Ούλ’ αποθάν’νε και πάνε
και πού πάνε ,‘κ’ εξέρνε.
Κανείς οπίς ‘κι κλώσκεται,
πώς περάν’νε να λένε….!
Οι αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου, της Θράκης και της Ιωνίας, ορφανεύουν από τα γεννητούρια τους, από τους φυσικούς εκφραστές ενός μεγάλου ιστορικού δράματος, που έμελε να βιώσουν οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς.
Στην παραπάνω φωτογραφεία απεικονίζεται μια στιγμή από τη ζωή των προσφύγων του Ανατολικού. Είναι η ειρηνική συνύπαρξη των προσφύγων του Πόντου και της Ιωνίας στη νέα τους πατρίδα. Στον τόπο, που επιτυχείς συγκυρίες τους έταξαν να ζούνε μαζί και να συμφιλιωθεί η ρωμιοσύνη της ανατολής πίσω από την κοινή τραγωδία της προσφυγιάς και του ξεριζωμού.
Τότε δεν υπήρχαν οι φιλεύσπλαχνοι Έλληνες για να τους προσφέρουν ψωμί και ρούχα! Δεν υπήρχαν νοσοκομεία για να περιθάλψουν τις ετοιμόγεννες, όπως γίνεται με τους Σύριους πρόσφυγες σήμερα.
Οι πρόσφυγες της Ιωνίας συνωστίσθηκαν σε ένα τουρκικό δωμάτιο, που επίταξε ο τότε Έλληνας πρόεδρος του Ανατολικού, Κωσταντινίδης Πασχάλης και έζησαν μαζί για ένα χρόνο Έλληνες και Τούρκοι, μέχρι το Μάρτη του 1924 , όπου υπογράφθηκε η συνθήκη της ανταλλαγής.
Μαζί μια παρέα πρόσφυγες από τη Σμύρνη, τον Πόντο και την Προύσα, βρήκαν τις κοινές πολιτιστικές καταβολές και συμπορεύτηκαν μέχρι τα τελευταία τους χρόνια.
Στην αρχή ξένιζαν μεταξύ τους εξαιτίας της διαφορετικότητας στη γλώσσα, στα ήθη και τα έθιμα. Αλλά όσο γνωρίζονταν εξομαλύνονταν οι διαφορές, γιατί δεν ήταν ουσιαστικές.
Αποκαλύπτονταν σταδιακά στον πυρήνα της σκέψης τους οι ίδιες πολιτιστικές και αξιακές καταβολές, γιατί ήταν απόγονοι των αρχαίων Ιώνων, πίστευαν με την ίδια δύναμη στον ίδιο Θεό και τέλος έσκαβαν με το ίδιο αλέτρι τη γη για να καρπίσει η ζωή και η ελπίδα.
Η πρώτη προσφυγική γενιά πόνεσε με το δικό της τρόπο την αλησμόνητη πατρίδα
Οι Κουβουκλιώτες και οι Κολτεριώτες χτυπώντας τα ποτήρια τους έλεγαν: ΄΄ άντε και καλή πατρίδα΄΄, δηλαδή είθε να γίνει πολύ σύντομα να αξιωθούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω στην αξέχαστη και πολυαγαπημένη μας πατρίδα.
Οι Πόντιοι χτυπώντας και αυτοί τα ποτήρια έλεγαν νοσταλγικά: ΄΄ έϊ κιτί πατρίδα, μέρ’ είσαι΄΄ αξέχαστη και γλυκιά μας πατρίδα, πού είσαι; Να μπορούσα να σε ξανάβλεπα..!
Και έτσι ο πόθος της επιστροφής σιγά – σιγά με τα χρόνια άρχισε να ξεθωριάζει και τέλος να γίνεται μια αχνή ανάμνηση και ταυτόχρονα ανεκπλήρωτη επιθυμία…
Οι γονείς μας έφυγαν ένας – ένας από τη ζωή κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις μεγάλες ευθύνες και τις ανέχειες. Όμως ποτέ δε βαρυγκώμησαν, ποτέ δεν απαίτησαν από τους άλλους πολλά και παράλογα πράγματα, παρά στηρίχθηκαν μόνο στον δικό τους κάματο και αγώνα και τα κατάφεραν.
Η εργατικότητα, η αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός υπήρξε γι’ αυτούς κανόνας ζωής.
Μεγάλωσαν, σπούδασαν και πάντρεψαν τα παιδιά τους, κάνοντας την Ελλάδα πιο μεγάλη και πιο δυνατή.
Εμείς σήμερα αδυνατούμε να τους ξεπεράσουμε, γιατί τα τείχη, που φτιάξαμε, είναι ξύλινα
και ετοιμόρροπα.
Ίσως δεν ακούσαμε τις συμβουλές τους : αν έεις νύχια τσαφίγ..!( με τα δικά σου τα νύχια ξύσου..!)
Αν το ελληνικό κοινοβούλιο μετά την μεταπολίτευση δεν μπόρεσε να συγκεράσει τις πολιτικές απόψεις σ’ ένα δρόμο προόδου και ευημερίας, το καφενείο του Ζυρπιάδη στο Ανατολικό, όπως και όλα τα καφενεία της Ελλάδας, μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια κοινωνία ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης.
Ίσως ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ, που μουντζουρώνει τον ασπρισμένο τοίχο πίσω, να είναι η πιο κραυγαλέα παραφωνία στην όμορφη προσφυγική παρέα, που μέσα από τον φακό της μηχανής στέλνει ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας για το δικό μας δυσοίωνο ξημέρωμα….!