Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης 759-826 μᾶς παρέχει μιὰ μαρτυρία ἀπὸ τὶς Κατηχήσεις του στοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς του. Ἀναφέρει τὸ ἐπιθανάτιο γεγονὸς ποὺ συνέβη σὲ πρόσωπο γνωστὸ σὲ ὅλους. Ἴσως νὰ εἶχε γίνει καὶ εὐρὺς λόγος, ἐπειδὴ εἶχε σημαίνουσα θέσι. Λέγει, «Θὰ ἔλθη ὁ φοβερὸς Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ χωρίση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Θὰ ἔλθη ὁ χρόνος τῆς ἀσθενείας. Θὰ ἔλθη ὁ χρόνος τῶν πυρετῶν. Θὰ ἔλθη ὁ χρόνος τῆς ἐκπνεύσεως. Ὅλα αὐτὰ εἶναι φοβερὰ καὶ ὑποφέρονται δύσκολα. Μάλιστα ἐπειδὴ δὲν τὰ ἀντέχουμε, γιαὐτὸ καὶ πεθαίνουμε. Τὶ γίνεται λοιπὸν μετὰ τὸν χωρισμό, ὅταν ἔρχωνται οἱ Ἄγγελοι; Ποιὰ παράταξι θὰ νικήση, ὥστε νὰ μᾶς παραλάβη;
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ παραθέσω μιὰ μικρὴ διήγησι, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε, ἂν καὶ ἀναφέρεται σὲ πρόσωπο κοσμικό. Λένε, ὅτι ὅταν ἐπρόκητο νὰ πεθάνη ὁ πολυθρύλητος δικαστὴς Σταυράκιος, καὶ ὄντας σαὐτὲς τὶς τελευταῖες ἀναπνοές του, ἵδρωνε, ἔτρεμε καὶ ἔτριζε τὰ δόντια του. Φώναζε ἐντελῶς ἐξαντλημένος καὶ ἔλεγε, «βοηθῆστε, ἐλεᾶτε» καὶ «Κύριε ἐλέησον! Πόσο πλῆθος μαύρων δαιμόνων, κακάσχημων βγαίνει ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἔρχεται πρὸς ἐμένα!» Διότι τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο διέμενε ἦταν παραθαλάσσιο. Κι ἂν ἀκόμη οἱ παρόντες δὲν ἔβλεπαν, ὅμως ἔβλεπε ἐκεῖνος καὶ τοὺς αἰσθανόταν. Ὁ δικαστής, ποὺ εἶχε δικάσει πολλούς, δικαζόταν πικρά, ὁ λογοθέτης ἐλογοθετεῖτο δεινῶς!
Ποιὸς λοιπόν, ὅπως εἶπα, θὰ νικήση στὴν περίπτωσί μας; Ἆραγε ὁ ἀγγελικὸς χορός, ἢ ὁ δαιμονικός; Σίγουρα βέβαια θὰ μᾶς ἀσπασθοῦν ἀμέσως αὐτοὶ τοὺς ὁποίους καὶ ἀγαπούσαμε. Ἂν ἀγαπούσαμε τὴν ἁγνότητα, τὴν ὑπακοή, τὴν ταπείνωσι καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές, γνωρίζουμε ὅτι θὰ ἔλθουν οἱ Ἄγγελοι. Ἂν ὅμως ἀγαπούσαμε τὴν κενοδοξία, τὴν θρασύτητα, τὴν ἀντιλογία, τὴν εὐτραπελία, τὰ γέλια, τὴν ὑπερηφάνια, σίγουρα θὰ ἔλθουν οἱ δαίμονες. Διότι δαίμονες εἶναι τὰ πάθη, ὅπως οἱ ἀρετὲς εἶναι Ἄγγελοι. Ποιὸς ἆραγε θὰ νικήση; Ποιὸς θὰ λάβη τὴν ψυχή μου; Ἐλεῆστε με, ἐλεῆστε με. Ἂς ἀγαπήσουμε ὅλοι μαζὶ τὶς ἀρετές, ὥστε νὰ μᾶς παραλάβουν οἱ Ἄγγελοι. Νὰ μὴν ἀγαπήσουμε τοὺς δαίμονες, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παραλάβουν καὶ νικήσουν ἐκεῖνοι. Τότε ἀλλοίμονό μας, ἀλλοίμονό μας, μακάρι νὰ μὴ γεννιούμασταν.
Μὴ κατηγορήσετε τὸν λόγο μου. Διότι δὲν προσπαθῶ νὰ σᾶς τρομάξω πονηρά, ἀλλὰ αἰσθάνομαι χρέος καὶ ἀπὸ ἀγάπη προλέγω αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε» (Θεοδώρου Στουδίτου Μεγάλη Κατήχησις 59, ἔκδοσι ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ σελ. 235-236).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος στὸ κείμενο τῆς Κατηχήσεώς του μᾶς παραθέτει γεγονὸς συγκλονιστικὸ τοῦ καιροῦ τους. Ὁ Σταυράκιος ἀνακριτὴς καὶ δικαστὴς στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του δικαζόταν οἰκτρά. Ἡ ψυχὴ στὸ ἐπίμαχο ὅριο μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου κατὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα στὸ ὁποῖο φιλοξενοῦνταν ὅλα τὰ χρόνια τῆς ἐπίγειας πορείας της βλέπει πλέον πρόσωπα καὶ ὑπάρξεις τοῦ ἄλλου κόσμου ποὺ ξανοίγεται μπροστά της.
Ἔχουμε μαρτυρίες ἀνθρώπων πιστῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὅλο γλύκα καὶ ὀμορφιὰ παραδείσου μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν. Ἄλλοι δακρύζουν. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος εἶδε τὸν μάρτυρα Βασιλίσκο καὶ τοῦ εἶπε, «ἀδελφὲ Ἰωάννη, αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Ὁ Σταυράκιος ὅμως ποὺ εἶχε δικάσει πολλοὺς δικαζόταν κι αὐτός. Ἄλλη γερόντισσα, ποὺ δὲν καταλάβαινε οὔτε τὰ παιδιά της, φώναζε στὴν ἐπιθανάτια κλίνη της, «Μὴ μὲ παίρνετε, μὴ μὲ δικάζετε».
Τελειώνει δὲ ὁ Στουδίτης μὲ τὴν σημείωσι, ὅτι ὁ λόγος του αὐτὸς περὶ Σταυρακίου δὲν εἶχε τὸν σκοπὸ τοῦ σκιάχτρου. Δηλαδὴ νὰ τρομάξη τοὺς μοναχούς του ἢ τοὺς χριστιανούς μας σήμερα, ποὺ ἄκουγαν τὴν Κατήχησί του, μὲ ἕνα φτιαχτὸ παράδειγμα ἀλλὰ ὑπενθύμησε ἕνα γνωστὸ γεγονὸς τῶν ἡμερῶν τους.
Τάχα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μᾶς κατηγορήση καὶ γιὰ τὸ θέμα τῶν ἀρθριδίων τῆς σειρᾶς ποὺ δημοσιεύσαμε, ὅτι ἔχουν πνεῦμα ἱεροεξεταστικό, ἢ καὶ δικανικό. Μᾶς στηρίζει ὅμως καὶ πάλι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου λέγοντας ὅτι «δὲν εἶναι γλυκὺς ὁ περὶ διαβόλου λόγος, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλὴς γιὰ μᾶς ἡ διδασκαλία γιαὐτόν» (ΕΠΕ 31,76).
ἀρ.νι.μα.