Με αφορμή την ερώτηση στη Βουλή, για το κλείσιμο του λιγνιτικού σταθμού Μελίτης στη Φλώρινα, από το βετεράνο στην υποστήριξη της λιγνιτικής ενεργειακής πολιτικής, βουλευτή κύριο Πάρη Κουκουλόπουλο, θα ήθελα να εμβαθύνω στα επιχειρήματα που ακούστηκαν και να εμπλουτίσω το σκεπτικό. Την ερώτηση χειρίσθηκε από κυβερνητικής πλευράς η Υφυπουργός κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου και στο Προεδρείο ήταν η κυρία Όλγα Γεροβασίλη.
Όντας φεμινιστής από οικογενειακή παράδοση και προσωπική πεποίθηση, προεξοφλούσα την καλή ποιότητα της συζήτησης. Πράγματι, στη πρωτολογία του ο κύριος Κουκουλόπουλος ανέπτυξε επιχειρήματα με ήπιο τρόπο και αυτοπεποίθηση και έθεσε εύλογα και ουσιαστικά θέματα κριτικής. Η υφυπουργός, γνωστή ως μετρημένη και προσεκτική κατά γενική ομολογία, παραδόξως με εξέπληξε με τις απρόκλητες εγκλήσεις για λαϊκισμό και κουβέντες του καφενείου. Ασυνήθης συμπεριφορά, συγγνωστή ίσως λόγω αμηχανίας της.
Ας το αντιπαρέλθουμε, όπως έκανε ψύχραιμα και προς τιμήν του ο κύριος Κουκουλόπουλος, χάριν της ουσίας. Ας μη περάσουν, όμως, ασχολίαστες σοβαρές επισημάνσεις του κυρίου Κουκουλόπουλου, όπως η αναφορά του στην Πτολεμαΐδα 5. Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της μονάδας επιβάρυνε την οικονομία με 1,6 δις στη κρίση φυσικού αερίου, ακριβώς ίσα με το κόστος της επένδυσης. Έστω και με καθυστέρηση η νέα μονάδα αποσβέσθηκε από τη συμβολή της με φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με το φυσικό αέριο. Παίχθηκαν πολλά δις την εποχή της κρίσης σε υπερκέρδη και αυτό δίνει το μέτρο ευαισθησίας όσων επιδίωξαν να μην ολοκληρωθεί καν ως λιγνιτική μονάδα.
Η επωδός της κυρίας Υφυπουργού ήταν «η Μελίτη είναι ακριβή και πρέπει να κλείσει», επικαλέσθηκε αντιφατικά στοιχεία κόστους και διαβεβαίωσε ότι υπάρχει σχέδιο εθελουσίας εξόδου και μεταθετότητας, αναφερόμενη αποκλειστικά στους εργαζόμενους της ΔΕΗ, σαν να μην υπάρχουν άλλοι που μένουν άνεργοι με το κλείσιμο της Μελίτης.
Η λιγνιτική μονάδα ευρίσκεται 18 χλμ. ανατολικά από τη Φλώρινα, σε θέση που επιλέχθηκε για να τροφοδοτείται από τοπικά, ιδιωτικής εκμετάλλευσης κοιτάσματα λιγνίτη, καλής ποιότητας με θερμογόνο δύναμη 1900Kcal/Kg. Ο σταθμός έχει ισχύ 330ΜW, συνδυάζει τεχνολογικό προβάδισμα και καλλίτερο λιγνίτη, γι’ αυτό και είχαν προβλεφθεί έργα υποδομής για ένα δεύτερο σταθμό που δεν κατασκευάστηκε ποτέ.
Ο λιγνιτικός σταθμός Μελίτης κλείνει μετά από λιγότερα από είκοσι χρόνια λειτουργίας, ενώ θα μπορούσε να λειτουργεί για είκοσι χρόνια ακόμη. Ήταν ο σταθμός με την καλλίτερη ενεργειακή απόδοση, περίπου 35,6%, πριν την Πτολεμαΐδα 5 που λειτουργεί από το 2023 με απόδοση 42% περίπου.
Ο Συντελεστής Ειδικών Εκπομπών Μελίτης είναι 1,3t CO2/MWh, οπότε για την τρέχουσα τιμή δικαιωμάτων (€65/t CO2) το κόστος των εκπομπών ανέρχεται σε:
1,3Χ65= €84,5/MWh,
αλλά η δαπάνη αυτή παραμένει στη Χώρα, όπως τόνισε ο κύριος Κουκουλοπουλος και δεν επιδεινώνει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, όπως συμβαίνει με το ακριβό φυσικό αέριο.
Και βέβαια για την Πτολεμαΐδα 5 είναι μόνο €65/ και για το φυσικό αέριο 0,4Χ65 = €26/MWh. Τη διαφορά αυτή από το φυσικό αέριο υπερκαλύπτει η Πτολεμαΐδα 5, λόγω του ακριβού φυσικού αερίου που εκτιμάται σε €80-90/MWh.
Η μονάδα Μελίτης θεωρείται ακριβή από την κυρία Σδούκου γιατί το κόστος της μεγαβατώρας είναι 130 έως 150 ευρώ, όπως ανέφερε. Αλλά, όπως έχει πει πρόσφατα η ίδια «Σήμερα, το μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε 145 ευρώ» (Α. Σδούκου, Τράπεζα της Ελλάδος, 11.10.2024). Συνεπώς, με βάση τα δεδομένα της ίδιας της κυρίας Σδούκου η Μελίτη μπορεί να είναι ακριβότερη από την Πτολεμαΐδα 5, αλλά παραμένει στα όρια του μέσου κόστους.
Η τροφοδοσία Μελίτης από το ιδιωτικό λιγνιτωρυχείο της Αχλάδας διακόπηκε και εντωμεταξύ το κάρβουνο εξάγεται σε γειτονικό σταθμό της Βόρειας Μακεδονίας, από τον οποίο «υποδεχόμαστε» τα καυσαέρια. Ο κύριος Κουκουλόπουλος έθιξε το θέμα διεξοδικά, αλλά έμεινε αναπάντητο. Η Μελίτη κάλυπτε τις ανάγκες της εν μέρει από το λιγνιτωρυχείο Προσηλίου Σερβίων με 130 εργαζόμενους, στους οποίους δεν αναφέρθηκε η κυρία Υφυπουργός, αλλά ούτε και στους 120 εργαζόμενους των εργολάβων της ΔΕΗ στη Φλώρινα. Εστίασε αποκλειστικά στους εργαζόμενους της ΔΕΗ.
Εν πάσει περιπτώσει υπάρχει σύμπλευση κυβέρνησης και ΔΕΗ, για την ολοκλήρωση της αντιλιγνιτικής πολιτικής το συντομότερο δυνατόν. Για την κυβέρνηση μέχρι το 2028 και για τη ΔΕΗ δύο χρόνια ενωρίτερα, με σαφή όμως αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης. Φαίνεται μικρή η χρονική διαφορά, αλλά υποκρύπτει κινδύνους εσπευσμένης και καταχρηστικής διαχείρισης των λιγνιτικών γαιών με τρόπο που θα αποκλείει την εκμετάλλευση των λιγνιτικών πεδίων στο μέλλον, εάν χρειαστεί από επόμενη κυβέρνηση ή λόγω μεταβολής συνθηκών. Στην εποχή μας οι ριζικές ανατροπές σεναρίων συμβαίνουν και θα αναφέρω πιθανά ενδεχόμενα.
Πρόσφατος διαγωνισμός υπεράκτιων αιολικών πάρκων της Δανίας στη Βόρεια Θάλασσα απέτυχε να προσελκύσει προσφορές. Μετά από ένα χρόνο προκλήσεων, η παγκόσμια υπεράκτια αιολική βιομηχανία δεν έχει πλέον πολλές προοπτικές να πετύχει τους υψηλούς στόχους που έχουν θέσει οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού. Εκτιμάται ότι «οι συνθήκες για την υπεράκτια αιολική ενέργεια στην Ευρώπη έχουν αλλάξει σημαντικά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων αυξήσεων τιμών και επιτοκίων».
Στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων (ΥΑΠ) αποτελεί μια εθνική στρατηγική προτεραιότητα. Ο ελληνικός θαλάσσιος χώρος χαρακτηρίζεται από πολύ καλό αιολικό δυναμικό με μικρή μεταβλητότητα μέσα στο έτος και ευνοεί υψηλότερες ενεργειακές αποδόσεις των ΥΑΠ. Η εγκατεστημένη ισχύς των υπεράκτιων αιολικών πάρκων αναμένεται να ανέλθει σε 1,9GW έως το έτος 2030. Οποιαδήποτε καθυστέρηση, όμως, θα ενισχύσει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, με ουρανοκατέβατα κέρδη εννοείται για κάποιους.
Η σοβαρότερη όμως απειλή διατυπώθηκε από το Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ: Η Ευρώπη, είπε, είναι απροετοίμαστη για έναν μελλοντικό πόλεμο με τη Ρωσία. «Δεν είμαστε έτοιμοι για αυτό που έρχεται στον δρόμο μας σε τέσσερα ή πέντε χρόνια», είπε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Αυτή ακριβώς είναι η ενεργειακή ασφάλεια που προσφέρει ο λιγνίτης και περιέργως δεν έχει εκτιμηθεί, ούτε καν υποψιάζονται οι ιθύνοντες τους κινδύνους στους οποίους μπορεί να εκτεθεί η Χώρα μας με την ακαριαία απολιγνιτοποίηση. Δεν προβληματίζονται από το γεγονός ότι στη Γερμανία υιοθέτησαν τη βαθμιαία απολιγνιτοποίηση και νομοθέτησαν την απαγόρευση του λιγνίτη μετά το 2038;
Και βέβαια η μεγάλη αλλαγή για την οποία εικασίες μόνο γίνονται είναι η επανεκλογή του Προέδρου Trump, ο οποίος δηλώνει ότι η θεωρία της κλιματικής μεταβολής και οι σχετικές πολιτικές είναι μια απάτη (he regards the climate change theory and policies as a scam). Το κρίσιμο ερώτημα είναι μετά από αυτά άραγε θα εξακολουθήσουν να συρρέουν οι αποταμιεύσεις στα πράσινα funds, για οποία κόπτονται στη λέσχη Eurelectric της Ευρώπης;
Το συμπέρασμα είναι ότι η άσκηση της εκάστοτε περιορισμένης κυβερνητική εντολής δεν μπορεί να αποστερήσει οριστικά τη Χώρα από τη δυνατότητα να επανέλθει στη λειτουργία λιγνιτικών σταθμών εάν αυτό επιβάλλεται από το Εθνικό συμφέρον. Και αυτό συνεπάγεται ότι έως ότου αποκτήσουμε αυτάρκεια 90% σε ΑΠΕ, θα πρέπει να διατηρηθεί λιγνιτικό δυναμικό για ενεργειακή ασφάλεια. Επιβάλλεται επομένως:
- Να μη λεηλατηθούν οι λιγνιτικές γαίες (εκτάσεις κοιτασμάτων και απαραίτητοι για την εκμετάλλευση χώροι) χάριν φωτοβολταϊκών
- Να επιλεγούν λιγνιτικοί σταθμοί που θα παραμείνουν σε λειτουργία.
- Ορισμένοι λιγνιτικοί σταθμοί να διατηρηθούν σε ψυχρή εφεδρεία.
Αντιλαμβάνομαι ότι θα υπάρξει σπουδή για επίκληση του κόστους χάριν των καταναλωτών. Το θέμα είναι σύνθετο και ο Υπουργός κύριος Σκυλακάκης είχε την εντιμότητα και το πολιτικό θάρρος να συγκρατήσει τις επιδοτήσεις των ΑΠΕ και να τονίσει «ότι ένα από τα λάθη που έγιναν και είναι διαχρονικά, είναι ότι πληρώνουμε 800 εκατ. ευρώ στον λογαριασμό του ΕΛΑΠΕ, για τις επιδοτήσεις του παρελθόντος, οι οποίες ήταν υπερβολικές». Επιβαρύνουμε δηλαδή το λιγνίτη με δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα για να επιδοτήσουμε τις ΑΠΕ και κάνουμε σύγκριση κόστους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι επενδύσεις στα νέα δίκτυα των ΑΠΕ; Ναι στην μετάβαση στις ΑΠΕ, αλλά με έντιμη κοστολόγηση.
Σήμερα έχουν ξεκαθαρίσει οι προθέσεις και τα συμφέροντα των εταιριών ηλεκτρικής παραγωγής στην Ευρώπη και οι διακηρύξεις γίνονται δια στόματος του Διοικητή της ΔΕΗ και Αντιπροέδρου της Eurelectric: πρώτο ζητούμενο είναι «Η διοχέτευση επενδύσεων σε τεχνολογίες και υποδομές καθαρού μηδενικού ισοζυγίου».
Με ξεκάθαρη διατύπωση η απολιγνιτοποίηση είναι για τη ΔΕΗ και την Eurelectric το εργαλείο προέλκυσης ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων. Αυτό βέβαια μας ήταν γνωστό ως πρακτική της ΔΕΗ, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή στις δανειακές συμφωνίες ρήτρα απολιγνιτοποίησης για να επιτύχει μικρότερα επιτόκια δανεισμού. Τώρα όμως πλασάρεται ως βασικό πανευρωπαϊκό αίτημα της Eurelectric προς τους υπεύθυνους χάραξης ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης.
Είναι σαφές ότι η ΔΕΗ λειτουργεί ως πολυεθνική εταιρία με προτίμηση επενδύσεων εκτός Ελλάδος, όπως για παράδειγμα, που δεν είναι μοναδικό, η ανάπτυξη φωτοβολταϊκών έργων σε Ιταλία, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία. Και αυτό είναι αναμενόμενο για μια πολυεθνική εταιρία, όχι όμως εις βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας, στην οποία τα επείγοντα έργα αντλησιοταμίευσης έχουν μείνει στα σχέδια, χάριν επενδύσεων εκτός Ελλάδος.
Στην απολιγνιτοποίηση βέβαια προεξάρχει η Κυβέρνηση. Επιτρέπει για παράδειγμα την εξαγωγή λιγνίτη από το Αμύνταιο και το Προσήλιο, αφήνοντας τη Μελίτη χωρίς καύσιμο, για να κλείσει εκ των πραγμάτων, όπως το επιθυμεί η ΔΕΗ.
Η φωνή διαμαρτυρίας, υπόκωφη, έρχεται από τους εργαζόμενους και σβήνει στο «αντικραδασμικό» σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης:
«Η αποεπένδυση έγινε απολιγνιτοποίηση και η απολιγνιτοποίηση σημαντική συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ για να φθάσουμε στο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Ο Εθνικός μας πλούτος, το εγχώριο ενεργειακό μας καύσιμο απαξιώθηκε και παραγκωνίστηκε. Οι κυβερνητικές επιλογές διαχρονικά επικεντρώθηκαν στο εισαγόμενο φυσικό αέριο και στις ασταθείς ΑΠΕ. Η συντριπτική πλειοψηφία μιλά για ένα «προγραμματισμένο έγκλημα».
Ασυναίσθητα, η ψύχραιμη αυτή φωνή φέρνει στη μνήμη το τελευταίο χρησμό: «… απέσβετο γαρ και λάλον ύδωρ» και την απορία αν θα παραμείνουν και πάλι ατιμώρητες οι κυβερνητικές πολιτικές διαχρονικά.
Κάτι πάει να αλλάξει όμως και η αρχή έγινε με τη δικαστική εξουσία. Σε μια Δημοκρατία ουδείς μπορεί να είναι ανέλεγκτος (Αντώνης Π. Αργυρός): «Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου». Η αποζημιωτική ευθύνη του Κράτους από ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας αναγνωρίστηκε για πρόδηλο σφάλμα δικαστή, μετά από Προσφυγή της Βασιλικής Δημοσθένους Σκορδάκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατά της Ελλάδας.
Πόσο ζημιογόνα ήταν η απολιγνιτοποίηση ακούσαμε με καθυστέρηση μερικών ετών από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό : «Ξοδέψαμε 7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 για να εισάγουμε φυσικό αέριο και κανονικά το ποσό που απαιτείται είναι 1 δις». Το σφάλμα ήταν καταφανώς πρόδηλο και εξαιρετικά ζημιογόνο λόγω της πολιτικής απολιγνιτοποίησης. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται οι ζημίες αυτές να παραμένουν αναποζημίωτες ή έστω ανεπανόρθωτες.
Εκφράζονται ευχαριστίες στον διακεκριμένο Συνάδελφο Χρήστο Παπαγεωργίου, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της ΔΕΗ, για τεχνικές συμβουλές του.
Σημειώνεται ότι η αστική ευθύνη του κράτους αναγνωρίστηκε μετά από πολυετείς δικαστικούς αγώνες της κυρίας Σκορδάκη. Χωρίς να καταλαβαίνω σε βάθος τις συνέπειες, νομίζω πως όταν το κράτος ελέγχεται και καλείται να αποζημιώσει για ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, τότε και «η δήθεν πολιτική ευθύνη» θα πάψει να είναι το ιπτάμενο μαγικό χαλί απόδρασης.
Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους. Στο άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις για την ενεργειακή πολιτική σε διαχρονικό ορίζοντα.
https://independent.academia.edu/Chiotis
https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis
https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82