Η Σιάτιστα είναι κτισμένη σε υψόμετρο 950 μέτρα στο βουνό Βέλια που αποτελεί προέκταση της οροσειράς του Σινιάτσικου ή Άσκιου Όρους.
Η Σιάτιστα κτίστηκε πιθανόν στις αρχές του 15ου αιώνα αρχικά από κατοίκους των γύρω χωριών και κατόπιν από την Ήπειρο, το Μοριά, τη Θεσσαλία και άλλων περιοχών.
Στην τοποθεσία αυτή μακριά από το μάτι του Τούρκου, οι Ρωμιοί προκόβουν κατά τρόπο εκπληκτικό. Όμως το εμπορικό δαιμόνιο της φυλής τους σπρώχνει στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και στο Λεκανοπέδιο του Δούναβη.
Έτσι η Σιάτιστα κατά τον 17ο και 18ο αιώνα έφτασε σ’ όλη την ακμή της, ώστε την ονόμαζαν “Φλωροχώρι”.
Φωτεινά δείγματα της παλαιάς ακμής και ευδαιμονίας της Σιάτιστας αποτελούν τα επιβλητικά αρχοντικά της, που μαρτυρούν το υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της.
Αλλά, παράλληλα η Σιάτιστα γίνεται και κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας. Σιατιστινοί επιστήμονες, λόγιοι συγγραφείς, αγωνιστές, τιμούν την πατρίδα τους με μεγάλες ευεργεσίες και δωρεές.
Την παλιά ακμή της Σιάτιστας, πλην των αρχοντικών σπιτιών της μαρτυρεί και ο αναπτυγμένος αστικός βίος και η φιλέορτη διάθεση των κατοίκων της.
Από τη διάθεση αυτή προήλθε ένα πλήθος ωραίων και γραφικών εθίμων για κάθε περίσταση της ζωής. Όλες οι μεγάλες γιορτές είναι αφορμή χαράς και γιορταστικών εκδηλώσεων.
Μια απ’ αυτές είναι η γιορτή της Παναγίας που στη Σιάτιστα γιορτάζεται με αληθινά πανηγυρικό και ξεχωριστό τρόπο.
Η Σιάτιστα πανηγυρίζει τη γιορτή της Παναγίας στο μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κοντά στο χωριό Μικρόκαστρο, 12 χιλιόμετρα δυτικά της πόλεως, στο 32ο χλμ. της Ε.Ο. Κοζάνης-Καστοριάς. Στο πανηγύρι αυτό έρχονται και προσκυνητές από ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία.
Η εκκλησία χτίστηκε το 1603 και μετά στα μέσα του 18ου αιώνα ανακαινίσθηκε και ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση και αγιογραφήθηκε το 1797.
Για τον πανηγυρισμό αυτό στη Σιάτιστα γίνεται ειδική προετοιμασία από τις πρώτες κιόλας ημέρες του Αυγούστου. Απ’ τις πρώτες φροντίδες των Σιατιστινών είναι το καπάρωμα των ζώων, αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών, το πετάλωμα, η ξεκούραση και το καλοτάισμά τους.
Ο στολισμός αρχίζει το πρωί της 15ης Αυγούστου. Τα άλογα στολίζονται με ιδιαίτερη φροντίδα και γούστο.
Στο μέτωπο καθρέφτη και στ’ αυτιά ποικιλόχρωμα και φρεσκοκομμένα λουλούδια (ζουκούμια) και λιοβότανα. Στο λαιμό κορδόνι με φούντες και χαϊμαλί και στη θέση του κουδουνιού δόντια αγριόχοιρου. Στο γκέμι ή καπίστρι χάντρες άσπρες και γαλάζιες. Στην ουρά πλεξούδες και πολύχρωμες κορδέλες. Στη σέλα ή το σαμάρι κόκκινη φλοκάτη και απάνω μαξιλάρι κεντημένο που συγκρατιέται στη ράχη του ζώου με μια δερμάτινη ζώνη, “την ίγγλα”.
Τα στολίδια συμπληρώνονται με κορδόνι, φούντες κουσκούνι και μικρά κουδούνια, που είναι τοποθετημένα σε διάφορα σημεία του ζώου.
Μικρή ουρά ασβού πέφτει πάνω στο μέτωπο του ζώου, καθώς και χαϊμαλί για να μη ματιάζεται.
Κατόπιν οι καβαλάρηδες εύθυμοι και ντυμένοι με αρχοντιά, μεταξωτό μαντίλι στο λαιμό και τριγωνικό άπλωμα στην πλάτη, με γκριμπάτσι (μαστίγιο) στο χέρι πλεγμένο επιδέξια, ξεκινούν για την Παναγία του Μικρόκαστρου.
Μόλις φτάσουν στο μοναστήρι, ξεπεζεύουν, προσκυνούν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, παρακολουθούν τη θεία λειτουργία και ξαναπαίρνουν το δρόμο της επιστροφής στη Σιάτιστα. Στο μικρό ξωκλήσι του Αϊ-Λιά Μικρόκαστρου οι καβαλάρηδες σταματούν για λίγο για να ξεκουραστούν.
Εκεί, ταΐζουν και περιποιούνται τα ζώα τους, ενώ οι ίδιοι γεμίζουν το πρόχειρο τραπέζι τους με κεφτέδες, τυριά, κοτόπουλα γεμιστά, γεμιστές πίτες, που είναι το μενού της ημέρας και το περίφημο παλιό Σιατιστινό κρασί μέσα στις στολισμένες τσότρες (μπούκλες).
Ακόμα, έχουν μαζί τους τούρτες (ψωμιά) στολισμένες με σπόρια από αμύγδαλα.
Μετά συνεχίζουν τον δρόμο. Γύρω στο μεσημέρι φτάνουν στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου έξω από τη Σιάτιστα, όπου τους υποδέχονται με μουσική οι αρχές και πολύς κόσμος.
Κατόπιν, σχηματίζεται πομπή στη διάρκεια της οποίας γίνεται και επίδειξη δεξιοτεχνίας των καβαλάρηδων, η οποία φτάνει στην πόλη, όπου οι κάτοικοι τους υποδέχονται πανηγυρικά. Ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί από τους καβαλάρηδες και μεγάλο γλέντι στις πλατείες Χώρας και Γεράνειας και ύστερα στα σπίτια που γιορτάζουν μέχρι τις πρωινές ώρες.
Το έθιμο έχει ιστορική την αρχή του. Οι Έλληνες σκλάβοι της Τουρκοκρατίας, όταν παραχωρήθηκε από τους Τούρκους το σχετικό δικαίωμα να θρησκεύουν ελεύθερα, συγκεντρώνονταν στην Παναγία απ’ όλη την περιοχή για να αποτίσουν φόρο λατρείας στην Υπέρμαχο Στρατηγό, η οποία με τη θαυματουργική της δύναμη έδινε σ’ αυτούς το δικαίωμα να ζουν και να χαίρονται έστω και για μια μέρα σαν ελεύθεροι άνθρωποι.
Γι’ αυτό και τα τόσα τραγούδια, η χαρά, ο ενθουσιασμός, οι κόκκινες φλοκάτες, τα πολλά ωραία χάμουρα, δηλαδή τα εξαρτήματα για το τράβηγμα των αλόγων, που εφαρμόζονται στο κεφάλι, μπροστά στα μάτια των Τούρκων κατά την ημέρα εκείνη.
Και σήμερα το έθιμο αυτό διατηρείται αναλλοίωτο από τη φθορά του χρόνου και συνεχίζεται κάθε χρόνο με τον ίδιο ζήλο, το ίδιο κέφι και την ίδια πίστη στην παράδοση. Μένει ως τα σήμερα δείγμα του γνήσιου θρησκευτικού αισθήματος και της βουνίσιας λεβεντιάς του Σιατιστινού λαού και αναπόσπαστο κομμάτι της αστείρευτης παράδοσης και ιστορικής πορείας του.
Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας-Λαογράφος