Πώς τιμάμε, τελικά, την ελληνική γλώσσα ;
Πιθανότατα να μην είναι ευρέως γνωστό καθώς καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα, αλλά η 9η Φεβρουαρίου κάθε έτους είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής γλώσσας.
Η μέρα δεν επελέγη τυχαία αφού είναι η επέτειος του θανάτου του Εθνικού μας ποιητή, του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος απεδήμησε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857, και θεσμοθετήθηκε το 2017, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας της Ελλάδας.
***
Το να υπάρχει μια παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη στη γλώσσα μας είναι οπωσδήποτε σημαντικό και αξιοσημείωτο.
Το ερώτημα όμως είναι πώς τιμάμε όλοι εμείς οι νεοέλληνες αυτή την τόσο σημαντική και πλούσια γλώσσα όχι μόνο στις 9 Φεβρουαρίου αλλά καθημερινά.
***
Για να βρούμε την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα διάφορα κείμενα που κυκλοφορούν ευρέως παντού, σε ενημερωτικές ιστοσελίδες, σε έντυπα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οπουδήποτε αλλού, και να ακούσουμε προσεκτικά πώς την χρησιμοποιούμε όλοι μας, ανεξάρτητα από ηλικία, μόρφωση και θέση.
Η απάντηση μόνο ευχάριστη δεν είναι.
***
Ζούμε, εδώ και χρόνια, σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και ως χρήστες των νέων τεχνολογιών, θέλοντας και μη, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε και πολλές ξένες λέξεις.
Λέξεις που αφορούν τεχνολογικές ανακαλύψεις και εφαρμογές τις οποίες άλλοι εφηύραν και άλλοι κατασκεύασαν και όπως ήταν φυσικό και επόμενο τις βάπτισαν με κάποιες ορολογίες από τη δική τους γλώσσα, με την αγγλική να κυριαρχεί στις περισσότερες περιπτώσεις.
Εξάλλου, αυτό συμβαίνει και με κάποιες ορολογίες της ιατρικής, των μαθηματικών και άλλων επιστημών οι οποίες εισήχθησαν πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες και γι’ αυτό κατοχυρώθηκαν και παραμένουν ακόμα και σήμερα ως έχουν.
***
Ως εδώ όλα καλά.
Το πρόβλημα όμως αρχίζει από εκεί και πέρα, όταν χρησιμοποιούμε, ως μη οφείλουμε, στις καθημερινές μας ομιλίες και γραφές λέξεις ή φράσεις από την αγγλική, κυρίως, γλώσσα τη στιγμή που υπάρχουν εφάμιλλες ελληνικές που θα μπορούσαν να αποδώσουν εξίσου καλά το όποιο νόημα.
Έτσι, λέξεις από το πολύ απλό okay (εντάξει- σύμφωνοι) μέχρι το sorry (συγγνώμη) και από το follow (ακολουθώ) μέχρι το coming soon (έρχομαι σύντομα) επιλέγονται σταθερά έναντι των ελληνικών, ενώ κάποιες ελληνικές λέξεις γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες ακόμα και όταν το μήνυμα που θέλουν να εκφράσουν απευθύνεται σε καθαρά ελληνικό κοινό.
***
Για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά;
Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό πολλές, αλλά η κοινή συνισταμένη όλων, μια και μοναδική.
Δηλώνουμε με κάθε ευκαιρία πόσο περήφανοι είμαστε για την καταγωγή μας και για την τόσο πλούσια κληρονομιά μας, ένα σκέλος της οποίας είναι τα έργα του πολιτισμού, και τελικά απαξιώνουμε στην πράξη τη γλώσσα που εκτός από αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού είναι και το όχημα του, καθώς τον κουβαλάει στις πλάτες της εδώ και αιώνες.
***
Το να μαθαίνεις τις γλώσσες των άλλων είναι σίγουρα πολύ σημαντικό και χρήσιμο για τον καθένα.
Βοηθά στην αλληλοκατανόηση και την καλή συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών λαών.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να ξεχάσεις τη δική σου, ή να τη διανθίζεις, χωρίς σοβαρό λόγο και αιτία, με λέξεις και φράσεις που δεν σου προσθέτουν επί της ουσίας κάτι.
Ο κόμπος που έφτασε στο χτένι
Η κυβέρνηση δηλώνει πως «έξυσε τον πάτο του βαρελιού» δίνοντας όσα περισσότερα γινόταν στους αγρότες και ότι ικανοποίησε το μεγαλύτερο ποσοστό των αιτημάτων τους.
Η αντιπολίτευση υποστηρίζει πως δόθηκαν ελάχιστα και τόσα που λογικό και επόμενο είναι το να μην ικανοποιούν τους αγρότες, ενώ θα έπρεπε να δοθούν πολλά περισσότερα.
Κατά μία έννοια πρόκειται για το κλασικό πολιτικό σκηνικό που βλέπουμε κάθε φορά που οι αγρότες βγάζουν τα τρακτέρ τους στους δρόμους.
***
Οι αγρότες όμως έχουν, για μια ακόμα φορά, ανάγκη λύσεων που θα απαντήσουν πειστικά στα προβλήματα τους.
Λύσεων που κάποιες απ’ αυτές είναι απλώς υποσχέσεις που επαναλαμβάνονται κάθε φορά που κινητοποιούνται, αλλά σύμφωνα με τους ίδιους, δεν υλοποιούνται ποτέ.
***
Ωστόσο, αυτή τη φορά δηλώνουν πως «ο κόμπος έφτασε στο χτένι», κάτι που θα τους οδηγήσει στο να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις και τον αγώνα τους.
Και είναι ένας αγώνας που φαίνεται να μην έχει χρώματα, μπλε, πράσινα ή κόκκινα, αλλά μια σειρά αιτημάτων που αν τα διαβάσεις προβληματίζεσαι για το κατά πόσο θα μπορέσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αγρότες αλλά και κτηνοτρόφοι, να παραμείνουν σ’ ένα επάγγελμα που και δύσκολο είναι και πολλές φορές απρόβλεπτο, αφού εξαρτάται από μια σειρά αστάθμητους παράγοντες, αν δεν ικανοποιηθούν τουλάχιστον τα κυριότερα απ’ αυτά.