Στην κορυφογραμμή της Πίνδου, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων και σε ένα στρατηγικής σημασίας σημείο, που εποπτεύει μια ευρύτερη περιοχή, έστησαν κατά τους κλασικούς χρόνους την ακρόπολη μιας σπουδαίας πόλης οι Τυμφαίοι-Μακεδόνες με την πολιτική έννοια του όρου-, που ανήκαν στο γένος των Μολοσσών και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα δύο μεγάλα βασίλεια, της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Πλήθος οικοδομικών κατάλοιπων, που αποτελούν τα λείψανα ενός οικοδομικού συγκροτήματος, αλλά κι έναν άστυλο ναό -χωρίς στοά, στον τύπο του μεγάρου- έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, στον μοναδικό ως σήμερα αρχαιολογικό χώρο των Γρεβενών, στο Καστρί, κοντά στο χωριό Αλατόπετρα.
Αν και το όνομα της πόλης που είχε αναπτυχθεί γύρω από την ακρόπολη δεν είναι γνωστό, οι αρχαιολόγοι θεωρούν βέβαιο ότι ήταν «ένα πατρογονικό σημείο μεγάλης σημασίας», όπως αναφέρει στη Voria.gr, η ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ. και διευθύντρια της ανασκαφής, Στέλλα Δρούγου, καθώς έλεγχε τρεις δρόμους: προς την Ήπειρο, προς τη Μακεδονία και προς τη Θεσσαλία.
Ποια πόλη; Ποιοι πολίτες; Ποιος θεός ή ποια θεά λατρεύονταν; Ποιος τη διοικούσε; Πότε, πώς και γιατί καταστράφηκε; Στα ερωτήματα αυτά καλούνται να απαντήσουν οι αρχαιολόγοι που τα τελευταία χρόνια μελετούν τα ευρήματα, ενώ με ευθύνη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Γρεβενών ο αρχαιολογικός χώρος προστατεύεται, καθαρίζεται και συντηρείται.
Η ιστορία της ανασκαφής
Το ύψωμα Καστρί βρίσκεται ανάμεσα σε δύο στενές κοιλάδες και ελέγχει μια μεγάλη έκταση ως τις θεόρατες κορυφές της Πίνδου. Η ανεύρεση οικοδομικών λειψάνων, μεγάλης σημασίας στην κορυφή του υψώματος ήταν ένα ανέλπιστο εύρημα, καθώς σήμερα είναι πλέον γνωστό πως ο χώρος έχει δεχτεί απανωτές λεηλασίες από αρχαιοκάπηλους, τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στα σύγχρονα χρόνια.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως μεγάλος όγκος λίθων έχει μεταφερθεί για το χτίσιμο σύγχρονων κατοικιών στη γύρω περιοχή, ενώ υπάρχουν ίχνη από τη λειτουργία δύο μεγάλων λάκκων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την παρασκευή ασβέστη από τα λίθινα οικοδομικά λείψανα.
Μεγάλα θραύσματα δωρικών και ιωνικών κιόνων μαρτυρούν την ύπαρξη ενός δημόσιου οικοδομικού κτηρίου που μαζί με μια δωρική στοά σχημάτιζαν ένα Π στο συγκρότημα. Η μορφή και η λειτουργία του κτηρίου δεν είναι ακόμη γνωστά, ενώ το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων προκαλούν και τα κατάλοιπα του ναού, ο οποίος χρονολογείται στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.
Σύμφωνα με την κ. Δρούγου η ακρόπολη υπήρχε ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, δημιουργείται ένα κενό στις μαρτυρίες για τα αρχαϊκά χρόνια και η μεγάλη της ακμή συντελείται στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όλα τα κτήρια καταστράφηκαν και η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά γύρω στο 150 π.Χ. στη διάρκεια μεγάλης πολεμικής σύρραξης -που προφανώς πρέπει να συνδεθεί με την επικράτηση των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων – όπως προδίδουν οι πολυάριθμες σιδερένιες αιχμές από βέλη και η αντίστοιχη όψιμη ελληνιστική κεραμική του στρώματος καταστροφής.
Η λατρεία της Αθηνάς ή της μητέρας των Θεών;
Στη δυτική πλευρά του μεγάλου πλατώματος ήρθαν στο φως τα ερείπια ενός άστυλου και πετρόχτιστου ναού, το μήκος του οποίου πρέπει να έφτανε στα 19 μέτρα και το πλάτος του να ξεπερνούσε τα 11 μέτρα.
Στο εσωτερικό του ναού εντοπίστηκαν τα δύο σύγχρονα καμίνια για την παραγωγή ασβέστη από τους λευκούς ασβεστολιθικούς αρχαίους λίθους.
Ο τύπος του ναού, που είναι άστυλος και στο σχήμα μεγάρου είναι γνωστός στον ευρύτερο βόρειο ελλαδικό χώρο ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Το ιερό της Εύκλειας των Αιγών στη Βεργίνα και το ιερό της Δήμητρας στην πόλη του Δίου, είναι τα πιο γνωστά χρονολογικά και γεωγραφικά συγγενικά παραδείγματα.
Η ταυτότητα του θεού ή της θεάς που λατρεύονταν στο Καστρί αποτελεί ένα δύσκολο και σοβαρό ερώτημα της έρευνας.
Σύμφωνα με την κ. Δρούγου ο ναός αποδίδεται σε κάποια θεότητα που έχει σχέση με τις κορυφές. Θα μπορούσε να είναι ο Δίας ή η μητέρα των Θεών (Ρέα, Γαία, Κυβέλη). Η ποικιλία των αναθημάτων, όπως σιδερένια και χάλκινα δαχτυλίδια, στρέφει την έρευνα προς τη γυναικεία θεότητα και δεν αποκλείει από τις…υποψήφιες, ακόμη και την Αθηνά.
Όσον αφορά την οχύρωση της ακρόπολης, παρότι έχουν βρεθεί τμήματά της μόνο, φαίνεται πως υπήρξε μια καλοσχεδιασμένη και ισχυρή κατασκευή, η οποία ενίσχυε αποτελεσματικά τη φυσική οχυρότητα του υψώματος.
«Έραμαι μέγα» και άλλα εντυπωσιακά ευρήματα
Στο Καστρί έχουν βρεθεί 76 νομίσματα στην πλειονότητά τους χάλκινα και λίγα αργυρά. Το 60% αυτών καλύπτουν χρονικά το β΄μισό του 4ου και το α΄ μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, καθώς αποδίδονται σε κοπές του Αλέξανδρου Γ΄, του Κάσσανδρου και του Δημητρίου Πολιορκητή. Μετεγενέστερα είναι ένα που αποδίδεται στον Αντίγονο Γονατά κι ένα στον Φίλιππο Ε΄. Το ενδιαφέρον σύνολο κοσμημάτων περιλαμβάνει ένα χρυσό ενώτιο (σκουλαρίκι) με λεοντοκεφαλή και 15 δαχτυλίδια. Το πλήθος σιδερένιων δαχτυλιδιών, που βρέθηκε στο χώρο του ιερού επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι στην περιοχή υπήρχαν μύστες.
Το πιο εντυπωσιακό και ενδιαφέρον από άποψη μελέτης εύρημα είναι ένα χάλκινο δαχτυλίδι, το μοναδικό ενεπίγραφο, που φέρει πάνω του τη φράση «έραμαι μέγα» (σε αγαπώ πολύ, σε ποθώ πολύ, είμαι ερωτευμένος). Οι εγχάρακτες επιγραφές στα δαχτυλίδια αναφέρουν συχνά το όνομα του καλλιτέχνη ή του κατόχου. Είναι η πρώτη φορά και η μοναδική ως τώρα που συναντάται η φράση “έραμαι μέγα”, η οποία υπάρχει σε ένα βουκολικό ποίημα του Θεόκριτου με τίτλο «Αιπολικόν και ποιμενικόν» – Ἀλλ᾽ ἐγὼ Εὐμήδευς ἔραμαι μέγα.
Το ανέλπιστο εύρημα μελετάται από αρχαιολόγους και ιστορικούς και μέχρι στιγμής θεωρείται ως προσωπικό δώρο από κάποιον που είχε έντονα συναισθήματα για τον κάτοχό του.
Στο Καστρί έχουν βρεθεί επίσης πήλινοι λύχνοι -κυρίως θραύσματα και λίγοι ακέραιοι ή σχεδόν ακέραιοι- που χρονολογούνται στο τέλος του 4ου-αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, υπάρχουν ωστόσο και πρωιμότεροι τύποι με καταγωγή στον όψιμο 5ο π.Χ. αιώνα.
«Τα ευρήματα στο Καστρί Γρεβενών προδίδουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχαιολογική θέση, που υπόσχεται για το μέλλον νέα και σημαντικά μνημεία. Ίσως να κατέφυγε εκεί η Ολυμπιάδα μετά τον θάνατο του γιου της, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς ήταν Τυμφαία στην καταγωγή από τον έναν γονιό της. Η μελέτη του υλικού που έχει βρεθεί θα φωτίσει ένα κομμάτι της ιστορίας του μακεδονικού βασιλείου», αναφέρει η κ. Δρούγου, που για πολλά χρόνια πάλευε με τις πέτρες για να φέρει στο φως «μια πόλη στα σύννεφα», όπως την αποκαλεί.