Η κεντρική είσοδος του σπιτιού αποτελούσε στην οικογενειακή και κοινωνική συναναστροφή των ανθρώπων το πιο σημαντικό και πολυσυζητημένο στοιχείο της καθημερινότητας.
Η ονομασία της κυρίας εισόδου συναντάται στην ποντιακή διάλεκτο ως πόρτα ενώ ως θυρίν εκφέρεται μόνο στη διάλεκτο της Νικόπολης, όπως επίσης και με τη σύνθετη λέξη ( κατωθύρ’ ιν ), που ορίζει το κάτω μέρος της πόρτας.
Στις άλλες τοπικές διαλέκτους ονομάζεται πόρτα και από το παλαιό πορτίον (μικρή πόρτα) προέρχονται τα υποκοριστικά ( πορτίν – πορτόπον- πορτόπουλον ).
Το χτίσιμο της πόρτας λέγονταν (πόρτωμαν) και χτιζόταν στα αρχοντόσπιτα των αστικών κατοικιών με περίλαμπρα και εκλεπτυσμένα διακοσμητικά στοιχεία της αρχαίας ή βυζαντινής τεχνοτροπίας. Έτσι η εξώπορτα γίνεται πρωταρχικό διακοσμητικό στολίδι του σπιτιού , ένας πέτρινος και ξύλινος διάκοσμος, που προσδιόριζε την οικονομική και κοινωνική τάξη του νοικοκύρη.
Πελεκημένες πέτρες, οι λαμπάδες (τα παραστάρια τη πόρτας) αγκάλιαζαν την πόρτα δεξιά και αριστερά που στις απολήξεις τους οι πόντιοι λιθοξόοι με ιδιαίτερη τέχνη τοποθετούσαν επίκρανα ιωνικού ρυθμού.
Πάνω σε αυτά στερεώνονταν μια μεγάλη μονοκόμματη κεφαλόπετρα το ανώθυρο ή ανώφλι ( απανωθύρ’) .
Το ανώφλι της πόρτας κατασκευάζονταν με ημικυκλικές λιθοξωτές πέτρες ,ή μία ευθύγραμμη μονόλιθη πέτρα.
Πάνω σ’ αυτές λάξευαν περίτεχνα το οικόσημο του σπιτιού, που συνήθως ανήκε σε άρχοντες( αρχόντ’ς) ή σκάλιζαν διάφορα ανάγλυφα γεωμετρικά σχέδια ή θέματα από την Αγία Γραφή, συνήθως μαργαρίτες, σταυρούς για την προστασία των ενοίκων .
Στο κέντρο σκάλιζαν το μονόγραμμα ή το ονοματεπώνυμο του νοικοκύρη δίπλα στην ημερομηνία ανέγερσης της οικίας.
Συνήθως οι αυλόπορτες των αρχόντων ήταν σιδερένιες και των φτωχών ξύλινες. Γι’ αυτό για κάποιους που φτώχαιναν και κάποιους, που πλούτισαν αλλάζοντας κοινωνική τάξη επικράτησε η φράση: (το σιδερένεν η πόρτα, εγέντον καθέτερον ‘ς σο ξυλένεν)
Η ίδια αντίληψη διαφαίνεται και στό παρακάτω δημοτικό τραγούδι, που η ετοιμόρροπη πόρτα επιβεβαιώνει την κατώτερη κοινωνική τάξη της κοπέλας.
Τη πόρτας ισ’ τα ξύλα έτερα είν’, έτερα
άφ’ς τον κύρτς και τη μάνα σ’ ,κόρ’, έλα ‘ς σ’ εμέτερα.
Γενικότερα η εξώπορτα ( τ’ εξώπορτον ) ήταν δίφυλλη, πλατιά και ψηλή.
Θα έπρεπε πέραν της αισθητικής, που ήταν απαραίτητη , οι εξώπορτες να έχουν πλανιαρισμένους ταμπλάδες, με περίτεχνες δαντελωτές επικαλύψεις από ξύλινες σανίδες. Οι περισσότερες ήταν χτισμένες με κατακόρυφες σανίδες, δεμένες με κεφαλόκαρφα και ενισχυμένες με σιδερένιες λάμες, πάνω στις οποίες έδενε το χερούλι με το μάνδαλο ( καρακίδ’ ή κορακίδ’) της πόρτας.
Η πόρτα κρατιόταν με χοντρούς κρίκους ( χαλχάδας) και έκλεινε με μια ενισχυμένη κλειδαριά ( ανοιγάρ’). Για να την άνοιξει κάποιος έπρεπε να πατήσει το μοχλό
( ζεμπερέκ) για να σηκωθεί το μάνδαλο . Για περισσότερη ασφάλεια τοποθετούσαν και μεταλλικούς σύρτες ( συρτιά ή σάγγα ) :
Την πόρτα σ’ άφς αρθάνοιχτον και την συρτιάν μη σύρεις.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στολίδια της εξώπορτας στον Πόντο ήταν το ρόπτρο, που διατήρησε την ονομασία του από την ομηρική εποχή ΄΄ Χρυσέη κορώνη΄΄= χρυσός κρίκος στα ποντιακά ( κορωνίδ’). Το ρόπτρο στα σπίτια των πλουσίων απεικόνιζε συνήθως τον αετό, σύμβολο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Τις περισσότερες φορές ήταν ένας απλός κρίκος με χέρι ή σφαίρα. ( ΦΩΤΟ)
Στις δύσκολες περιόδους, όταν οι άτακτοι Τούρκοι ( τσέτες) έσπαγαν και παραβίαζαν τις πόρτες, τις ενίσχυαν με χοντρούς μανδάλους πίσω από την πόρτα ή και κόντρες με χοντρά υπόστυλα, τα ταγιάκια ( εταγιάκωναν την πόρταν).
Οι εξώπορτες κατασκευάζονταν συνήθως από Δρυ ( πελίτ) γιατί θεωρούνταν το πιο γερό και ανθεκτικό ξύλο.
Η πόρτα της κατοικίας και ιδιαίτερα το μέρος της εισόδου, το (κατωθύρ’), αποτελούσε το ιερό άβατο της οικίας, που δεν μπορούσε να το παραβεί κανείς χωρίς την συγκατάθεση των οικείων .Γι’ αυτό προειδοποιούσαν και συνέτιζαν τα μικρά παιδιά να είναι διακριτικά 🙁 ‘ς ση χώρας τα πόρτας δουλείαν ‘κ’ έεις).
Η πόρτα στην ποντιακή ηθογραφία ταυτίζεται με το σπίτι ( οσπίτ’), μια ταύτιση από την οποία προέρχεται μια πληθωρική χρησιμοθηρία της λέξης πόρτα.
Φράσεις με τη λέξη πόρτα αποδίδουν πολλά νοήματα και χαρακτηρισμούς όπως:
Ο ανήθικος ,πρόστυχος ( κρούει πόρτας), ή ( πορτόσκυλον έν),η ανοικοκύρευτη και αναξιοπρεπής γυναίκα ( πορτογύρα), επέσυρε τη μομφή με τη φράση ( λάσκεται τα πόρτας), ο τεμπέλης και άνεργος ( λάσκεται ‘ς σα ξένα πόρτας), ο μίζερος και αντικοινωνικός ( την πόρταν ατ’ άνθρωπος ‘κι ανοίει ), αντιθέτως ο φιλόξενος και κοινωνικός ( η πόρτα τ’ ανοιχτόν έν’), η απόρριψη και η περιφρόνηση για κάποιον ( ‘ς σην πόρτα μ’ ‘κες γουρπάν εφτάγω ‘σε ) ο ζωηρός και ανυπάκουος ( ας σ’ έναν την πόρταν χατεύ’ς ατόν ,κι ας σ’ άλλο εμπαίν’). Ο απαιτητικός και πείσμων, που τον διώχνεις και δεν φεύγει (εκρεμάεν ‘ς σο παραστάρ’)΄
Στο τελετουργικό του γάμου έλεγαν για τη νύφη (τ’ έναν την πόρταν τσουπών και τ’ άλλο ανοίει) το ίδιο έλεγαν και για να παρηγορήσουν κάποιον πονεμένο:
(ο Θεόν τ’ έναν την πόρταν ανοίει και τ’ άλλο πα ανοίει)
Την πόρτα χρησιμοποιούσαν και όταν ζητούσαν κάτι απαιτητικά ( τέρεν, αν ‘κ’ εφτάς ατό, την πόρτα μ’ άλλο ‘κ’ ελέπς). Η πόρτα κατά τις παραδόσεις στον Πόντο έπρεπε να είναι πάντα κλειστή, όταν έλειπαν οι οικείοι, γιατί πίστευαν, πως η ανοιχτή πόρτα εξωθεί το γείτονα στην κλοπή.
( την πόρτα σ’ τσούπα και τον γείτονα σ’ κλέφτεν μ’ εβγάλτς.)
Η νοικοκυρά φρόντιζε πάντα για το κλειδαμπάρωμα της πόρτας και πολύ συχνά ακούγονταν ο διάλογος – ( την πόρταν εκλείδωσες😉 – (όχι, εσέν θ’ ενεμείνα !).
Ακόμα η λαϊκή παροιμία για την ασφάλεια του σπιτιού επέβαλε το κλείσιμο της εξώπορτας : ( το κλειστόν η πόρτα πολλά γατάας περάζ’)
Τέλος για το σπίτι που έχανε και τον τελευταίο ένοικο: ( επέρεν τη πόρτας τ’ ανοιγάρ’)
Οι φράσεις, που παρότρυναν στο κλείσιμο της πόρτας ήταν ποικίλες : κλείδωσον την πόρταν , ασπάλ’ την πόρταν , καράκωσον την πόρταν, άρμωσον την πόρταν. Το ίδιο ποκίλες ήταν και όσες αφορούσαν στο άνοιγμά της: άνοιξον την πόρταν , (την πόρταν άφς ακράνοιγον ( λίγο ανοιχτή ), μισάνοιχτον ,αρθάνοιχτον κτλ. )
Το κατώφλι της πόρτας ήταν το πιο ιερό μέρος. Ήταν το άβατο σημείο του σπιτιού και στρώνονταν με μεγάλες, λειασμένες πέτρες ( το κατωθύρ). Καθιερωμένη ήταν η φράση, που αποθάρρυνε τον ανεπιθύμητο επισκέπτη. ( ‘ς σο κατωθύρ’ ιμ’ γουρπάν εφτάγω ‘σε.)
Η πόρτα στον Πόντο ήταν επί πλέον το σημείο, όπου αναπτύσσονταν οι ανθρώπινες και οι ερωτικές σχέσεις των νέων. Πολλές ερωτικές ικεσίες του νέου προς τη νέα κάνουν αναφορά στο ιερό άβατο του σπιτιού, την πόρτα:
Ο νέος στο τραγούδι ικετεύει την κόρη να ανοίξει την πόρτα της και να τον βάλει μέσα.
Άνοιξον, πουλί μ’, άνοιξον, άνοιξον το πορτόπο σ’,
μεθυσμένον εχ’ κ’ έρχεται, το λαλασάρ’ τ’ αρνόπο σ’…
Για να μην ακουστεί όμως ο θόρυβος από την κλειδαριά και ξυπνήσουν οι γονείς της την συνιστά να λαδώσει το μάνταλο:
Και ‘ς σα παραβραδιάσματα και για τ’ εμέν ερώτα,
ελάδωσον το καρακίδ’ ,μη ζιρζιρίζ’ η πόρτα.
Πολλές φορές της ζητάει να τον μπάσει κρυφά από τους οικείους της :
‘Σ σην πόρτα σ’ βάλεν καρακίδ’, ‘ς σο παραθύρ’ ισ’ σκάλαν,
‘ς σην πόρταν δός ‘με φίλεμαν ,‘ς σο παραθύρ’ εγκάλιαν.
Ενδέχεται όμως κάποιες φορές η πόρτα να μην ανοίξει προς απογοήτευση του ερωτευμένου.
Άνοιξον, πούλι μ’ ,άνοιξον, άνοιξον το πορτόπο σ’,
εστάθεν ‘ς σο εξώπορτον το λαλασάρ’, τ’ αρνόπο σ’.
Μετά την άρνηση της κοπελιάς ,που δε λέει να του ανοίξει,ακολουθεί το παράπονό του:
Το σπίτι σ’ ετριγύλιζα κ’ εκράτνα τα κεράνια,
κ’ εσύ την πόρταν ‘κ’ ένοιες κ’ έτρωγα τα ποράνια.
Πικραμένος από την άρνηση της αγαπημένης του της διαμηνύει την τελική του απόφαση :
Άλλο ‘ς σην πόρτα σ’ ‘κ’ έρχουμαι, ‘ς σην άύλια σ’ ‘κι διαβαίνω,
διαβάτες κι αν διαβαίνω εγώ, μονήν άλλο ΄κι μένω.
Η κοπέλα και πάλι δεν συγκινείται, οπότε ο ερωτόληπτος καταφεύγει στην ύστατη προσπάθεια, στην απειλή.
‘Σ σην πόρτα σ’ πάω κ’ έρχουμαι, έν πάντα κλειδωμένον
έναν πρωί θ’ ευρήκν’ εμέν οξουκά ‘ποθαμένον.
Τότε υποκύπτει η κοπελιά και ακολουθούν οι όμορφες ερωτικές αναμνήσεις έξω από την πόρτα.
Εσέν, όντες εγάπεσα, ας λέγω ‘σε, πώς έτον,
απάν ‘ σην πόρταν έστεκες, ημέρα έξεργος έτον…
Η πόρτα, όπως και όλα τα σημεία του σπιτιού, έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων της ποντιακής κοινωνίας. Η πιο σπαρακτική όμως αναφορά για την πόρτα περιέχεται στο μοιρολόι της Τραπεζούντας, όπου η μάνα μοιρολογώντας παρακαλεί την πόρτα να σφραγίσει δια μαγείας για να μην της πάρουν τον μονάκριβο γιό…!
Απανωθύρ’, χαμέλυνον και κατωθύρ’ έλ’ άνθεν,
κ’ εσείς, στυλιάρια του σπιτί’, ελάτε κι αρμοθώστεν,
μη εβγάλουσι τον Έλλενον , το νέον παλικάριν…!