Γεννήθηκε δεκαπενταύγουστο , η παναγία της έδωσε το όνομα της … Μαρίκα … Ζούσε στο τελευταίο σπίτι του χωριού , ένα μικρό , παλιό , πέτρινο σπιτάκι , σοβατισμένο με ασβέστη , κάθε δέκα μέρες το ασβέστωνε η Μαρίκα , χειμώνα-καλοκαίρι , όπως η μάνα της … Ζούσε μονάχη , δεν παντρεύτηκε ποτέ δεν ήθελε , η καρδιά της είχε αγαπήσει μοναχά μία φορά , τον Κύριο … Από μικρή της άρεζε η εκκλησία , κάθε Κυριακή γι αυτήν ήταν γιορτή , κάθε εσπερινός ευτυχία , εκεί ανήκε … Όταν έγινε δεκαοχτώ θέλησε να πάει σε μοναστήρι , η μητέρα της έπεσε να πεθάνει , αρρώστησε βαριά από την στεναχώρια της , εκεί απόρησε η Μαρίκα πως λέγεσαι πιστός αλλά δεν θέλεις το παιδί σου να αφιερωθεί σε αυτό που πιστεύεις ότι είναι το σημαντικότερο στη ζωή , η αρχή και το τέλος μας … Ένα από εκείνα τα βράδια , της αρρώστιας της μάνα της , την επισκέφτηκε ο ‘Άγιος Δημήτριος , προστάτης του χωριού , της έδειξε παιδιά που πεινάνε , γριές ανήμπορες , αρρώστους χωρίς φάρμακα , μάνες που δεν μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους και τότε κατάλαβε η Μαρίκα τον δρόμο που πρέπει να τραβήξει … Δεν μπήκε σε μοναστήρι αλλά αφιέρωσε την ζωή της στον να βοήθα τους γύρω της … Μοίραζε φαγητό στους άστεγους , κοιτούσε γιαγιάδες που δεν είχαν κανέναν να τις κοιτάξει , πήγαινε στο νοσοκομείο και κρατούσε συντροφιά σε αρρώστους που δεν είχαν συγγενείς και φίλους , κάπως έτσι την θυμάμαι και γω , μια Τετάρτη πρωί στην λαϊκή να μοιράζει κουλουράκια σε κάτι τσιγγανάκια , μια Τετάρτη πρωί στην λαϊκή και από εκείνα τα κουτσομπολιά … ‘
Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Οδυσσέας μπαινοέβγαινε συχνά στο σπίτι της , όλο το χωριό απορούσε , τι πήγαινε και έκανε εκεί . Η αλήθεια ήταν ότι της πήγαινε λεφτά, τρόφιμα , ζαρζαβάτια από τον κήπο του για να τα μοιράσει στους φτωχούς , ώστε ο Θεός να τον βοηθήσει … Ο γιος του ο μικρός είχε μπλέξει με τα ναρκωτικά … Όλο το χωριό είχε πάρει φωτιά από τα κουτσομπολιά ότι κάτι έτρεχε με την Μαρίκα και τον κύριο Οδυσσέα << Θεούσα και βλακείες , έτσι είναι οι Θεούσες … >>, << Τα ήσυχα ποταμάκια να φοβάσαι … >> , << Είπε να βοηθήσει και τον κακόμοιρο τον Οδυσσέα … >> , << Ντροπή της … >> … Τα κουτσομπολιά δεν άργησαν να φτάσουν και στα αφτιά της γυναίκας του Οδυσσέα , την Ελένη . Έτσι μια Τετάρτη πρωί ενώ η Μαρίκα μοίραζε μελιτζανοκεφτέδες , κι ας ήταν Οκτώβρης , την είχε φέρει τις τελευταίες μελιτζάνες από τον κήπο του ο κύριος Οδυσσέας , η κηρία Ελένη πού περνούσε από τον απέναντι δρόμο με την γειτόνισσα της την Λουκία , διέσχισε τον δρόμο και την έφτυσε , ναι την έφτυσε στα μούτρα , η κυρία Ελένη προτίμησε να δώσει τροφή στα κουτσομπολιά παρά να μάθει το χωριό ότι ο γιος της ήταν ναρκομανής … Η Μαρίκα σάστισε , κατέβασε το κεφάλι μοίρασε τους μελιτζανοκεφτέδες και έφυγε , από εκείνη την μέρα δεν την ξαναείδε κανείς , άλλοι είπαν ότι πήγε σε μοναστήρι , άλλοι ότι το έσκασε με έναν γκόμενο που είχε , άλλοι ότι πέθανε … Δεν την έψαξε όμως και κανείς για να την βρει , μοναχά το βλέμμα μου κάθε Τετάρτη πρωί ψάχνει στις γωνιές του δρόμου μήπως και φανεί …
ΜΕΛΙΤΖΑΝΟΚΕΦΤΕΔΕΣ
4 Μελιτζάνες
2 Πιπεριές Φλωρίνης
1 Ματσάκι Μαϊντανό
1 Σκελίδα Σκόρδο
1 Κούπα Αλεύρι
Αλάτι / Πιπέρι
Ξεφλουδίζουμε τις μελιτζάνες και τις πολτοποιούμε στο μπλέντερ μαζί με το σκόρδο . Ψιλοκόβουμε τον μαϊντανό και την πιπεριά Φλωρίνης σε καρεδάκια και τα βάζουμε στην μελιτζάνα προσθέτοντας ένα ποτήρι νερό και την κούπα από το αλεύρι , το αλάτι και το πιπέρι , ανακατεύουμε το μείγμα μας με ένα κουτάλι . Βάζουμε στο τηγάνισε λάδι και το αφήνουμε να κάψει , τοποθετούμε μία κουταλιά της σούπας από το μείγμα μας στο τηγάνι (όπως τους λουκουμάδες ) , όταν ψηθούν τους βγάζουμε και τους βάζουμε πάνω σε χαρτοπετσέτα για να τραβήξει τα λάδια …
Καλή σας όρεξη …
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης