Το έναυσμα για τις σκέψεις, που ακολουθούν, το δανείστηκα από τις βιωματικές εμπειρίες και τις θύμισες της γενιάς μου από τα κοπιαστικά αλλά δημιουργικά χρόνια της καπνοκαλλιέργειας.
Τα καπνικά μυστικά , τις εμπειρίες και γνώσεις μιας ζωής τα μετέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες της Σμύρνης και της Σαμψούντας.
Η παραγωγική μνήμη και η γνώση ενός λαού μπορούν να τον μετουσιώσουν σε οικονομικό και εμπορικό υποκείμενο , ανταγωνιστή μιας αγοράς, όπου οι νόμοι της απαιτούν την ύπαρξη και των δύο εννοιών.
Αυτή η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη και παραγωγική σε ό,τι αφορά την καπνοπαραγωγή .
Μια εμπειρία των προσφύγων, που έγινε στα χέρια τους αναγκαία διαδικασία επιβίωσης.
Μια παραγωγική απασχόληση, που μόνο αυτή μπορούσε στα πέτρινα χρόνια της κατεστραμμένης Ελλάδας να θρέψει τις πολυμελείς προσφυγικές οικογένειες.
Ταυτόχρονα όμως εξουθενωτική και κουραστική με ατελείωτες εργατοώρες,
προκειμένου ο μικροσκοπικός σπόρος του καπνού να γίνει εξέχον χαρμάνι και απολαυστικό σιγαρέτο στα χέρια της Marilyn Monroe.
Ευτυχώς που η παγκόσμια αγορά απορροφούσε στο σύνολο τους τα μυρωδάτα καπνά της χώρας μας, που μόνο αυτά μοσχομύριζαν και άστραφταν σαν κεχριμπάρια στις ανταύγειες του αυγουστιάτικου ήλιου .
Οι πρόσφυγες έπρεπε να επιβιώσουν . Τα τριάντα στρέμματα δεν ήταν αρκετά να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες , αλλά ούτε να τους παράσχουν τα προς το ζην στις πολυμελείς οικογένειές τους.
Μόνο ο καπνός, αυτό το ευλογημένο – διαβολικό προϊόν, που γινόταν μολυσματικός καπνός στα πνευμόνια του ανυποψίαστου κόσμου, μπορούσε να τους βοηθήσει.
Μια μαζική οικογενειακή και κοινωνική μυσταγωγία σε όλα τα προσφυγικά χωριά άρχιζε με την σποροπαραγωγή. Από τον Φλεβάρη κιόλας οι σπόροι του καπνού απλώνονταν δίπλα στην ξυλόσομπα, βρεγμένοι κατάλληλα για να σκάσουν και να είναι έτοιμοι για φύτεμα.
Τον Μάρτη με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου γίνονταν τα παρτέρια για τα καπνόφυτα.
Το μεράκι και η γνώση του κάθε καπνοπαραγωγού ξεκινούσε το μήνα αυτό.
Θυμάμαι την συγχωρεμένη την γιαγιά μου, που μου έλεγε ΄΄ Πούλι μ’, τα σπόρα άμον μικρόν μωρόν θα τερείς ατά, για να τρανύν’νε..΄΄
Αρχές Ιουνίου άρχιζε το φύτεμα. Όλες οι εργασίες απαιτούσαν το πρωινό ξύπνημα .
Πριν ακόμα ξημερώσει οι γονείς μας έλεγαν:
΄΄ δεβάτεν, κοιμεθέστεν, πουρνά θα σκούμες και πάμε ‘ς σο φύτεμαν΄΄
Μετά το μάζεμα των φυτών αυτά τοποθετούνταν σε σειρές μέσα σε κοφίνια ή καφάσια, φορτώνονταν στα κάρα και πήγαιναν για φύτεμα.
Η πιο επώδυνη διαδικασία ήταν η μεταφορά νερού στο χωράφι. Αυτό γίνονταν συνήθως με το γέμισμα νερού στα βαρέλια που μεταφέρονταν με κάρα στο χωράφι.
Για να μη χύνεται το νερό από τα βαρέλια έδεναν με τσουβάλια το στόμιό τους .
Μετά το ρίζωμα των φυτών ΄΄ επίασαν τα φυτά΄΄ άρχιζε το πρώτο τσάπισμα, που ήταν απαραίτητο για να μεγαλώσουν. Θυμάμαι την γιαγιά μου, που μας παρότρυνε να τσαπίσουμε, λέγοντάς μας:
΄΄ Τσαπίστεν, τα καπνά ακούνε την τσάπαν και τρανύν’νε..!΄΄
Τον Ιούλιο, μόλις αυτά μεγάλωναν και φύλλωναν, άρχιζε το σπάσιμο και μάζεμα του καπνού, στα πόντιακά τσάκωμαν ΄΄εσκάλωσαμ το τσάκωμαν΄΄,στα μικρασιάτικα
΄΄ κίρντισμα΄΄.
Το σπάσιμο ήταν η πιο επώδυνη διαδικασία για τους καπνοπαραγωγούς, γιατί απαιτούσε δωδεκάωρη και πολλές φορές δεκαεξάωρη εργασία..
Οι καημένοι δεν προλάβαιναν να ξαποστάσουν και συχνά παραπονιούνταν λέγοντας:
΄΄ επόνεσαν τα χέρια μ’, εκουράγαν τα μέσα μ’ ας σο τσάκωμαν…! Άμαν ντό να εφτάμε; Πρέπ’ να ζούμε..!΄΄
Μετά το μάζεμα του καπνού και την επιστροφή στο σπίτι έπλεναν βιαστικά την πίσσα
( ζεχίρια)από τα χέρια τους, που ήταν κολλημένη μέχρι τους αγκώνες..! Έτρωγαν βιαστικά το φαγητό, που είχε μαγειρέψει η γιαγιά και έπεφταν με τα μούτρα στο βελόνιασμα…
Μικροί, μεγάλοι, παιδιά εφτά χρονών μαζί με τη γιαγιά βελόνιαζαν τις χιλιάδες των χιλιάδων τα πράσινα φύλλα του καπνού… περνώντας τα δύο δάχτυλα σύρριζα από την κοφτερή βελόνα…! Όταν κάποιος κοβόταν έδενε τα δάχτυλα με ένα πρόχειρο πανί και συνέχιζε ακατάπαυτα το βελόνιασμα…
Η μόνη διασκέδαση ήταν τα τραγούδια του Καζαντζίδη και των άλλων αοιδών, που ακούγονταν από τα φορητά τρανζίστορς, που άρχισαν να κατακλύζουν την ελληνική αγορά. Το ραδιόφωνο συντονισμένο στο εθνικό πρόγραμμα θύμιζε κάθε λίγο την ώρα. Όλη η οικογένεια περίμενε να ακούσει το εθνικό σήριαλ, που ήταν ΄΄το σπίτι των ανέμων΄΄. Όταν άρχιζε κάπου στις 11π.μ. ακουγόνταν μόνο η φωνή του Βύρωνα Πάλη και ο ήχος από το τρύπημα των καπνών στις βελόνες…!
Κάπως έτσι αναστήθηκε η μετεμφυλιακή Ελλάδα μέσα από την οικογενειακή καπνική υπερπαραγωγή.
Όταν αυτή ξεπερνούσε τις κρατικές συμβάσεις, τότε ένα μέρος από τη σοδιά έπρεπε να καταστραφεί σύμφωνα με τις κρατικές συμφωνίες.
Οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές… Ο υπάλληλος της καπνοπροστασίας έλεγχε το μαξούλι δέμα – δέμα και το βαθμολογούσε σε πρώτα, δεύτερα, τρίτα και τα προς καταστροφή.
Ήταν η απόσυρση της εποχής …! Αυτά έπρεπε να μεταφερθούνε στο ποτάμι και να καταστραφούν δια της πυράς.
Άλλες χρονιές η τιμή του καπνού ήταν εξευτελιστική. Γι’ αυτό οι πόντιοι καπνοπαραγωγοί τραγούδησαν το ΄΄ οι εμπόρ’ έρθαν να παίρνε τσάπαν τον καπνόν.
Εικόνες και βιώματα, που χάνονται χρόνο με το χρόνο, εμπεριέχουν όμως τη μεγάλη διδαχή, ότι μέσα από τον κάματο και το μόχθο σφυριλατήθηκαν
οι αδιάσειστοι και ακλόνητοι δεσμοί της ελληνικής οικογένειας.
Δομήθηκε η εξαγωγική ελληνική οικονομία ,που μπόρεσε να αναπτύξει το κατεστραμμένο από τους πολέμους ελληνικό κράτος.
Αυτή ,η μεγάλη οικογενειακή οικονομική βιομηχανία , κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, με την αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού και την δημιουργία ενός σύγχρονου γραφειοκρατικού τέρατος.
Ενός τέρατος, που καταβρόχθισε κάθε δημιουργική και παραγωγική ικμάδα του ελληνικού λαού στο σύνολό του.
Οι βελόνες του καπνού πετάχτηκαν ,ενώ κάποιοι τις κρατούν ακόμα για σουβενίρ, κρεμασμένες και σκουριασμένες σε κάποιο καρφί της αποθήκης.
Και όμως στο ΄΄ βελόνιασμα και στο αρμάθιασμα του καπνού ΄΄, καθώς και σε παρόμοιες σημειολογικές και πρωτότυπες διεργασίες θα πρέπει να αναζητήσουμε τις σύγχρονες αναπτυξιακές δομές της χώρας μας.
Δομές ,που θα επανασυνδέσουν την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια , προκειμένου να δημιουργηθούν νέες μορφές παραγωγικότητας και ανάπτυξης.
Η Ελλάδα της κρίσης θα πρέπει να επαναφέρει τις παραδοσιακές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, που δεν ήταν άλλες από τις οικογενειακές γεωργικές, βιοτεχνικές και άλλες επιχειρήσεις.
Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να πριμοδοτήσουν μια νέα επαρχιοτοποίηση του αστικού πληθυσμού της χώρας, βοηθώντας απλόχερα στην πρωτογενή οικογενειακή παραγωγή.
Άλλως το σπιράλ της οικονομικής κρίσης θα συμπαρασύρει στο βυθό το διάτρητο κρουαζιερόπλοιο των φλύαρων και ανυποψίαστων διαχειριστών της κρίσης…!