Η Κεντροδεξιά στην Ελλάδα είχε από το 1951 ενιαία κομματική έκφραση. Πρώτα ο Ελληνικός Συναγερμός και εν συνεχεία τα δύο κόμματα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής η ΕΡΕ και η Νέα Δημοκρατία κατόρθωναν να συγκεντρώνουν 9 στους 10 κεντροδεξιούς ψηφοφόρους και να εξαφανίσουν όλα τα ανταγωνιστικά μικρότερα κόμματα που εμφανίστηκαν από την εποχή του Μαρκεζίνη μέχρι τον Καρατζαφέρη. Αντίθετα, το Κέντρο και η Κεντροαριστερά πέρασαν μεγάλες περιπέτειες στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε παπανδρεικούς, βενιζελικούς και πλαστηρικούς δυναμίτισαν τις κεντρώες κυβερνήσεις 1950- 1952, αλλά και τις δυνατότητες του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση από εκεί και μετά. Μέχρι που το 1958 η ΕΔΑ τους ξεπέρασε και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό ήταν ένα καμπανάκι για τους πολιτικούς αυτού του χώρου, ώστε μετά από έντονες διεργασίες να σχηματίσουν την Ένωση Κέντρου και να καταφέρουν να κυβερνήσουν, έστω για βραχύβιο διάστημα.
Μετά την Μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ χρειάστηκε 7 χρόνια για «προσπεράσει» την Ένωση Κέντρου και να μονοπωλήσει από εκεί και πέρα τον κεντρώο χώρο επί 3 δεκαετίες, ενώ παράλληλα συμπίεσε την Αριστερά κάτω από το 10%. Κλειδί της επιτυχίας του ήταν ότι εξέφρασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Αντιδεξιά, δηλαδή τις αρνητικές μνήμες της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος για τη Δεξιά, που συμπεριλάμβαναν το προδικτατορικό πλέγμα εξουσίας και την ίδια τη δικτατορία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε το 81 ότι έβαλε τη δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, οι οπαδοί του κινήματος φώναζαν το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» και ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Μένιος Κουτσόγιωργας εκστόμιζε από το βήμα της Βουλής το διαβόητο: «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε». Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία Αριστεράς και Δεξιάς το 89 δεν μπορούσε παρά να συνοδεύεται από το επίθετο «βρώμικη».
Οι λεγόμενες δημοκρατικές δυνάμεις (στην ουσία οι αντιδεξιές) συνεργάζονταν άλλωστε σε μια σειρά από τομείς: από την Αυτοδιοίκηση (κυρίως στον β’ γύρο των δημοτικών), τα Συνδικάτα, και τους επιστημονικούς συλλόγους μέχρι τις Πρυτανικές Εκλογές και τους πολιτιστικούς και εξωραϊστικούς συλλόγους. Ας μην ξεχνάμε ότι λίγους μήνες μετά την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, ΠΑΣΟΚ και Ενιαίος Συνασπισμός συνεργάστηκαν εκλογικά κατεβάζοντας ενιαίους συνδυασμούς στις μονοεδρικές περιφέρειες για να αποτρέψουν την αυτοδυναμία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο μπαμπούλας της Δεξιάς επιστρατευόταν κάθε φορά που δυσκόλευαν τα πράγματα για το ΠΑΣΟΚ, όσο βρισκόταν στην κεφαλή της Αντιδεξιάς φάλαγγας. Στις βουλευτικές του 2000, ο Κώστας Σημίτης κατάφερε να φτάσει το 43% επιστρατεύοντας τον φόβο της δεξιάς παλινόρθωσης, ενώ δεν δίστασε να αφιερώσει από το βήμα της Βουλής στον Κώστα Καραμανλή, τον φάκελο του στην ασφάλεια για να θυμάται, όπως είπε, το παρελθόν της παράταξής του.
Όλη αυτή η στρατηγική που λειτουργούσε υπέρ του ΠΑΣΟΚ επί 30 χρόνια, στράφηκε εναντίον του, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το προσπέρασε εκλογικά στις βουλευτικές του Μαΐου του 2012. Πλέον, ήταν ο Αλέξης Τσίπρας που βρέθηκε στην κεφαλή και εξέφρασε τη συρρικνωμένη Αντιδεξιά, αλλά επαρκή για να πάρει το bonus των 50 εδρών Αντιδεξιά.
Όχι τυχαία, η επανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς, που θυμίζει την ίδρυση της Ένωσης Κέντρου το 1960 δια της εντάξεως των ηγετών (Γεννηματά, Θεοχαρόπουλος, ΓΑΠ, Καμίνης, Θεοδωράκης κ.α.), προκάλεσε τη σπασμωδική αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα, με άρθρο του για τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Όσο ξεθωριάζει η πρόσκαιρη διαιρετική τομή μνημόνιο – αντιμνημόνιο και ΝΑΙ- ΟΧΙ, τόσο το επιτελείο του Μαξίμου θα ενισχύει την παλαιότερη διαιρετική τομή για να θυμίσει ποιος ηγείται της Αντιδεξιάς. Μπορεί βέβαια, να αποδειχθεί στην πράξη ότι και αυτή διαιρετική τομή δεν υπάρχει πλέον. Μπορεί στην κεφαλή της Αντιδεξιάς να βρεθούν άλλοι. Μπορεί επίσης να αποδειχθεί, ότι η ιστορία της Αντιδεξιάς ολοκληρώνεται επιτέλους με την πολιτική ενηλικίωση των γενιών που δεν πρόλαβαν ούτε εμφύλιο, ούτε δικτατορία, ούτε καν μεταπολίτευση.