«Τῇ ΙΕ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς πανσέπτου Μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.»
Φάνταζε ως μια ασήμαντη κόρη της Ναζαρέτ, μέσα στους μεγάλους και σπουδαίους νομικούς και διδασκάλους του Ιραήλ, στους επιφανείς στρατηγούς και διοικητές των Ρωμαίων. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί το μεγάλο Μυστήριο της Οικονομίας του Θεού για τον άνθρωπο, που διακονούνταν σ’ αυτό το μικρό παιδί.
Ήταν η Μαρία, κόρη του Ιωακείμ και της Άννης, γεννήθηκε σε προχωρημένη για τα δεομένα της εποχής γόνιμη ηλικία. Αφιερώθηκε στον Θεό, τριών χρονών εισήλθε στα Άγια των Αγίων. Προετοίμαζε σιγά-σιγά ο Θεός την επισκεψή του στον κόσμο. Ώσπου ήρθε το μήνυμα του αγγέλου, η πρόσκληση του Θεού κι η αποδοχή της νεαρής κόρης να γεννήσει τον Ίδιο μέσα στον κόσμο. Κι από Μαρία, έγινε Θεοτόκος μητέρα του Θεού που έγινε Άνθρωπος για χάρη του ανθρώπου.
Ζούσε μέσα στην ησυχία, μέσα στην ασημαντότητα, καθώς μόνο σ’ αυτή μπορεί κανείς να βιώσει το μυστήριο του Θεού. Στην απολύτη σιωπή μακριά από θορύβους και τυμπανοκρουσίες, χωρίς ν’ αποζητά τιμές κι δόξες. Δεν μίλησε πολύ, ακόμα και στον Σταυρό του Υιού της, πέρα από την λαογραφία που την παρουσιάζει οδυρομένη και θρηνωδούσα, εκείνη κατά τα ευαγγέλια αρκέστηκε στην σιωπή κάτω από τον Σταυρό. Κι έπειτα μέσα στην ησυχία του πρωινού της ανατολής του Ηλίου, Τον είδε πρώτη Αναστάντα.
Και μετά την Ανάληψη, βρίσκεται στο Υπερρώο μαζί με τους Αποστόλους κι όταν έρχεται ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας, είναι εκεί παρούσα. Ζει την ζωή της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, μετέχει στην Θεία Λειτουργία και κοινωνεί μαζί με τα υπόλοιπα μέλη. Απολαμβάνει την αγάπη και τον σεβασμό των αποστόλων κι ολόκληρης της εκκλησίας.
Μια μέρα καθώς προσευχόνταν, ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά την παράδοση, της αναγγέλει την μετά τριών ημερών Κοίμηση της. Με χαρά δέχεται την είδηση πως θα μεταβεί σε λίγο στον Υιό και Θεό της. Η εκκλησιαστική κοινότητα, μαθαίνοντας την Κοίμηση της σπεύδει κυκλώνοντας το σκήνωμα της, ψάλλοντας εξοδίους ύμνους, ενώ οι απόστολοι ευρισκόμενοι μακριά κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο στον τότε γνωστό κόσμο, μεταφέρονται σαν σύννεφα στην μικρή Γεθσημανή ν’ αποχαιρετήσουν την Μητέρα του Θεού, που είχε γίνει και δική τους. Ανοίγουν οι ουρανοί, άγγελοι ψάλλουν, κατέρχεται ο Χριστός να παραλάβει την ψυχή της, την κρατά στα χέρια, οι δίκαιοι, οι άγγελοι, ουρανός κι γη ψάλλουν στην μητέρα των πάντων, αττενίζοντας μ’ έκπληξη και θαυμασμό την έξοδο της από τον κόσμο. Χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείψει, κι αυτό φαίνεται από το γεγονός της θεραπείας των χεριών του δούλου εκείνου που επεχείρησε ν’ αναποδογυρίσει το σκήνωμα της , αποδεικνύοντας πως είναι πρόξενος καλών και ευεργεσιών για το γένος των ανθρώπων στεκόμενη καθέ στιγμή δίπλα μας.
Μόνο ο Θωμάς, όπως διασώζεται,απουσιάζει κι έπειτα τρεις μέρες καθώς φτάνει, ζητά ν’ ανοιχθεί ο τάφος να την χαιρετίσει, μα όμως είναι κενός. Δεν μπόρεσε η γη να βαστάξει στους κόλπους της αυτήν που έφερε την Πηγή της Ζωής στον κόσμο. Ανέρχεται και σωματικά στους ουρανούς, στο θρόνο του Βασιλέως Χριστού, του Υιού της και Θεού.
Ο θάνατος της Θεοτόκου γίνεται πρόξενος χαράς και δοξολογίας προς τον Θεό. Απαρχή της δική μας Ανάστασης. Τα τροπάρια της εκκλησία την ημέρα αυτή μιλούν για Ζωή, Ανάσταση και χαρά, σέρνουν τον χορό κάτω από τους ήχους της μουσικής, με τόνο θριαμβευτικό, παιανίζοντας την Ανάσταση, τραγουδώντας την νίκη της Ζωή επί του θανάτου. Καθόλου τυχαία η λαϊκή έκφραση, Πάσχα του καλοκαιριού, αφού για Πάσχα μιλούμε, για πέρασμα εκ του θανάτου εις την Ζωή. Γι’ αυτό ακριβέστερα το Συναξάρι της ημέρα κάνει λόγο για Μετάσταση στους ουρανούς.
Σ’ ένα κόσμο που βαδίζει στον θάνατο με γοργούς ρυθμούς, έρχεται η Κοίμηση της Θεοτόκου, να τον γεμίσει με Ζωή, να δώσει και πάλι την ελπίδα. Υπενθυμίζοντας ότι ο Χριστός ήλθε σε τούτο τον κόσμο νικώντας τον θάνατο, χαρίζοντας και πάλι την Ανάσταση, προσφέροντας την αφθαρσία και την θέωση στον άνθρωπο, που θα Τον επιλέξει ως κοινωνία και σχέση ζωής.
Κάθε φορά που τρώμα το Σώμα και πίνουμε το Αίμα του Χριστού, βεβαιώνουμε τον θάνατο Του κι ομολογούμε την Ανάσταση Του, αθανατίζουμε την ύπαρξης μας, της χαρίζουμε την αιωνιότητα. Μονάχα η μετοχή στην Θεία Ευχαριστία, στο Ποτήριο της Ζωής μας δίνει ζωή, μας θεοφόρους, καθώς φέρουμε σε κάθε κύτταρο της ύπαρξης μας τον Ζωοδότη Χριστό, όπως η Παναγία που έγινε Θεοτόκος δεχόμενη τον Ίδιο τον Θεό.
Κι όλες εκείνες τις ψυχές που έχουν διαρκώς τον πόθο να κοινωνούν, να εννώνονται με τον Χριστό, όπως αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος, τις παραλαμβάνει όταν πια φύγουν ο Ίδιος ο Χριστό κι ανεβαίνουν μαζί του, όπως και η Παναγία κατά την Κοίμηση της.
Ήρθαμε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, με μοναδικό λόγο να ζήσουμε, να ομοιάσουμε στον Θεό, να κοινωνήσουμε μαζί Του. Ο θάνατος δεν μας αγγίζει, δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, γι’ αυτό και δεν αποτελεί τον προορισμό μας, γίνεται απλά το σημείο της κατά πρόσωπον συνάντησης με τον Χριστό, που καταλήγει σε Ζωή.
Είναι δύσκολο, στο καθένα από μας η υπέρβαση του θανάτου, η υποταγή του στην ζωή. Κι φυσικά ο φόβος για τον ερχομό του τρομάζει την ζωή μας. Δεν μπορούμε μόνοι μας να τον ξεπεράσουμε, ούτε είναι δυνατόν να μην μας αγγίξει, καθώς κινούμαστε με ιλιγγιώδης ρυθμούς προς αυτόν. Ωστόσο, η στροφή της ύπαρξης μας στον Χριστό, αρχίζει να δίδει άλλο νόημα σε κάθε τι μέσα στην ζωή μας, η παρουσία Του μας ανοίγει μια άλλη προοπτική, αιωνιότητος και ζωής που πηγάζει από το Πρόσωπο Του.
Και τότε είναι που ο θάνατος γίνεται ζωή, πρόξενος κι αιτία χαράς, όπως της Θεοτόκου, μόλις πληροφορήθηκε ότι σύντομα θα φύγει από τον κόσμο, όχι για να πάψει να ζει, αλλά για να συναντήσει τον Χριστό.
Ας ψηλαφήσουμε μ’ αφορμή την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τις καρδιές μας, βλέποντας τον πόθο που έχουμε για τον Χριστό. Αν σε κάθε στιγμή λαχταρούμε την ένωση μας μ’ Εκείνον. Όχι στα λόγια, ούτε συναισθηματικά, αλλά καρδιακά, ποθώντας να κοινωνούμε μαζί Του, επιθυμώντας να γευόμαστε την Αθανασία μέσα από το Ποτήριο της Ζωής την Θεία Κοινωνία, όχι μια, δυο, ή τρεις φορές τον χρόνο, αλλά διαρκώς σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όπως οι χριστιανοί των πρώτων χρόνων που συγκεντρώνονταν για να κοινωνήσουν, να γευθούν τον Χριστό, που είναι άλλωστε και ο μοναδικός λόγος που τελείται η Θεία Λειτουργία, ως τραπέζι και μετοχή μας, στο αθάνατο Δείπνο του Χριστού, του Σώματος και του Αίματος Του.
Γεώργιος Τρυφωνόπουλος
Θεολόγος Α.Π.Θ.