-Χαιρετώ την παρέα. Τι λέει Κάκκο; Τι χαμπάρια Χάμπο;
-Καλά Γιάννε. Εσύ;
– Μια χαρά Κάκκο. Άιντε βρε Χάμπο, ήρθε η μεγάλη μέρα. Αύριο ψηφίζουμε! Σωστά;
-Άιντε βρε Χάμπο. Να ψηφίσουμε, να σταματήσεις και συ να γκρινιάζεις, που ήσουν όλο άιντε να τελειώνουμε και κουράστηκα και τέτοια?
-Τι να σας πω τώρα. Με τσιγκλάτε και θέλετε να τ’ ακούσετε ε; Εγώ ό,τι είπα, το δικαιολογούσα! Τι θέλατε να κάνω; Εδώ έγινε το έλα να δεις! Άλλοι άλλαξαν κόμμα για να κρατήσουν τις αρχές τους, άλλοι άλλαξαν τις αρχές τους για να κρατηθούν στο κόμμα, κι άλλοι άλλαξαν τις αρχές τους για να αλλάξουν κόμμα! Εγώ, πως θέλετε να τα παρακολουθήσω όλα αυτά;
-Έεε, δεν έχεις κι άδικο βρε Χάμπο. Όμως, θες έτσι, θες αλλιώς, η Κυριακή έφθασε! Τώρα, τέρμα τα διάφραγκα. Τώρα πάμε και ψηφίζουμε. Και δε μου λες Χάμπο; Αποφάσισες;
-Αποφάσισα Γιάννε. Αποφάσισα κι ό,τι θέλει ας γίνει.
-Δηλαδή, κουτουρού αποφάσισες Χάμπο;
-Έεε, όχι και κουτουρού βρε Κάκκο. Τα ‘βαλα κάτω κι είπα: “Τώρα Χάμπο σκάσε και ψήφισε”!
-Άαα, έτσι.
-Έ, πως αλλιώς Γιάννε; Είπαμε. Όσο πιο πολύ το υποστηρίζεις, τόσο πιο πολύ μπορεί μετά να μετανοιώσεις. Όποιος πιστεύει με πάθος, πληγώνεται πιο βαρειά όταν του τα γυρνάνε.
-Κι έτσι εσύ το πήρε πιο ελαφριά. Λες, τα ‘δαμε τα καζάντια του ενός, τα ‘δαμε τα καζάντια των άλλων, τώρα σκάσε και ψήφιζε.
-Έτσι ακριβώς Γιάννε! Τι να λέμε τώρα; Πόσο άλλο να ζοριστώ πια; Κουράστηκα να ζορίζομαι σε λέω!
-Μωρε Χάμπο, εγώ σε καταλαβαίνω. Δε θέλει και να το παρακουβεντιάζεις το πράμα. Συμφωνώ. Η Κυριακή σα ξημερώσει, σκάστε και ψηφίσετε!
-Κι από Δευτέρα, βλέπουμε.
-Ναι Κάκκο. Δε θα πέσουμε πια και να πεθάνουμε.
-Άιντε Πετράκη, φέρε μας τρία τσίπουρα να πιούμε, με μεζέ! Για μήπως δε σερβίρεις, λόγω που αύριο είν’ οι εκλογές;
-Κανονικά, δεν πρέπει. Αλλά να βάλω τρία τσιπουράκια…
-Βάλε Πετράκη. Με ένα τσιπουράκι ο καθένας, ούτε να ρίξουμε το φταίξιμο στο πιοτό δε θα μπορούμε αύριο…
-Σωστά Γιάννε. Γι’ αυτό σε λέω, πιες τώρα κι αύριο σκάσε και ψήφισε!