Έστυβε το κεφάλι του μπροστά στον υπολογιστή στο παγωμένο όχι από τον χιονιά έξω, αλλά από την μοναξιά εργαστήριό του ψάχνοντας πως θα εξαφανίσει τον χειμώνα. Σχήματα και αριθμοί ανακατεμένα, πίνακες και τσαλακωμένα χαρτιά και πειράματα ένα σωρό για να μην υπάρχει, να χαθεί, να ζούμε μονάχα τρεις εποχές, να φτάσει πιο γρήγορα το καλοκαίρι..
“Δεν μπορεί μια διάνοια σαν κι εμένα να μην μπορεί να βρει τον τρόπο”… αναλογίστηκε ο καθηγητής Στιούαρτ βγάζοντας από την τσέπη της λευκής του ρόμπας ένα μαντήλι για να σκουπίσει τα γυαλιά του. Άνοιξε το παράθυρο να πάρει λίγο αέρα και τότε συνέβη… Δυο νιφάδες χιονιού στάθηκαν στο ύψος των ματιών του.
“Τι θέλετε;” ρώτησε αναστατωμένος.
“Είμαστε η νιφάδα και η παρανιφάδα και θέλουμε να μάθουμε, γιατί καίγεσαι να εξαφανίσεις τον χειμώνα;”
“Δεν σας πέφτει λόγος” απάντησε απότομα.
“Αν εξαφανίσεις τον χειμώνα, θα χαθούν και τα Χριστούγεννα” είπαν οι νιφάδες με ανθρώπινη λαλιά και χάθηκαν στο φύσημα του αέρα…
Έμεινε παγωμένος, πιο κρύος από όλες τις νιφάδες του χιονιού που έπεφτε έξω.
Άξαφνα άνοιξε η πόρτα… “Μπαμπά πότε θα έρθει καλοκαίρι;” τον ρώτησε ένα μικρό αγόρι αδύνατο και χωρίς μαλλάκια…
“Αργεί ακόμη μάτια μου, αλλά όπου να ‘ναι έρχονται Χριστούγεννα”… αποκρίθηκε εκείνος παίρνοντάς το αγκαλιά…
Το παραμύθι είναι του
Μάνου Χατζηγιάννη