Με τον γιό της μικρασσιάτισσας Βασίλη Δημητρίου συνδέθηκα υποσυνείδητα, μέσα από τη μνήμη της γιαγιάς μου από το Κερμένη της αλησμόνητης, σήμερα, Θράκης. Μου έλεγε, κάπου στα 80΄, «ξέρω τραγούδια» και συνήθως μου τραγουδούσε το «Μαρία με τα κίτρινα». Εικάζω πως είχε ακούσει την σύνθεση του παραδοσιακού και προχωρημένου αυτού τραγουδιού από τη Δήμητρα Γαλάνη (1971). Ήδη από το πρώτο του τραγούδι, ο Δημητρίου συνδέθηκε με στίχους «προφητικούς». Για μια Ελλάδα που έχει μεν σήμερα μεταλλαχθεί, αλλά πολιτικά λίγο έχει αλλάξει ως προς τα αδιέξοδα. Τότε η δικτατορία, σήμερα με δημοκρατία, η μουσική άλλαξε ο χαβάς ίδιος: «Σε τι κόσμο μπαμπά μ΄έχεις φέρει να ζήσω/ δε μου κάνει μαμά, επιστρέφεται πίσω/ με στενεύουν λουριά, πώς να τον συνηθίσω («Ω τι κόσμος μπαμπά», 1974, στίχοι Κ. Μουρσελά)».
Ο ληστής των ονείρων μας, της δικαιοσύνης, η λησμονιά των αρχών της δημοκρατίας τότε. Σήμερα της αξιοπρέπειας και των ταμείων μας, μέσα από τον ερασιτεχνισμό της κυριαρχίας των μετρίων και της πονηριάς των παλαιόθεν ικανών. Συν τοις άλλοις, γυρίσαμε την πλάτη στο Θεό. Ακούω την Χ. Αλεξίου: «Ήθελα γράμμα να σου γράψω/ και μια λαμπάδα να σ΄ανάψω/ γιατ΄είναι δύσκολοι καιροί/ όμως δεν βρήκα ταχυδρόμο/ ούτε της εκκλησιάς το δρόμο/ κι΄έχω από φόβο τον ληστή («Ήθελα να σε ζωγραφίσω», 1974, στίχοι Β. Τσιμπούλη)».
Με την μελλοποίηση ασχολήθηκε πολύ νωρίς, παρουσιάζοντας το δίσκο με νομπελίστα και διωκόμενο Χιλιανό ποιητή Νερούδα. Στο μυαλό μου ήρθε ένας πόντιος ομογενής. Χωρίς τρυπάνια προσπαθούσε να σπάσει την πηγμένη τέφρα στις ταινίες της Δ.Ε.Η. για 600 €. Στον 7ο μήνα βρέθηκε για εγχείρηση στο νοσοκομείο: «Σκάβοντας, περνάμε μια σκυλίσια ζωή, με πυρετό και πείνα, ψάχνοντας στο βούρκο και την άμμο χωμένη («Το τραγούδι του εργάτη», ποίηση Π. Νερούδα, απόδοση Λ . Παπαδόπουλου, 1975)».
Ο χρόνος στη ζωή και οι ευκαιρίες τις οποίες πρέπει να αδράξουμε πριν εκπνεύσει, απαντά σε ένα άλλο του τραγούδι με την Σωτηρία Μπέλλου. Ένα χρόνο που για την Ελλάδα περνάει και εμείς νιώθουμε περήφανοι σαν λαός για τον τσαμπουκά που υποτίθεται πουλάμε, αποστρέφοντας το βλέμμα μας από τις δικές μας ευθύνες: «Ο κόσμος είναι το νερό/ κι΄ειν η ζωή πηγάδι/ που ξεδιψάει περαστικός/ προτού τον βρει το βράδυ» («Ο κόσμος είναι σαν μπαξές», στίχοι Μ. Ελευθερίου, 1976).
Το 1977 θα ηχογραφήσει τον δίσκο «Παραθύρι-παραθύρι» σε στίχους του σπουδαίου Δημήτρη Χριστοδούλου, ενώ το 1978 θα εκδώσει μουσική και τραγούδια από το έργο που ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη «Η δασκάλα η βροχή». Η ενασχόληση του με την μουσική για το θέατρο, απετέλεσε κύρια δραστηριότητα για τον Β. Δημητρίου, ο οποίος και βραβεύτηκε γι΄αυτό.
Το 1978, θα προσπαθήσει να αποτυπώσει μουσικές εικόνες των Κυκλάδων στον ομώνυμο ορχηστρικό δίσκο. Έχω την αίσθηση πως ο δίσκος αυτός, έχει επιδράσει σε ένα βαθμό στη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει». Αν ακούσει κάποιος το «Μεγάλη αγάπη», θα καταλάβει τι εννοώ. Στη δουλειά αυτή, οι νότες αφήνονται να περιγράψουν τις Κυκλάδες διαφορετικά, μακριά από τον ξεπεσμό των after party και των nammion’’s επιλογών.
Από τη δεκαετία του 80΄, η δισκογραφία του αφορά αποκλειστικά, σχεδόν, μουσική για το θέατρο και την τηλεόραση. Ειδικά με τον σκηνοθέτη Κ. Κουτσομύτη, έγραψαν τη δική τους ιστορία στην ελληνικό τέχνη. Η μεταφορά το 1993 στη μικρή οθόνη του βιβλίου του Κ. Μουρσελά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση έργου που το σύμπαν συνομώτησε. Το σήριαλ άφησε εποχή, εξαιρετικές ερμηνείες από πολλούς ηθοποιούς και όχι μόνο από τους Κ. Αρζόγλου. Γ. Νινιό και Κ. Καραμπέτη. Ωστόσο η επιτυχία του σήριαλ είχε ως παράλληλο ισάξιο το soundtrack. Ο δίσκος αυτός, ένας από τους καλύτερους των τελευταίων 30 χρόνων, φέρει όχι μόνο την συνθετική πλευρά του Δημητρίου, αλλά και την απόλυτα πετυχημένη στιχουργική. Σε ένα έργο που περιέτρεχε τη νεότερη ελληνική ιστορία, από τον εμφύλιο έως τη μεταπολίτευση. Στην Ελλάδα του σήμερα που με τα λόγια χτίζουμε ανώγια και κατώγια, αντιμνημονιακοί ψεκασμένοι, που δεν παραλείπουν να ψωνίζουν από αλυσίδες συμφερόντων της Βόρειας Ευρώπης. Φωνασκώντας και κοιμώμενοι: «Όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία/ και κάποιος παίζει την δική σου την ψυχή». Με τον έρωτα εξευτελισμένο, τόσο ώστε να φαίνεται παράταιρο άκουσμα η προσμονή σε αυτόν: «Άλλη μια μέρα τρελή στον αέρα/ μαζί σου πιο πέρα σαν να΄μαι παιδί». Με μνήμες που πλέον δεν φαντάζουν μακρινές. Δεν αρκεί παρά να παρατηρήσεις χώρους κάτω από γέφυρες, όπως κοντά στα ΚΤΕΛ της Θεσσαλονίκης: «Κάτω από γέφυρες κοιμούνται οι αλήτες/ πάνω σε κάρα και βαγόνια στο σταθμό». Σημείο αναφοράς το παραμύθι που έχουμε ανάγκη να ελπίζουμε: «Κάποιος σε πήρε με τα λόγια/ κάπου σε πήρε το φιλί».
Την ίδια χρονιά θα επενδύσει μουσικά το σήριαλ «Εκτέλεση», για την ζωή του μεγάλου Έλληνα Ίωνα Δραγούμη, ενώ το 1995, θα μιλήσει και πάλι για το παραμύθι που δεν έπαψε να πιστεύει ο σύγχρονος Έλληνας: «Ότι αγαπούσα, ήταν ένα ψέμα, έμοιαζε με πρόβα, πρόβα νυφικού». Λόγια παράξενα στα χρόνια του «γουάου». Όμως «ότι θες και δεν θα΄ρθει, στην καρδιά μένει αγκάθι και στο νου μια φωτιά (δίσκος «Παλίρροια», 1997)». Σε μια άλλη περίπτωση διαβάζουμε: «Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του/ Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη («Ποια θάλασσα», ποίηση Ν. Βαλαωρίτη, 1998)».
Έξω αυτή τη στιγμή βρέχει και ήρθε η ώρα για τον αποχαιρετισμό. «Και βγαίναμε περίπολο να πιάσουμε το χάρο/ κι΄αυτός όταν μας άκουγε κρυβόταν στα σοκάκια/ και μεις αρχίζαμε χορό μαζί με τα αρμενάκια/ στα ματωμένα χώματα (2009)». Ίσως ποτέ δεν κατάλαβες πως ήταν αρκετοί αυτοί που τόσο «πολύ σ΄αγάπησαν». Και ας άργησε η αγάπη αυτή μια ημέρα…
konstantinosoa@yahoo.gr