«Από στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα…κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων…..Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο». (Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ας φρόντιζαν»)
Η νέα κατάσταση από την 8η Δεκεμβρίου στη Συρία και ο ρόλος της Τουρκίας, αποκάλυψε τις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών, οι οποίες έχουν περάσει από πολλές φάσεις. Από τη συνεργασία λυκοφιλίας μέχρι τη συνεχή σύγκρουση, αποτελώντας ένα μόνιμο γεωπολιτικό ζήτημα στην πάντα φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Οι τουρκοσυριακές σχέσεις έχουν επηρεαστεί από εθνοτικά ζητήματα, θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, στρατηγικές συμμαχίες, διπλωματία και εξωτερική πολιτική και κυρίως από τον ενεργό αναθεωρητισμό και επεκτατισμό της Άγκυρας.
Μάλιστα αυτός ο επεκτατισμός εκφράστηκε και συνεχίζει να υφίσταται, πέραν της σύγχρονης τουρκική εισβολής και κατοχής μέρους της Συρίας, στην περιοχή της Αλεξανδρέτας (Χατάι), η οποία παρότι Συριακή, παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, με τις ευλογίες των μεγάλων δυνάμεων και της χρεοκοπημένης Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου του πτωχευμένου ΟΗΕ. Οι τελευταίες λέξεις διαβάζονται και ως επανάληψη της ιστορίας ως τραγωδίας….
Στις δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Συρίας ήταν κυρίως συγκρουσιακές. Επικεντρώθηκαν στο Κουρδικό ζήτημα, στην καταστολή της Τουρκίας εναντίον των Κούρδων η οποία δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό, αλλά επεκτάθηκε στο Ιράκ αλλά και στη Συρία, η οποία θεωρήθηκε ότι προσέφερε καταφύγιο στους ένοπλους του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και στον ηγέτη του Αμπνουλάχ Οτσαλάν.
Το 1998, η Συρία αναγκάστηκε να υπογράψει με την Τουρκία την «Συμφωνία των Αδάνων», η οποία προέβλεπε την απομάκρυνση του PKK από την Συρία και τη συνεργασία για την καταπολέμηση του PKK, γεγονός που σε συνδυασμό και με άλλα δεδομένα κατέληξε στην παράδοση του Οτσαλάν στην Τουρκία και στην περαιτέρω καταστολή του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος.
Η εμφύλια, εθνοτική, θρησκευτική, πολιτισμική σύγκρουση στη Συρία η οποία ξεκίνησε το 2011 επιβάρυνε επιπλέον τις σχέσεις Τουρκίας-Συρίας, τόσο λόγω της πολιτικής του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ και των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας, αλλά και της εμπλοκής και άλλων δυνάμεων στην περιοχή.
Η Τουρκία ήταν από τις πρώτες χώρες που αντέδρασαν στην καταπίεση των διαδηλώσεων από το καθεστώς του Άσαντ και υποστήριξε, υπέθαλψε, ενίσχυσε τη λεγόμενη συριακή αντιπολίτευση και έθεσε ως στόχο την ανατροπή του Άσαντ και ανέπτυξε στρατηγικές συνεργασίες με τις ένοπλες ομάδες της συριακής «αντιπολίτευσης», δηλαδή των κάθε λογής ισλαμιστικών ομάδων, δολοφόνων, ναρκέμπορων, διακινητών και άλλων εκφράσεων του οργανωμένου εγκλήματος.
Επιπλέον η Τουρκία χτύπησε ποικιλοτρόπως τις Κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) στη Συρία, τις οποίες θεωρεί παρακλάδι του PKK, αφού πίστευε και πιστεύει ότι η ενίσχυση των Κούρδων στη Συρία, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τα κουρδικά αιτήματα και στην Τουρκία με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μέλλον του συνεταιρισμού Ερντογάν, Γκρίζων Λύκων και Κεμαλικών.
Παράλληλα έχοντας ως δεδομένο ότι Ρωσία, υποστηρίζοντας το καθεστώς Άσαντ, ήρθε σε σύγκρουση με την Τουρκία, η οποία υποστήριζε τις ισλαμιστικές ομάδες, οι δύο χώρες είχαν καταφέρει να διαχειριστούν τις διαφορές τους και να καταλήξουν σε κάποιου είδους στρατηγική συνεργασία, κυρίως για την περιοχή της βόρειας Συρίας. Η Τουρκία είχε συμφωνήσει να συνεργαστεί με τη Ρωσία και το Ιράν μέσω της «διαδικασίας της Αστάνα», με στόχο την επίλυση της συριακής κρίσης. Έτσι η, πριν από λίγες ώρες από την κατάληψη της Δαμασκού, συνάντηση στο Κατάρ των επικεφαλής της διπλωματίας Τουρκίας και Ρωσίας (συν του Ιράν) απλώς επιβεβαίωσε αυτή τη συμφωνία.
Δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι η Τουρκία έχει εισβάλλει κανονικά στη Συρία από το 2016, με στόχο, όπως λέει η προπαγάνδα της Άγκυρας, την απομάκρυνση των Κούρδων από τις περιοχές που βρίσκονται κοντά στα σύνορα της. Η «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη» το 2016 και η «Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας» το 2018, οι οποίες είχαν στόχο τη βόρεια Συρία και την περιοχή του Αφρίν, άφησαν πίσω τους χιλιάδες θύματα και εκατομμύρια πρόσφυγες. Ταυτόχρονα η Τουρκία, είτε στρατιωτικά, είτε οικονομικά, είτε σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών, ενίσχυσε τους ισλαμιστές και κάθε ομάδα, κίνηση, πράξη που θα επέτρεπε να έχει παρουσία στη Συρία. Εν τέλει το κατάφερε τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου με την κατάληψη της Δαμασκού από τις τουρκοκίνητες και τουρκοχρηματοδούμενες οργανώσεις ισλαμιστών και τώρα δρέπει τους καρπούς μίας ακόμη «ειρηνευτικής» επιχείρησης, από αυτές που ξέρει καλά: Κύπρος, Ιράκ, Λιβύη, υποσαχάρια Αφρική, Ναγκόρνο Καραμπάχ, με τελευταίο σταθμό τη Συρία.
Οι σχέσεις Τουρκίας και της νέας, διαμελισμένης, διχοτομημένης, κατεχόμενης Συρίας (θα) είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και (θα) εξαρτηθούν από τη συνεχιζόμενη εσωτερική σύγκρουση, τις στρατηγικές συμμαχίες, καθώς και από τη διεθνή πολιτική. Η Τουρκία κατέχει πλέον και επισήμως μέρος της Συρίας, είτε αυτόνομα, είτε με τις «θυγατρικές» της ισλαμιστικές οργανώσεις προασπίζοντας τα συμφέροντά της και προωθώντας τον αχαλίνωτο επεκτατισμό της.
Τέλος σε ό,τι αφορά ως τον Ελληνισμό, μπροστά μας εκτυλίσσεται η σκληρή πραγματικότητα που σχετίζεται με την ασφάλεια μας στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και τη Μέση Ανατολή, με τους ελληνογενείς, χριστιανικούς πληθυσμούς και πολλά άλλα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα. Το τουρκικό πρόβλημα απαιτεί λύση, αφορά την επιβίωση και τη συνέχεια του έθνους μας, το οποίο βλέπει την Τουρκία να κατέχει πλέον άλλη μία χώρα…..