Φέτος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφιερώνει την Ημέρα της Γυναίκας στον αγώνα των γυναικών κατά της πανδημίας του Covid-19 διότι οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία των εργαζομένων που απασχολούνται στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Παγκοσμίως, εκτιμάται ότι οι γυναίκες αποτελούν το 70% του εργατικού δυναμικού των κλάδων υγείας και κοινωνικής φροντίδας. Επιπλέον, το ποσοστό των γυναικών είναι μεγαλύτερο σε υπηρεσίες, όπως οι πωλήσεις και υπηρεσίες φροντίδας παιδιών, που παρέμειναν διαθέσιμες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στην Ευρώπη, οι γυναίκες αποτελούν το 82% των υπαλλήλων ταμείων και το 95% του προσωπικού καθαριότητας και οικιακής φροντίδας. Το μεγαλύτερο ποσοστό επίσης των εργαζομένων που έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση, λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας ή της απασχόλησής τους σε επισφαλείς θέσεις εργασίας είναι γυναίκες.
Δυστυχώς όμως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σήμερα δεν σταματούν στην εργασία. Η πανδημική κρίση και τα διαδοχικά lockdown έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας. Περίπου 50 γυναίκες χάνουν τις ζωές τους λόγω ενδοοικογενειακής βίας κάθε εβδομάδα στην ΕΕ, με τον αριθμό των θυμάτων να έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εξαιτίας των περιορισμών, πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να ζητήσουν βοήθεια. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει χαρακτηρίσει την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας ως «σκιώδη πανδημία» καθώς εκτιμάται ότι τα περιστατικά αυξάνονται κατά 15 εκατομμύρια (ή κατά 20%) για κάθε 3 μήνες απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Έτσι, ένα χρόνο περίπου μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, οι κοινωνικές και οικονομικές της συνέπειές, όχι μόνο επιδείνωσαν τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ των φύλων αλλά επιβάρυναν περισσότερο και την ψυχική υγεία των γυναικών. Σύμφωνα με μία νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Καναδά και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Global Women’s Health, η ψυχική υγεία των γυναικών έχει επηρεαστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με των ανδρών από την πανδημία. Η έρευνα αυτή εξέτασε τις επιδράσεις της πανδημίας στον ύπνο και τη διάθεση των δύο φύλων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της, τα προβλήματα ύπνου, η κατάθλιψη και τα αγχώδη συμπτώματα ήταν πιο συχνά στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Ειδικότερα, οι γυναίκες ανέφεραν χαμηλότερη ποιότητα ύπνου, λιγότερο ήσυχο ύπνο και περισσότερα συμπτώματα αϋπνίας. Είχαν επίσης εντονότερα συμπτώματα αγχώδους διαταραχής και κατάθλιψης. Όλα αυτά επιδεινώνονταν με την πάροδο του χρόνου και την παράταση των περιορισμών για να αντιμετωπιστεί ο κορωνοϊός, και η επιδείνωση αυτή ήταν πιο έντονη στις γυναίκες. Μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι οι γυναίκες κατέγραψαν υψηλότερα σκορ σε μία κλίμακα που εκτιμά την ενσυναίσθηση, δηλαδή την ικανότητα να κατανοούν και να ανταποκρίνονται στα συναισθήματα άλλων ανθρώπων. Όσο μεγαλύτερη ήταν η ενσυναίσθηση μίας γυναίκας, τόσο σοβαρότερα ήταν τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους που παρουσίαζε. Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς οι γυναίκες έχουν συνήθως κεντρικότερο συναισθηματικό ρόλο στην οικογένεια σε σχέση με τους άνδρες. Καταλήγοντας λοιπόν, υποστηρίχτηκε ότι αφού το μέτρο του lockdown επηρεάζει διαφορετικά τα δύο φύλα, προφανώς και οι προσεγγίσεις που θα πρέπει να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιδράσεων σε κάθε φύλο θα πρέπει να είναι διαφορετικές.
Η ανάγκη λοιπόν αναγνώρισης των βιοψυχοκοινωνικών ιδιαιτεροτήτων των γυναικών για την ισότιμη αντιμετώπισή τους στον τομέα της υγείας είναι πιο επιτακτική από ποτέ . Είναι γνωστό ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες σε σχέση με το είδος των ψυχικών διαταραχών που εκδηλώνονται., η κατάθλιψη, το άγχος και οι σωματικές ενοχλήσεις εμφανίζονται πιο συχνά στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Οι διαφορές υπάρχουν, τόσο στην πορεία της νόσου όσο και στην απάντηση στη θεραπεία. Παρόλα αυτά, μέχρι πρόσφατα, η ιατρική έρευνα μελετούσε τους άνδρες και χρησιμοποιούσε τις ανάγκες τους σαν πρότυπο. Οι διαφορετικές ανάγκες των ανδρών και των γυναικών χρειάζεται να ικανοποιηθούν όμως με ισότιμο τρόπο μέσα από τα συστήματα υγείας, αλλά και την σωστά σχεδιασμένη ιατρική έρευνα. Οι διαφορετικές ανάγκες των γυναικών, δεν γίνεται να εκτιμηθούν σωστά αν δεν ληφθεί υπόψη μαζί με τη βιολογική και ορμονική τους υπόσταση, η κοινωνική τους θέση, οι διακρίσεις στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο καθώς και η αυξημένη επίπτωση της σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής κακοποίησης στη ζωή τους.
Η συνειδητοποίηση ότι οι βιοψυχοκοινωνικές αυτές ιδιαιτερότητες των γυναικών τις καθιστούν ευάλωτες σε ψυχικές παθήσεις είναι πολύ σημαντική. Επίσης η ανεπαρκής φροντίδα των γυναικών είτε γιατί ελλείπουν οι κατάλληλες δομές, είτε γιατί η παρεχόμενη φροντίδα δεν ταιριάζει με τις ανάγκες τους ( της εφηβείας, της αναπαραγωγής ή της μεγαλύτερης ηλικίας) έχει πολύ βαθύτερες επιπλοκές στον κοινωνικό ιστό από ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς με μια πρόχειρη ματιά. Συνεπώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παροχή κατάλληλων υπηρεσιών υγείας και η δίκαιη κατανομή τους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσα από μια συλλογιστική που εξισώνει τους πάντες, αλλά είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται και να εξυπηρετούνται οι διαφορετικές ανάγκες της κάθε ομάδας του πληθυσμού, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των πολιτικών υγείας.
Δρ Αλεξία Ανδρεοπούλου – Ψυχολόγος
Υπεύθυνη του Προγράμματος Ποινικής Διαμεσολάβησης για την Ενδοοικογενειακή Βία του Μαμάτσειου Νοσοκομείου Κοζάνης