Τα συμπτώματα της υποτροπιάζουσας κυστίτιδας μπορεί να έχουν αίτια φλεγμονώδη ή βακτηριακά. Το σύνδρομο επώδυνης ουροδόχου κύστης και η υποτροπιάζουσα βακτηριακή κυστίτιδα μπορεί να εμφανιστούν με την ίδια συμπτωματολογία.
Το σύνδρομο επώδυνης κύστης είναι αγνώστου αιτιολογίας σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από τα συμπτώματα της συχνουρίας, επιτακτικής ούρησης και κυστικού άλγους για περίοδο άνω των 6 μηνών. Η μειωμένη χωρητικότητα της κύστης χαρακτηρίζει την πάθηση. Συνήθως το άλγος επιδεινώνεται με τη πλήρωση της κύστης με ούρα (όσο πιο γεμάτη, τόσο πιο έντονη η ενόχληση) και μετά την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών όπως: πικάντικα, ντομάτες ,καφεΐνη, αλκοόλ, ανθρακούχα ποτά.
Αν και αγνώστου αιτιολογίας σύνδρομο, κάποιες αιτίες έχουν προταθεί, όπως αυξημένη ποσότητα μαστικών κυττάρων στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης και κάποιο ελάττωμα στη στοιβάδα της γλυκοζαμινογλυκάνης (GAG layer) στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως. To στρώμα αυτό, είναι πολύ σημαντικό για την προστασία της κύστης από τις βλαβερές ουσίες των ούρων, αλλά και για την προστασία από τα βακτηρίδια.
Η διάγνωση του συνδρόμου επώδυνης κύστης ή αλλιώς διάμεσης κυστίτιδας, συνήθως τίθεται εξ αποκλεισμού. Εκτός από τη γενική ούρων, η οποία δεν είναι διαγνωστική, καθώς μπορεί να συνυπάρχει λοίμωξη του ουροποιητικού, η κυστεοσκόπηση υπό αναισθησία με διαστολή της ουροδόχου και η βιοψία, μπορεί να δώσει πληροφορίες, όπως μειωμένη χωρητικότητα της κύστης, αιμορραγικές πετέχειες στο τοίχωμα και το χαρακτηριστικό έλκος του Hunner, ευρήματα, όμως που σπάνια βρίσκονται. Η ανεύρεση, ιστολογικά, μαστικών κυττάρων από μόνη της δεν μπορεί να θέσει τη διάγνωση. Χρήσιμα είναι και κάποια ερωτηματολόγια (π.χ. ICSI) τόσο για τη διάγνωση, αλλά και τη παρακολούθηση της ανταπόκρισης στις θεραπείες.
Στα πλαίσια της θεραπείας υπάρχουν 4 κατηγορίες επιλογών, αν και συνήθως απαιτείται συνδυασμός:
- Δίαιτα: αποφυγή τροφών και ποτών που μπορεί να επιδεινώνουν τα συμπτώματα, όπως προαναφέρθηκαν.
- Φαρμακευτική, από του στόματος, θεραπεία: αντιισταμινικά, αμιτριπτυλίνη, πολυσουλφονική πεντοζάνη κ.α.
- Ενδοκυστικές εγχύσεις τοπικών αναισθητικών, τα οποία είναι κοκτέιλ φαρμάκων με κοινό συστατικό την ηπαρίνη (π.χ. DMSO,Parson’s κ.α.) και αντιμετωπίζουν ικανοποιητικά τις περισσότερες φορές το άλγος της κύστης.
- Ενδοκυστικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέως σε συνδυασμό με ή χωρίς χονδροϊτίνη. Αυτά τα δυο όταν χορηγούνται ενδοκυστικά αντικαθιστούν προσωρινά την ελαττωματική στιβάδα (GAG) στο τοίχωμα της ουροδόχου και βοηθούν την αναγέννηση του ενδοθηλίου.
Ως υποτροπιάζουσες κυστίτιδες ορίζονται οι λοιμώξεις της ουροδόχου κύστεως από επαναμόλυνση ή παραμονή ενός μικροβιακού παράγοντα και χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση πάνω από δυο φορές σε ένα εξάμηνο, ή πάνω από τρείς φορές σε ένα χρόνο. Για την διάγνωση της λοίμωξης απαιτείται καλλιέργεια ούρων και αντιβιόγραμμα, που να αναδεικνύει τη παρουσία μικροβίου με συγκέντρωση ≥ 105 cfu/mL ,αλλά σε συμπτωματικούς ασθενείς και με μικρότερες συγκεντρώσεις (103 cfu/mL) θα πρέπει οι καλλιέργειες να θεωρούνται θετικές.
Οι υποτροπιάζουσες κυστίτιδες για την επιτυχή αντιμετώπισή τους πολλές φορές χρειάζονται συνδυασμό πρακτικών και θεραπειών.
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής όπως: λήψη άφθονων υγρών, προσπάθεια για ούρηση πριν και μετά τη σεξουαλική επαφή, καλή υγιεινή της ουρογεννητικής/περιπρωκτικής περιοχής.
- Κατανάλωση χυμού/σκευασμάτων cranberry, D-mannose και προβιοτικών (ξινόγαλα/πρόβειο γιαούρτι).
- Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να χορηγηθούν οιστρογόνα κολπικά.
- Σε πολλές περιπτώσεις ο γιατρός μπορεί να συστήσει την λήψη αντιβίωσης σε χαμηλές δοσολογίες ως χημειοπροφύλλαξη για: μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κατ-επίκληση ή μόνο μετά τη σεξουαλική επαφή.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι παραπάνω εφαρμογές ακόμα και σε συνδυασμό μπορεί να μη φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εδώ έρχεται να προστεθεί η θεραπεία με ενδοκυστικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέως με ή χωρίς χονδροϊτίνη για την ενίσχυση του τοιχώματος της ουροδόχου, σκοπός μας είναι να προστατεύσουμε το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης και να αποτρέψουμε την προσκόληση σε αυτό βακτηρίων, η χρήση cranberry σε συνδυασμό με την έγχυση ενδοκυστικά υαλουρονικού οξέως, μπορούν να ενισχύσουν την άμυνα της κύστης έναντι ουροπαθογόνων. Το πλεονέκτημα της ενδοκυστικής έγχυσης υαλουρονικού, έναντι της μακράς χορήγησης αντιβιώσεων, είναι η αποφυγή ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά. Το υαλουρονικό νάτριο και η χονδροϊτίνη παράγονται φυσικά στο σώμα και έτσι οι ανεπιθύμητες ενέργειες των ενδοκυστικών εγχύσεων είναι λίγες.
Γιώβης Δ. Γεώργιος
Χειρουργός Ουρολόγος