Οι Πόντιοι λαϊκοί ποιητές συνέθεσαν πάρα πολλά δίστιχα, αλλά και πολύστιχα τραγούδια για τον έρωτα, στα οποία εξυμνείται το συναίσθημα της αγάπης αλλά και διατυπώνονται με παράπονο οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί αυτό στους νέους.
Σεβντάν ντο λένε, παιδία,
’ς σην παχτσάν ’κί φυτρούται
’ς ση πεκιαρίων την κάρδιαν
άμον καρφίν καρφούται.
Η νέα για τον νεαρό ερωτευμένο είναι πεντάμορφη, σαν τη βασιλοπούλα των παραμυθιών. Μοναδική ασχολία της μάνας της ήταν να κάνει κόρη πανέμορφη. Παραμελώντας κάθε άλλη ασχολία επιδόθηκε στη δημιουργία ενός «αριστουργήματος». Κάποτε όμως το ερωτοχτύπημα ξεπερνάει τα όρια της φυσικότητας και τότε ο νέος χάνει τα λογικά του:
Η αγάπ’ σ’ εμέν εποίκε
ζαντόν και δαιμονέαν
και ’ς σα κοιλάδα λάσκουμαι
και ’ς σα ραχία μένω.
Ο χωρισμός για τους ερωτευμένους νέους είναι κάτι το αδιανόητο. Έτσι, αυτός που θα είχε το θάρρος να επιχειρήσει την καταστροφή της ερωτικής σχέσης, δεχόταν την ακόλουθη κατάρα-κεραυνό:
Εμάς τοι δύ’ς π’ εχώριζαν
ψωμίν να μη χορτάζ’νε,
κάθαν βραδήν ’ς σο σπίτ’ν ατουν
λείμψανον να μονάζ’νε.
Κατάρα που προξενεί ανατριχίλα: Καταδίκη σε θάνατο από ασιτία εύχονται σ’ αυτούς που διέπραξαν σε βάρος τους ένα τόσο φρικτό έγκλημα. Και δεν αρκούνται μόνο σε τούτο. Ζητούν ακόμη μια, φρικτότερη τιμωρία – τον αφανισμό κάθε προσώπου που συνδέεται συγγενικά, που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με τους αίτιους.
Η φυγή στα ξένα εύλογα γεμίζει με θλίψη την ψυχή των συγγενών του ξενιτεμένου και ιδιαίτερα της αγαπημένης του:
’Σ σην ξενιτάν αχπάσκουμαι
κι έναν κορίτσ’ ’κί αφήν’ με
λέει με, πας κι άλλο ’κ’ έρχεσαι
για μίαν κι άλλο φίλ’ με.
Άλλοτε πάλι ο νέος ενοχλείται από την εγωιστική συμπεριφορά της νέας και με τρόπο ωμό και αποκαλυπτικό της καταγωγής και της κοινωνικής εμβέλειάς της επιχειρεί να την προσγειώσει:
Πολλά ψηλά πα μη πετάς,
πολλά ψηλέσσα ’κ’ είσαι
’ς ση γειτονία μ’ κάθεσαι,
εξέρω ποία είσαι!
Όταν όμως η αδιαφορία και ο εγωισμός της ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια, τότε γεμάτος οργή ο πληγωμένος από τον έρωτα νέος θα ξεστομίσει κατάρα βαριά και πρωτάκουστη:
Κόρη μ’, να μη αναπάεσαι,
η ψη σ’ να μη εβγαίνει,
να κατασπά’ν τα χείλα σ’,
να τρέχ’ νε τα φαρμάκα.
ή
Κόρη τον τόπον ντο πατείς
χλόη να μη φυτρώνει,
τον δρόμον ντο πορπάτεσες
νερόν να μη ευρισκάται.
Την ομορφιά της νέας θα δώσει επιγραμματικά πάντως και με έντονο ρεαλισμό το ακόλουθο δίστιχο:
Τα μαλλόπα τ’ς ψηλά-ψηλά
σον αέρα δαλέγουν,
ήντσαν τερεί σον πρόσωπο σ’
τ’ ομμάτα τ’ χαντιλέουν.
Σε άλλο δίστιχο η ομορφιά της νέας για τον ερωτευμένο νέο έχει αναστάσιμη δύναμη. Έτσι και στα ξερόκλαδα ακόμη μπορεί όχι μόνο να δώσει ζωή, αλλά και να τα κάνει ν’ ανθοφορήσουν ακόμη:
’Σ σο παραθύρ’ εκάθουσουν
ξερά έσαν τα ξύλα
και ας σην εμορφάδα σου
ανθούν και φέρ’νε φύλλα.
Τέλος, τόση είναι η αγάπη του ερωτευμένου νέου προς την καλή του και τόσος ο φόβος του μήπως αποδειχτεί άπιστη, ώστε βασανίζεται από εφιαλτικά όνειρα:
Απόψ’ είδα σε σ’ όνειρο μ’,
αλλού εστεφανώθες·
έρθανε, είπαν εμ’ ατο
μέκαρ’ επαλαλώθες;
Γ.Κ. Χατζόπουλος