Η άνοδος της ακροδεξιάς που προεξοφλείται σε αυτές τις ευρωεκλογές και θα αποτυπωθεί και στους συσχετισμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι το σύμπτωμα της πολυεπίπεδης κρίσης της Ευρωπαΐκής Ένωσης: “κρίση οικονομική, κρίση περιβαλλοντική, κρίση γεωπολιτική, εντέλει κρίση πολιτική”.
Η ακροδεξιά εκμεταλλεύτηκε την δυσαρέσκεια που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη πολιτική που επέβαλαν οι ελίτ της Ευρώπης σε βάωτο)ρος των ιδρυτικών αξιών, της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, των εργασιακών δικαιωμάτων και της αλληλεγγύης και προώθησε την δική της ατζέντα στην οποία προσχώρησε σταδιακά και η συστημική δεξιά. Οι πολιτικές που επιβλήθηκαν και εφαρμόστηκαν είχαν σαν αποτέλεσμα την διεύρυνση των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων, σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα των οικονομικών αναγκών των πολιτών.
Στην δημόσια συζήτηση διαπιστώνεται το έλλειμμα στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, που την κάνει παρακολούθημα των ΗΠΑ σε όλα τα μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στην οικονομία και βιομηχανικής εξάρτησης σε σχέση με την Κίνα, ειδικά σε κρίσιμους τομείς. Σαν απάντηση η ηγεσία της ΕΕ προσανατολίζεται στην περαιτέρω ενοποίηση των αγορών, κυρίως στους κλάδους αιχμής της ψηφιακής τεχνολογίας και της ενέργειας και στην στρατιωτικοποίηση της οικονομίας. Η στροφή της Ευρώπης στον πόλεμο -όπως δείχνει η στάση της στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και οι εκκλήσεις για ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας-, τείνει να γίνει η βασική πρόκληση για τις αριστερές, οικολογικές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης. Αντίθετα, επιβεβαιώνει το έλλειμα ηγεσίας που πλήττει το πολιτικό σύστημα.
Για να θέσουμε το ζήτημα απλά: “Η Ευρώπη είτε θα χρηματοδοτήσει την πράσινη μετάβαση και την καινοτομία μέσα από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είτε τις πολεμικές επιλογές. Ο πολεμικός προσανατολισμός θα γίνει σε βάρος της απανθρακοποίησης της οικονομίας και του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας όπως την αντιλαμβάνονται οι πολιτικές ελίτ θα γίνει δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των εργαζόμενων.
Κάποιες κυβερνήσεις -και μαζί και οι ελληνική, προωθούν την ιδέα ενός ευρωομολόγου για την κοινή αμυντική πολιτική και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας που θα ωφελεί τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Η Αριστερά μιλάει για ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης που δεν θα σπαταλά πόρους σε πολεμικές δαπάνες και, φυσικά, θα εργάζεται για την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών της. Χρειάζεται ένα διαρκές Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας που θα μεταφέρει πόρους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και θα διαχέει την ευημερία στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς να στηρίζεται αποκλειστικά στους μηχανισμούς της αγοράς.
Η Ευρώπη χρειάζεται ευρωομόλογο για την χρηματοδότηση του χρέους, κοινή δημοσιονομική πολιτική και ενισχυμένους κοινούς φορολογικούς κανόνες, καθώς και φορολόγηση των κολοσσιαίων επιχειρήσεων. Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι πάντα στόχος η εξάλειψη της ελαστικής εργασίας, η ρύθμιση του πλαισίου στις πλατφόρμες και στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή. Το ποια πολιτική θα επικρατήσει στα επόμενα χρόνια είναι σε σημαντικό βαθμό ζήτημα των συσχετισμών που θα προκύψουν στο ευρωκοινοβούλιο. Στην πολιτική ομάδα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει αυξημένο λόγο και ρόλο, ως αριστερό κόμμα που κυβέρνησε -ένα από τα ελάχιστα στην Ευρώπη- και που είναι αξιωματική αντιπολίτευση και εν δυνάμει κυβέρνηση.
Είναι όμως σημαντική και η επιλογή των προσώπων που θα στείλουν οι πολίτες στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο. Η γνώση των ευρωπαϊκών θεμάτων και της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, η θέληση και αποφασιστικότητα για να δοθούν μάχες με σχέδιο, στρατηγική και συστηματική εργασία. Οχι για την τιμή των όπλων και για να συγκεντρώνονται εύσημα (και ένσημα) μιας αγωνιστικότητας χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, αλλά με την προοπτική μιας θετικής έκβασης που θα είναι υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας και του εκδημοκρατισμού καθώς και των ανθρωπιστικών αξιών της Αριστεράς. Αυτά είναι μερικά κριτήρια για την επιλογή των πολιτών στην κάλπη.