«Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου». Έτσι επί αιώνες οι Έλληνες νανουρίζουμε ακόμη τις κόρες μας. Αμέσως μετά τη Βασιλεύουσα Πόλη Κωνσταντινούπολη, στα χείλη του Νεοτέρου Ελληνισμού η Βενετιά ιεραρχείται πρώτη. Δικαιολογημένα, άλλωστε. Διότι καμιά άλλη πόλη της Ευρώπης δεν επέδρασε τόσο πολύ επί τόσους μακρούς αιώνες την ελληνική Ιστορία των Μέσων και των Νεοτέρων Χρόνων όσον η Βενετία η οποία επίσης συνέδραμε επί αιώνες στην διαμόρφωση του Νέου Ελληνικού Έθνους και στην ανάπτυξη του εμπορίου. Η συνάντηση Ενετών και Ελλήνων, με εναλλασσόμενες πολύπλοκες φάσεις συμμαχιών, εχθροπραξιών, συνεργασίας και προστασίας, διήρκεσε περισσότερο από χίλια χρόνια στις παράκτιες πόλεις, μέσα στην ίδια τη Βενετία αλλά και στην Κωνσταντινούπολη.
Το 697 μ.Χ. τα 117 νησιά της ενετικής λιμνοθάλασσας Λαγκούνα αυτονομήθηκαν από την πατρώα μας Επικράτεια και δημιούργησαν την περιώνυμη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας την οποία κυβερνούσε η Σύγκλητος με ανώτατο άρχοντα τον Δόγη ο οποίος, όμως, μέχρι το 1204 έφερε ταυτοχρόνως ύπατο αξίωμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν μάλιστα ο Καρλομάγνος εστέφθη ψευδωνύμως Αυτοκράτωρ Ρωμαίων από τον Πάπα, ο γιος του Πιπίνος ο Βραχύς προσέβαλε τη Βενετία για να την προσαρτήσει το 810, αλλά οι Ενετοί αντέστησαν επιτυχώς, δηλώνοντας στους Φράγκους επιδρομείς, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ότι «μόνον εις τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων εν Κωνσταντινουπόλει ήθελον υπακούειν».
Η Βενετία να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πόλη όπου λάμπει η Κωνσταντινούπολη μετά την Κωνσταντινούπολη Ο περιώνυμος καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου, προστάτου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, εκφράζει και διαιωνίζει την λαμπρότερη πολιτιστική συνάντηση Ενετών-Ελλήνων. Οικειωμένοι με την καλλιτεχνική πληρότητα και υπερβατικότητα της καθ’ ημάς βυζαντινής παραδόσεως, από την πλησιόχωρη Ραβέννα αλλά και αυθεντικούς ελληνικούς ναούς ενετικών νησίδων, περί την αυγή της 2ης μ.Χ. Χιλιετίας, οι Ενετοί αντέγραψαν δημιουργικά τον αυτοκρατορικό ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως, από όπου μετεκλήθησαν έξοχοι ζωγράφοι και ψηφιοθέτες που συνέθεσαν τα εκπληκτικά ψηφιδωτά του Αγίου Μάρκου και χρυσικοί που εναπέθεσαν στην Αγία Τράπεζά του το μοναδικής τέχνης χρυσάργυρο κάλυμμά της. Εκεί Ενετοί ναυτικοί εκόμισαν λεπτούς κίονες, αγάλματα και ποικίλματα. Το 1204 τα χάλκινα άλογα του βυζαντινού Ιπποδρόμου και άλλα καλλιτεχνικά λάφυρα της Δ′ Σταυροφορίας συμπλήρωσαν το σύνολο, έτσι ώστε έκτοτε έως σήμερα. Δείγματα απαράμιλλα του κοινού πολιτισμού επίσης ο βυζαντινός ναός της Σάντα Φόσκα και ο κατάκοσμος με βυζαντινά ψηφιδωτά ναός της Σάντα Μαρία Ασούντα του 12ου αιώνος στη νησίδα Τορτσέλο, Παναγία Οδηγήτρια και καμάρι της Βενετιάς μας.
Αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Μαΐου 1081 εγκαθιστά στο Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως ανεξάρτητη, αφορολόγητη και αδασμολόγητη, εμπορική αποικία των Ενετών οι οποίοι επίσης ελεύθερα ιδρύουν ανάλογες αποικίες σε όλες τις σημαντικότερες παράκτιες, μα και χερσαίες, κομβικές πόλεις της Αυτοκρατορίας. Μετά 22 έτη, εκτρέποντας επιτηδείως την Δ′ Σταυροφορία και εκμεταλλευόμενοι τις δυναστικές έριδες των Αλεξίων Αγγέλων, θα αλώσουν και θα δηώσουν την Βασιλεύουσα, θα στέψουν Οικουμενικό Πατριάρχη τον Ενετό Θωμά Μοροζίνι και θα λάβουν το ένα τέταρτο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το 1423 οι Θεσσαλονικείς παρέδωσαν εθελοντικά την εμπερίστατη πόλη τους στους Ενετούς, οι οποίοι τα επόμενα επτά έτη ήσαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της μεταξύ των Ελλήνων μέχρι την οριστική άλωσή της από τους Οθωμανούς το 1430. Μετά 257 έτη το 1687, Θεσσαλονικείς πρόκριτοι συνάντησαν στο Στενό του Ευρίπου τον Ενετό Ναύαρχο Λαυρέντιο Βερνιέ παρακαλώντας τον να τους απελευθερώσει. Και πράγματι τον Μάιο 1688 ο Ενετός Ναύαρχος εισήλθε στον Θερμαϊκό με 9 καράβια και βομβάρδισε τα παραθαλάσσια τείχη. Ενωρίτερα, φθινόπωρο 1684, ο στόλος της Βενετίας πραγματοποίησε επιτυχείς καταδρομές στη Θάσο, στην Καβάλα και στα παράλια της Κασσάνδρας. Από τότε και μέχρι την κατάλυση της κραταιάς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας το 1797 η συνάντηση Ενετών-Ελλήνων σε όλες σχεδόν τις παράκτιες ευρωπαϊκές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της μη ευρωπαϊκής, ακόμη, ενδοχώρας, όπως η Λαοδίκεια, η Αντιόχεια, η Αδριανούπολη κ.ά., διαρκεί επί μακρούς αιώνες, συχνά με διακοπές και περιπετειώδεις εναλλαγές, κατά κανόνα υπό την κυριαρχία των Ενετών, πολλές φορές σε πολεμικές συμμαχίες ή άλλοτε σε εχθροπραξίες Ενετών-Ελλήνων, και πάντα σχεδόν σε μιαν αέναη εμπορική συναλλαγή των δύο κατεξοχήν αυτών ναυτικών Λαών οι οποίοι συνεχώς συμπολεμούν κατά των Οθωμανών από την δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και τη Ναυμαχία του Λεπάντε το 1571 μέχρι το τέλος των Ενετο-Οθωμανικών Πολέμων το 1718.
Οι Ενετοί κυριαρχούν στην Κρήτη επί πέντε αιώνες, στην Κύπρο επί έναν αιώνα, στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου επί πέντε αιώνες με διακοπές, στις παράκτιες πελοποννησιακές πόλεις επί τέσσερις αιώνες με διακοπές, στα Επτάνησα μέχρι το 1797, στα λιμάνια της Ηπείρου και της Δαλματίας συνεχώς μέχρι τέλους είτε ως κυρίαρχοι είτε ως συναλλασσόμενοι. Με τη Βενετία εξάλλου συναλλάσσεται συνεχώς, καίτοι οθωμανική, η Θεσσαλονίκη, διακινώντας το σημαντικότερο εμπόριό της προς την Γαληνοτάτη μέσω της Εγνατίας Οδού και εναλλάξ των λιμένων του Δυρραχίου, του Αυλώνα, της Ραγούζας και της Πόλα.
Η μακραίωνη αυτή συναναστροφή αφήνει μια βαρύτιμη πολιτιστική κληρονομιά και ώσμωση των δύο πολιτισμών ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική και στη ζωγραφική, στους θεσμούς και στο επιχώριο Δίκαιο, στην φρουριακή οχυρωματική τέχνη, στους ελληνικούς θρύλους και στο Δημοτικό Τραγούδι.
Ο Χάνδαξ (Ηράκλειο) της Κρήτης, ζωντανό μουσείο αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς, χαρακτηρίζεται «Βενετία της Ανατολής» σε έγγραφο της Συγκλήτου το 1455, ενώ το 1365 άλλη απόφαση της ενετικής Συγκλήτου επονομάζει «δεξιόν οφθαλμόν του Κράτους μας». Στην Κορώνη και στην Μεθώνη οι Ενετοί μάς κατέλειπαν δύο από τα εξοχότερα και μεγαλοπρεπέστερα κάστρα του ελλαδικού χώρου, όπως επίσης εκείνα της Γλαρέντζας και της Μονεμβασιάς, αλλά όχι μόνον.
Ωστόσο η σημαντικότερη για την γένεση του Νέου Ελληνικού Έθνους συνάντηση Ενετών-Ελλήνων έγινε μέσα στην ίδια τη Βενετία, η οποία από της συστάσεώς της έτρεφε βαθύ σεβασμό και προσήλωση στη βυζαντινή παράδοση. Επί χίλια χρόνια Έλληνες ζουν και δρουν στη Βενετία. Με απόφαση της 4ης Ιουλίου 1271 το Μέγα Συμβούλιο τους παρέχει ειδικά προνόμια εγκαταστάσεως, κινήσεως και εμπορίας. Ευθύς μετά την Άλωση το 1453 φυγάδες σοφοί, κληρικοί, στρατιωτικοί, ευγενείς και λαϊκοί εγκαθίστανται πια ομαδικά. Τότε στο λιμάνι, στον στρατό και στην αγορά της Βενετίας αναπτύσσεται και ομιλείται ένα μικτό ελληνο-ενετικό γλωσσικό ιδίωμα, το greghesco, ενώ παράλληλα η υψηλή κοινωνία ελληνίζει σημαντικά και νεαροί πατρίκιοι διδάσκονται την ελληνική, μελετούν ελληνική ποίηση και φιλοσοφία. Τότε παρατηρείται και η μεγαλύτερη στην Ευρώπη συναλλαγή ελληνικών χειρογράφων φερμένων από την Κωνσταντινούπολη κι αλλού. Το 1470, καίτοι ως Ορθόδοξοι οι Έλληνες θεωρούνται αιρετικοί, τους παρέχεται η άδεια να λειτουργιούνται στον καθολικό ναό του Αγίου Βλασίου. Έναν αιώνα αργότερα, το 1573, εγκαινιάζουν τον μεγαλοπρεπή ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, έργο Ενετών αρχιτεκτόνων. Το 1585 οι Έλληνες της Βενετίας ανέρχονται σε 15.000 επί 150.000 Ενετών. Από το 1498 λειτουργεί η Ελληνική Αδελφότης του Αγίου Νικολάου, η οποία ζει επί 500 χρόνια ως Ελληνική Κοινότης, που διαλύεται στα μέσα του 20ού αιώνα. Από το 1573 λειτουργεί το Ελληνικόν Γυμνάσιον, από το 1593 το Ελληνικόν Φροντιστήριον και από το 1626 το μεγαλοπρεπές Φλαγγινιανόν Φροντιστήριον, όπου διδάσκουν οι σπουδαιότεροι Έλληνες λόγιοι και Διδάσκαλοι του Γένους. Ευθύς μετά την εφεύρεση της Τυπογραφίας και επί τέσσερις συνεχείς αιώνες μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνος τυπώνονται ελληνικά βιβλία με την περίφημη ένδειξη «Ενετίησιν», δηλαδή «στη Βενετία», από αλληλοδιαδόχους λογίους τυπογράφους Έλληνες και Ενετούς. Οι Ενετοί τυπογράφοι μάλιστα εξελληνίζουν τα ονόματά τους: Άλδος Μανούτιος, Σπινέλλης, Σαλικάτος κ.ά. Εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες από το Λονδίνο και το Παρίσι μέχρι την Αγία Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Πρώτα τυπώνονται το 1471 τα «Ερωτήματα» του Μανουήλ Χρυσολωρά.
Μια από τις σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές της ελληνικής Ιστορίας είναι τα Κρατικά Αρχεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας: δεκάδες χιλιάδες έγγραφα δεμένα σε 100.772 δέσμες φυλασσόμενα σε 300 αίθουσες. Αυτά τα Αρχεία μελέτησε και, βάσει αυτών, συνέγραψε σπουδαία έργα Ιστορίας ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος, Βλάχος έμπορος, εγκατεστημένος από το 1920 στην Βενετία όπου από τα μέσα του 20ού αιώνος λειτουργεί το μοναδικό εκτός Ελλάδος ελληνικό κρατικό πνευματικό ίδρυμα, το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών.
Ν.Ι.Μέρτζος