Δυστυχώς, τέτοιες θηριωδίες θυμόμαστε με μία εθιμοτυπική, επετειακή διάθεση μια μέρα του χρόνου. Όμως αυτή η σκιά ακολουθεί τις γενιές των γενοκτονημέων κάθε μέρα. Μας ακολουθεί ακόμα κι αν δεν την θυμόμαστε διότι καθόρισε τόσο την προσωπική όσο και την συλλογική μας ιστορία.
Η Γενοκτονία εκατομμυρίων ανθρώπων έγινε με «προσωπική» εξόντωση και όχι σπάνια εμπεριείχε το στοιχείο της απόλαυσης και διασκέδασης. Ήταν η πυρκαγιά ενός δάσους που όμως το κάθε δέντρο κάηκε ξεχωριστά, όχι με μία δάδα, αλλά με τόσες όσες και τα δέντρα. Η φόνευση γινόταν ποικιλοτρόπως αν και ο πιο διαδεδομένος ήταν ο αποκεφαλισμός με χατζάρια όπου συνήθως τα κεφάλια παλουκώνονταν μετέπειτα σε δημόσια θέα. Τα ακέφαλα σώματα έμεναν άταφα για να σαπίσουν επίσης σε δημόσια θέα ως ψυχολογική τρομοκρατία, η οποία και θα βοηθούσε στον βίαιο εξισλαμισμό αργότερα.
Υπήρχαν όμως και κρεμάλες ή θανάτωση με αργό τρόπο όπως η διακόρευση των μυών της κοιλιάς όπου ο θάνατος επέρχονταν σιγά-σιγά μετά από μέρες αφού τα κρεμάμενα έντερα τελικά σάπιζαν. Οι γυναίκες θανατώνονταν μετά από βιασμό, ο οποίος συνέβαινε και μπροστά στα μάτια των ανδρών και παιδιών τους. Υπάρχουν ζωντανές μαρτυρίες και για νεκρόφιλη επαφή μετά την θανάτωση, ενώ άλλες όμορφες Ελληνίδες κατέληγαν ατιμασμένες σε σκλαβοπάζαρα. Ζωντανή μαρτυρία κάνει επίσης λόγο για γυναίκα που το μισό σώμα της χώθηκε με το κεφάλι σε αναμμένο φούρνο ψωμιού ενώ βιάζονταν ταυτόχρονα. Διάκριση σε ηλικίες δεν γινόταν. Μάνες με αγέννητα βρέφη ξεκοιλιάζονταν και τα μωρούδια κρέμονταν από τις κοιλιές για πιο αποτελεσματικό εκφοβισμό των γκιαούρηδων.
Τα Αμελέ Ταμπούρ ήταν τα πρώτα οργανωμένα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης της ιστορίας. Σε αυτά γινόταν καταναγκαστικά έργα από σκλάβους Έλληνες που δούλευαν στην ανοικοδόμηση του «μοντέρνου τουρκικού κράτους». Οι περισσότεροι πέθαναν από τις αρρώστιες και κακουχίες, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σε παραπήγματα «φούρνους», λιώνοντας από την δίψα.
Οι «λευκές πορείες θανάτου» ήταν επίσης μία πρακτική εξόντωσης. Σε αυτές υποχρεώνονταν χωριά ολόκληρα σε πορείες μέχρι θανάτου, χωρίς νερό ή φαγητό. Πολλές φορές με «πετάλωμα» όπου οι πατούσες καρφώνονταν με καρφιά για να είναι πιο αστείο το κέφι για τους Νεότουρκους καβαλάρηδες που συνόδευαν την πεζοπορία. Όσοι έπεφταν αφήνονταν επί τόπου άταφοι. Άλλη συγκεκριμένη ζωντανή μαρτυρία σε «λευκή πορεία» κάνει λόγο για ένα βυζανιάρικο που ρουφούσε το βυζί της νεκρής μάνας του.
Οι εκκλησίες καταστράφηκαν και συλήθηκαν. Χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως στάβλοι όπου στο Άγιο Βήμα αφόδευαν αγελάδες (ως τέτοιοι παραμένουν μέχρι και σήμερα). Οι τάφοι σκάβονταν και τα κόκαλα σκορπίζονταν. Οι περιουσίες εκλάπησαν και τα σπίτια των Ποντίων νοικοκυραίων άρπαξαν κλέφτες και μιάσματα όπου «είχε κολλήσει το ρούχο με το δέρμα τους» από την απλυσιά και την λίγδα, όπως γράφει η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα Χώματα».
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στοίχησε χιλιάδες ψυχές του Ποντιακού Λαού. Όσοι δεν φονεύθηκαν ή πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, εξισλαμίστηκαν βίαια. Έτσι έληξε η πολιτισμική παρουσία 100 και πλέον γενεών στην γενέτειρα γη του Πόντου. Ήταν, μαζί με την Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ασσυρίων, μία κατακλυσμιαία καταστροφή μέχρι τότε άνευ ιστορικού προηγουμένου φυλετικού και θρησκευτικού μίσους, που κατέκαψε την Κιβωτό του ελληνικού πολιτισμού στην Μικρασία.
Η Γενοκτονία ήταν μία οργανωμένη πολιτική πράξη με συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο. Ήταν προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό της αυτοκρατορικής δύναμης σε «μοντέρνο» εθνικό κράτος. Οι Τούρκοι εκκαθάρισαν στο εσωτερικό τους κάθε χριστιανικό και μη μουσουλμανικό στοιχείο ώστε να αποκτήσουν «εθνική καθαρότητα» στο νέο έθνος-κράτος που έπρεπε να αντικαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ενώ στο ελληνικό παράδειγμα «το ελληνικό έθνος υπερέβαινε αρχικά τα γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους και είχε συνεχή ιστορική παρουσία σε Μικρασία, Καύκασο, Κριμαία, Βαλκάνια, Αλεξάνδρεια, Μέση Ανατολή κοκ και τελικά συνέπεσε με το (μικρότερο) κράτος διότι υπέστη εξωτερική συρρίκνωση λόγω εκτοπίσεων και διώξεων…» (Π. Κονδύλης), οι Τούρκοι ακολούθησαν διαφορετική και αμφίδρομη στρατηγική. Το έθνος τους συνυπήρχε με άλλα εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας κι έπρεπε έτσι να εξαφανίσουν τους αλλόφυλους-αλλόθρησκους για να επιτύχουν ταύτιση ορίων των δύο εννοιών, έθνους και κράτους.
Πάνω σε αυτήν την φασιστική ιδεολογία οικοδομήθηκε το «μοντέρνο» τουρκικό κράτος. Είναι αυτή τελικά που του έδωσε εθνική υπόσταση. Αυτόν τον χαρακτήρα δεν απώλεσε μέχρι και σήμερα η καθόλα ιμπεριαλιστική πολιτική και πρακτική της Τουρκίας με όλους τους γείτονες της.
Ως γνωστόν, το τουρκικό επίσημο κράτος αρνείται την Γενοκτονία και πηγαίνει βεβαίως ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας το αφήγημα των «γενοκτονημέων Τούρκων από Αρμένιους και Πόντιους φονιάδες». Αυτή είναι μία διαρκής χλεύη στους νεκρούς. Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας όμως, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων των Πόντου, είναι πολιτική και ηθική υποχρέωση της νέας γενιάς της Τουρκίας πού, είτε της αρέσει είτε όχι, είναι αντιμέτωπη με τη ιστορία της.
Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι για εμάς πρωτίστως ένα ηθικό ζήτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν αποτελεί μελανό κομμάτι της τουρκικής ιστορίας μόνο, αλλά και της ανθρώπινης ιστορίας γενικότερα. Δεν επιχειρούμε εδώ μια δήθεν αναγνώριση μιας Γενοκτονίας προς ικανοποίηση ενός εθνικού εγωισμού ή καπρίτσιου. Είναι η έμφυτη αγωνία του ανθρώπου να θέλει να ζει με ειρήνη.
Αναγνώριση της Γενοκτονίας σημαίνει την ηθική δέσμευση ότι τέτοιου είδους κτηνωδίες δεν θα ξανασυμβούν στο μέλλον. Όταν ο εγκληματίας δεν παραδεχθεί το έγκλημα που διέπραξε, τότε θα το ξανακάνει. Η ομολογία του παρελθόντος είναι η κατοχύρωσή μας για το αύριο. Θέλουμε να είμαστε βέβαιοι, ότι η ανθρωπότητα μαθαίνει από τα λάθη της, αναγνωρίζοντάς τα.
Σε αυτόν το δρόμο της διαρκούς προσβολής των νεκρών μας οι υποστηρικτικές παρόλες στον φασισμό δεν ακούγονται δυστυχώς μόνο από την πλευρά της Τουρκίας. Η ιδεολογία της πολιτικής ορθότητας, η κοσμοθεωρία του εθνομηδενισμού, η στρατηγική του κατευνασμού στην επιθετικότητα και προκλητικότητα, η λογική της «συνεκμετάλλευσης» και της διαπραγμάτευσης εθνικών συμφερόντων, οι υποχωρητικές πολιτικές καζάν-καζάν, απαιτούν στρογγυλοποιήσεις και εξωραϊσμούς ακόμη και των πιο ειδεχθών εγκλημάτων σε βάρος του Λαού μας.
Σε όλους όμως τους «φίληδες», «μπουτάρηδες» και λοιπούς ξεδιάντροπους υβριστές που είτε «χέστηκαν» (sic) είτε προσπαθούν να απαξιώσουν πονηρά την συζήτηση λέγοντας ότι αυτή είναι «υπό ιστορική διερεύνηση» θα υπενθυμίζουμε πάντα:
Όποιος διαστρεβλώνει ή υποβαθμίζει την αλήθεια υποστηρίζει τον φασισμό του τουρκικού βαθέως κράτους.
Όποιος μειώνει την σημασία μιας Γενοκτονίας δηλώνει ουσιαστικά ότι δεν θα τον ενοχλούσε να ξανά συμβεί και στο μέλλον. Σκοτώνει τους νεκρούς μία δεύτερη φορά.
Όποιος σιωπά, υποθάλπει τον φονιά.
Όποιος αρνείται, είναι συνένοχος.
Το γνωρίζουμε ίσως οι περισσότεροι από την εμπειρία της ζωής μας. Όσοι προειδοποιούν τάχατες για την έλευση του τέρατος είναι οι ίδιοι το τέρας για το οποίο δήθεν φαίνεται να αγωνιούν. Ο νεοφασισμός δεν θα έρθει ως φασισμός. Θα έρθει και πάλι ως λύκος, αυτή την φορά με την προβιά του «αντιφασισμού» και άρμα την βλακεία.
Επιμύθιο: «Όποιος αναγνωρίσει την Γενοκτονία ξύνει στον τάφο του Μουσταφά Κεμάλ και, αν αμαυριστεί ή αμφισβητηθεί ο Κεμάλ τότε
ΠΟΙΟΣ ή TI είναι η Τουρκία;» (Johannes Lepsius).
Ein Volk, ein Führer. Περί αυτού πρόκειται.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος