρκους.
Ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν τόσο έντονος, ώστε πέραν του φυλετικού χρώματος, που μας είναι γνωστός ως ρατσιστικός όρος για τους συμπαθείς έγχρωμους φίλους μας ,για τους Τούρκους υπήρχε και ο οσμικός ρατσισμός, γιατί πιθανόν αυτοί είχαν τη χαρακτηριστική μυρωδιά της Ανατολής: Τουρκέαν μυρίζ’.
Οι Τούρκοι για τους Έλληνες ήταν χαρακτήρες άξεστοι, βίαιοι και καθυστερημένοι. Γι αυτό και η ταύτιση με τον πολιτισμό τους αποτελούσε απειλή και προειδοποίηση :
Μ’ εφτάς ‘με και τουρκίζω…!
Με την ίδια λογική κατακρινόταν και ο έχων τουρκική συμπεριφορά ( Τουρκέα ή Τουρκότια) .
Φράσεις χαρακτηριστικές όπως: Τουρκέας πουλεί, ή : άφ’σον τα τουρκότας (μη συμπεριφέρεσαι άπρεπα σαν Τούρκος.)
Η επόμενη φράση, βούκαν και τούρκισμαν , προήλθε από τον εξαναγκασμό των Ελλήνων για να αλλαξοπιστήσουν. Ήταν δηλωτική των μεγάλων στερήσεων, στις οποίες υποβάλλονταν προκειμένου να τουρκέψουν.
Η αλλαξοπιστία αποτέλεσε ευχή και κατάρα στον Πόντο: ευχή, γιατί συντέλεσε στη διάσωση των πιστών και κατάρα, γιατί συρρίκνωσε τους ρωμιούς.
Η απόρριψη και καταδίκη της όμως ήταν διάχυτη : Αν τουρκεύ’ς κι υστερνά, πασάς ας γίνεσαι..
Η μεγαλύτερη καταδίκη του τουρκισμού καταγράφηκε από τις λαϊκές παροιμίες :
Ο Τούρκον γεφύρ’ να ίνεται, από πάν’ ατ’ μη διαβαίντς.
Όπως και η επόμενη, που υπογραμμίζει την αχαριστία: ΄Σ σον Τούρκον καλόν μ’ εφτάς.. Κλώσκεται και δάκ’ ‘σε.
Και το πολύ αφοριστικό και βαρύ προς τους ενδοτικούς και ανεκτικούς:
Τον Τούρκον πη λέει καλός έν’, εφτά χρόνια μετάδοση ‘κι ρούζ’ ατόν.!
Για τη μεγάλη οικονομική εκμετάλλευση των Ελλήνων με τους φόρους και τα χαράτσια, που τους επέβαλαν οι Τούρκοι έλεγαν το αποκαλυπτικό:
Δουλεύ’ ο Γιάννον και τρώει ο Οσμάνον.
Ακόμη για να σαρκάσουν την κοινωνική και πνευματική ανεπάρκεια των Τούρκων έλεγαν:
Εδέκαν πρόσωπον τον Αλήν κ’ εσ’κώθεν, έχεσεν ‘ς σο χαλίν.
Οι Τούρκοι στις συνειδήσεις των Ελλήνων ήταν αφελείς και παρακατιανοί. Οι Έλληνες δεν τους υπολήπτονταν, γι’ αυτό έλεγαν μεταξύ τους: άφ’σον τον Χασάν ας πάει χέζ’ και τρώει ατά.
Τις συνήθειες των Τούρκων πολλές φορές τις χρησιμοποιούσαν ως παράδειγμα προς αποφυγήν, γι’ αυτό έλεγαν :
Άμον ντο τερεί ο Τούρκον το μουχτερόν, τερώ κ’ εγώ εσέν…
Αλλά το πιο πατριωτικό, που εμπεριείχε και μια απελευθερωτική διάσταση, ήταν αυτό που εξέφραζαν όταν παράβραζε το νερό: Κατήβασον το νερόν, μη βράζ, πλεθύν’νε οι Τούρκ, εννοώντας (μην ξοδεύεις καύσιμη ύλη) προς όφελος της τουρκικής οικονομίας..
Μέσα απ’ αυτήν τη στάση και αντίληψη απελευθερώθηκε η Ελλάδα…
Όταν η τουρκική εξουσία έβλαπτε τους χριστιανούς άστραφτε και βρόνταγε η κατάρα της ρωμιάς γυναίκας. ΄΄ αβούτεν την Τουρκίαν να καίει ατέν ο Θεός… πολλά ρωμαίϊκον αίμαν έχ’σεν.
Για τις βιαιότητες των Τούρκων κατά των Ελλήνων, οι Πόντιοι έλεγαν:
Εγώ τούρκικα να λέγ’ ατά ‘κ’ εξέρω…αμάν να κόφτ’ ο Θεός τη γλώσσαν ατούν.
Μετά από κάθε ξυλοφόρτωμα Έλληνα ακούγονταν τα λόγια της μάνας:
Έϊ ναϊλί εμέν, όταν εντώκαν τον Γιάννε μ’ οι ζαπιέδες , η καρδία μ’ ελύεν…
Να γίνταν σίδερα και ξύλα τα χέρια τουν… Κ’ εκείνος, ο ανάπαγον, ο ζαρόγναφον, ο αζάς να ψυχομαχεί κι η ψή ατ’ να μη εβγαίν…αμήν, Παναϊα, λελέυω ‘σε..
Στο τέλος ο τούρκος ηγεμόνας φορτωνόταν με το μεγάλο ανάθεμα για ό,τι κακό γινόταν στην οθωμανική επικράτεια.
‘Ναθεμά τη σκύλλ’ το Σουλτάνον, πολλά τα γένια τ’ …κι ολίγα τα χρόνια τ’ ,Θεέ μ’, ποδεδίζω ‘σεν!
Το τραγούδι, που ακολουθεί, είναι ένα ακόμα υβρεολόγιο μιας Ελληνίδας, που κακοποιήθηκε από κάποιον Τούρκο , ονόματι Αχμέτ:
Αχμέτ’, οι σκύλλ’ να χέζ’νε ‘σε, τα κάτας να θυμιάζ’νε ‘σεν
και τα πεντικοκούλουρα να κείντανε ‘ς σο στόμα σ’…
Η άποψη, που είχαν οι Έλληνες για τους Τούρκους, ήταν αρνητική και απορριπτική, γιατί ίσως εξέφραζε τα ηττοπαθή συμπλέγματα ενός κατακτημένου λαού. Ένα όμως είναι βέβαιο, ότι οι Έλληνες του Πόντου κατόρθωσαν μέσα στην πολύχρονη οθωμανική κατάκτηση να βρουν τρόπους συμπόρευσης και να διασώσουν τη φυλετική τους συνέχεια.
Οι σκέψεις τους και οι περιγραφές, όπως τις παραθέτουμε στο παραπάνω ιστορικό πόνημα, δεν θα μπορούσαν παρά να βρίσκονται σε μια ρεαλιστική προσέγγιση,
παρόμοια με αυτήν, που περιγράφει και ο George Horton στον επίλογο του βιβλίου του ΄΄Η κατάρα της Μικράς Ασίας. ΄΄ Ένα από τα δυνατότερα αισθήματα, που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ,ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος. ΄΄