Σαν σήμερα, στις 11 Απριλίου του 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού επί πολλά έτη ανεκαίνιζε εκ βάθρων την αρχαία πόλη του Βυζαντίου, την μετονόμαζε σε «Κωνσταντινούπολη», ανελίσσοντας την σε πρωτεύουσά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Σωκράτης, «και Κωνσταντινούπολιν μετονομάσας, χρηματίζειν Νέαν Ρώμην» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄.15). Η επιλογή του αυτή, είχε, βαθμιαία, δύο βασικές συνέπειες. Από την μια έκανε επίκεντρο της αυτοκρατορίας την ελληνιστική και σε μεγάλο βαθμό χριστιανική, παρά τις διώξεις, Ανατολή. Από την άλλη, επλήγη σε σημαντικό βαθμό η εικόνα του στη Δύση. Έτσι η 28η Οκτωβρίου, ημερομηνία η οποία συνοψίζει την νίκη του επί του Μαγνεντίου, καθώς και την άλωση της Ρώμης, υπήρξε έως και τον 20ο αιώνα (βλ. Μουσολίνι), αποφράδα ημέρα για τους Λατίνους έναντι της Ανατολής.
Ο Κωνσταντίνος είχε τελέσει τον πολισμό της Νέας Ρώμης, ήδη, στις 8 Νοεμβρίου του 324. Ο Κωνσταντίνος ήθελε μια ελληνική πόλη προς Ανατολάς για νέα του πρωτεύουσα και στο μυαλό του είχε την Τροία / Ίλλιον. Ωστόσο καθοριστικό παράγοντα στο να προτιμήσει ως θέση το Βυζάντιο, υπήρξε ο πόλεμός του με τον Λικίνιο. Ενώ τον είχε κερδίσει στις 3 Ιουλίου του 324 στην μάχη της Αδριανούπολης και με πολύ δυσμενείς συνθήκες (130.000 δύναμη, έναντι 165.000 του Λικινίου), απέτυχε να τον κερδίσει, όταν ο Λικίνιος οχυρώθηκε στο Βυζάντιο. Τότε ήταν που αντιλήφθηκε, την γεωστρατηγική θέση της πόλης.
Στην θέση της Κωνσταντινουπόλεως, λοιπόν, υπήρχε το Βυζάντιο. Πόλη η οποία ιδρύθηκε το 660/659 από Μεγαρείς, προς τιμήν του γενάρχη τους Βύζαντα. Ο Στράβων από τη μεριά του, κατέγραψε τον ίδιο τον Βύζαντα οικιστή της πόλης, ύστερα από απολλώνιο χρησμό. Ο ίδιος γεωγράφος έκανε λόγο για την θέση της απέναντι από την Χαλκηδόνα, τους οικιστές της οποίας κάλεσε ως «τυφλούς»: αν και προηγήθηκαν στην περιοχή, δεν αντιλήφθηκαν την υπεροχή της θέσης όπου, τελικά, οικίστηκε το Βυζάντιο: «ηι δή και τον Απόλλω φασί τοις κτίσασι το Βυζάντιον ύστερον μετά την υπό Μεγαρέων Χαλκηδόνος κτίσιν χρηστηριαζομένοις προστάξαι ποιήσασθαι την ίδρυσιν απεναντίον των ‘‘τυφλών’’, τυφλούς καλέσαντα τους Χαλκηδονίους, ότι πρότεροι πλεύσαντες (εις) τους το πους, αφέντες την πέραν κατασχείν τοσούτον πλούτον έχουσαν, είλοντο την λυπροτέραν» (Γεωγραφικά, Ζ΄, 6.2). Ο νεότερος Πλίνιος διέσωσε το παλαιότερο όνομα της περιοχής, το οποίο ήταν «Λύγος»: «Sed a Bosporo sinus Lasthenes, portus Senum et alter qui Mulierum cognominatur. promunturium Chryseon Ceras, in quo oppidum Byzantium liberae condicionis, antea Lygos dictum» (Naturalis Historia, IV, 46).
Ο Ηρόδοτος ιστορεί πως όταν πέρασε ο Δαρείος από το Βυζάντιο, έστησε στην ακτή του Βοσπόρου δύο μνημειακές στήλες από λευκό λίθο, μια ασσυριακή και μια ελληνική. Σε αυτές κατέγραφε τα έθνη τα οποία είχε υπό την ισχύ του και εκ των οποίων συγκέντρωσε δύναμη 700.000 ανδρών με το ιππικό και 600 πλοίων. Εξ αυτού του γεγονότος γνωρίζουμε 2 βασικές λατρείες εκεί, της Ορθωσίας Αρτέμιδος και του Διονύσου. Τα τμήματα αυτής της στήλης τα χρησιμοποίησαν αργότερα οι αρχαίοι Βυζαντινοί, για να οικοδομήσουν το ναό της πρώτης, πλην ενός, το οποίο είχε ασσυριακή γραφή. Αυτό το έθεσαν δίπλα στο ναό του Διονύσου. Γνωρίζουμε πως από τότε, υπήρχε στο Βόσπορο πλωτή γέφυρα, έργο του Σάμιου μηχανικού Μανδροκλή. Ως προς την οχύρωση της πόλης, τεχνητή και φυσική, κατατάσσονταν από τον Παυσανία, στις τρεις άριστες του αρχαίου κόσμου, μαζί με την Ρόδο και την Μεσσήνη (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Δ΄ Μεσσηνιακά, 31.5).
Υπήρχε αμέσως πριν τα θαλάσσια τείχη, ναός του Ποσειδώνος, όντας η θρονισμένη, κατά τον Όμηρο, θεότητα στο όρος της Σαμοθράκης. Δίπλα από αυτόν υπήρχε βωμός της Αθηνάς Εκβασίας. Η λατρεία αυτή, πέρα από τον μύθο της θείας προστασίας των τειχών της, πρόσληψη, ίσως, από την παράδοση των ανίκητων τειχών της Τροίας, έργο του Ποσειδώνος και δευτερευόντως του Αππόλωνος και του Αιακού, ενδέχεται να απηχεί την καβείρια λατρεία. Μην λησμονούμε πως η Αθηνά χόρευε τον πυρρίχιο χορό, σχετίζονταν με την μεταλλουργία και τον Ήφαιστο, ενώ στα νομίσματα της Σαμοθράκης επείχε σημαντική θέση. Μετά την αποχώρηση του οικιστή Δαρδάνου από την Σαμοθράκη, η καβείρια λατρεία πέρασε στον Ελλήσποντο και την Φρυγία, με τον Δάρδανο να καταλήγει βασιλιάς στην Τροία (Διονύσιος Αλικαρνασεύς, Λόγος Α΄, 61, 1-4). Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι η ύπαρξη ναού του Ηλίου – Αππόλωνος. Το τελευταίο παραπέμπει σε καβείρια λατρεία και ορφισμό, αφού ο Ορφέας ύψωσε στο Παγγαίο τον Ήλιο ως πρώτο θεό ονομάζοντάς τον «Απόλλωνα». Αποικία των Βυζαντινών υπήρξε η Μεσημβρία, στα νομίσματα της οποίας η καβείρια λατρεία εκπροσωπείται (Ηρόδοτος, Ιστοριών ΣΤ΄, Ερατώ, 33).
Ο Ιωάννης Μαλάλας μας πληροφορεί, πως ο Μέγας Αλέξανδρος στάθμευσε στην πόλη, σχεδιάζοντας την περσική εκστρατεία και κτίζοντας το λεγόμενο «Στρατήγειον». Αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεβήρος, ο οποίος σχετίσθηκε με την λατρεία του Αλεξάνδρου, υπήρξε 2ος οικιστής της πόλης. Ανεκαίνισε το Στρατήγειον, μετονόμασε την πόλη σε «Βυζούπολη» και την κόσμησε με το «Ζεύξιππον», δημόσιο λουτρό, αφιερωμένο στον Ήλιο, τον οποίο έτσι ονόμαζαν μυστικά οι Θράκες. Στην ακρόπολη της, μάλιστα, έχτισε ναό του Ηλίου, παρακείμενο σε ιερά της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης (Χρονογραφία, Ι, 291-292).
Ανατρέχοντας στην νομισματοκοπία του Βυζαντίου, ειδικά των ελληνιστικών χρόνων, αναγνωρίζουμε ανάλογες λατρείες. Πλην του οικιστή Βύζαντος και την τρίαινα, κλασσικό σύμβολο του Ποσειδώνος, απαντούν οι καβείριοι προστάτες της ναυτιλίας Διόσκουροι, η Αρτέμιδα, η Σελήνη – Ημισέληνος με τον Ήλιο, δελφίνια με ταύρο, φτερωτά κηρύκεια του καβείριου και χθόνιου Καδμίλου Ερμού. Κάπου εδώ βρίσκονται τα βαθύτερα αίτια της πρόσληψης της ημισελήνου, ως συμβόλου από τον βυζαντινό στρατό αργότερα, ειδικά επί Παλαιολόγων και εν συνεχεία από τους Οθωμανούς. Η Σελήνη συνδυάζει κομβικές λατρείες πυρός, όπως της μητρός του Απόλλωνος Λητούς και της Εκάτης, ενώ ήταν σύμβολο της προστασίας της γέννησης. Σύμβολο γέννησης αποτελούσε ο ταύρος, παράλληλα με την συσχέτιση του με τον Διόνυσο Ζαγρέα και τον Ποσειδώνα. Ορόσημο, λοιπόν, στις λατρείες αυτές υπήρξε η Σελήνη και ο Ήλιος. Ως σύμβολο του Αρχαίου Βυζαντίου το γνώριζαν οι Κωνσταντινουπολίτες. Κατά συγκυρία μεγάλη, η Σελήνη (ως αρσενική θεότητα με τα ονόματα «Shin», «Wadd», «Almaqah» ή «Amm)», ο Ήλιος (ως γυναικεία θεότητα και σύζυγος της Σελήνης με το όνομα «Shams»), και η Αφροδίτη (ως υιός της Σελήνης και του Ηλίου με το όνομα «Ahtar»), υπήρξαν οι κύριες θεότητες του προϊσλαμικού αραβικού πανθέου, απ΄όπου ξεκίνησε ο Μωάμεθ. Με τον Κωνσταντίνο, συνέχισαν να λειτουργούν τα ιερά της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και της Αφροδίτης, ενώ ο ίδιος ίδρυσε και δύο νέα ιερά, της Μητρός των Μεγάλων Θεών Ρέας και της Τύχης. Υπέρμαχος κατά τον Όμηρο η Αρτέμιδα στα τείχη της Τροίας, με ανάλογο ρόλο και στα τείχη του Βυζαντίου. Υπέρμαχος και η Θεοτόκος στην Κωνσταντινούπολη, στην συνδρομή της οποίας, στους ναούς και τις εικόνες της, προσέτρεχαν οι ορθόδοξοι της Πόλης.
Κόττης Κωνσταντίνος