Μεγάλες είναι οι διαφορές του ποσοστού φτώχειας ανάμεσα στις περιφέρειες της Ελλάδας, όπως αναδεικνύεται από την ανάλυση των στοιχείων που δημοσίευσε η διαΝΕΟσις. Παράλληλα, διαφορετικός ήταν ο αντίκτυπος των κρίσεων των τελευταίων ετών στο εισόδημα των κατοίκων, ανάλογα τον τόπο διαμονής τους.
Πιο φτωχές περιφέρειες η Δυτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος, η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο και η Θεσσαλία.
Εξετάζοντας την περίοδο μεταξύ των ετών 2017-2022 φαίνεται ότι σταθερά η Αττική είναι «λιγότερο» φτωχή, ενώ η Δυτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος, η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο και η Θεσσαλία παρουσιάζονται ως οι πιο φτωχές περιφέρειες της χώρας, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού τους που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας είναι μεγαλύτερο από το εθνικό ποσοστό φτώχειας (από 17,45%-18,6% για τα έτη από 2017-2022). Στο Νότιο Αιγαίο, στην Κρήτη, στα Ιόνια νησιά και τη Στερεά Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας το 2022 είναι μικρότερο από το εθνικό ποσοστό φτώχειας. Η Ηπειρος παρουσιάζει διακυμάνσεις, ωστόσο το 2022 το 16,3% του πληθυσμού της παρουσιάζεται κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό χαμηλότερο από το 18,4% που είναι το εθνικό ποσοστό φτώχειας. Σημαντικός επίσης δείκτης της διαφοράς εισοδήματος μεταξύ των κατοίκων των διαφόρων περιφερειών είναι το διαθέσιμο εισόδημα ανά περιφέρεια σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο (ΕΜΟ) εισοδήματος.
Μεγάλες διαφορές
Οι διαφορές που εμφανίζονται και εδώ είναι πολύ μεγάλες, με την Αττική να παρουσιάζει σταθερά μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα όλη την πενταετία 2017-2022. Η διαφορά από τον εθνικό μέσο όρο ήταν στο 13% το 2017 και υπερδιπλασιάστηκε στο 32% το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η Αττική επηρεάστηκε λιγότερο κατά το διάστημα των κρίσεων των τελευταίων ετών σε σχέση με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Το Νότιο Αιγαίο, από ελαφρά αρνητικό διαθέσιμο εισόδημα (πάντα σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο το 2017) -1%, έφτασε το 2022 στο 28%. Και η Κρήτη που ξεκίνησε από -9% το 2017 κατάφερε να βελτιώσει σημαντικά το ποσοστό της, φτάνοντας στο 17% το 2022.
Συγκεκριμένα, το 2022 το διαθέσιμο εισόδημα στην Αττική ήταν 32% περισσότερο από τον ΕΜΟ και στο Νότιο Αιγαίο 28% σε σχέση με τον ΕΜΟ. Ακολουθεί η Κρήτη με 17% και τα Ιόνια νησιά με 11%. Η Ηπειρος, η Στερεά Ελλάδα και η Θεσσαλία βρίσκονται πολύ κοντά στον ΕΜΟ, ενώ στις υπόλοιπες περιφέρειες φαίνεται να υπάρχει λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα.
Ωστόσο, για τη Δυτ. Ελλάδα, την Αν. Μακεδονία – Θράκη, τη Δυτική Μακεδονία και για την Πελοπόννησο τα ποσοστά διαθέσιμου εισοδήματος παραμένουν χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο σε όλη τη διάρκεια της πενταετίας. Η Δυτική Ελλάδα το 2017 είχε διαφορά -15%, η οποία μάλιστα το 2019 έφτασε στο -19%, ενώ το 2022 βελτιώθηκε αλλά παρέμεινε στο -7%. Η Αν. Μακεδονία – Θράκη από -11% το 2017 έφτασε στο -4% το 2022 και η Δυτική Μακεδονία από -12% το 2017 έφτασε στο -3% το 2022.
Η ανάλυση (συγγραφείς: Αλέξανδρος Καρακίτσιος, ερευνητής στην Τράπεζα της Ελλάδος, Φαίη Μακαντάση και Ηλίας Βαλεντής από τη διαΝΕΟσις) βασίζεται σε δεδομένα της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, της γνωστής SILC, που διενεργείται πανευρωπαϊκά από τη Eurostat και ειδικότερα στην Ελλάδα από την ΕΛΣΤΑΤ. Οπως επισημαίνεται από τους συγγραφείς, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πόσοι είναι οι φτωχοί ανά περιφέρεια, αλλά και πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί. «Οι σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στην Αττική και στις υπόλοιπες περιφέρειες αναδεικνύουν το σημαντικό χάσμα μεταξύ πρωτεύουσας και περιφέρειας τόσο στις επιπτώσεις της πανδημίας όσο και ευρύτερα. Ταυτόχρονα και οι υπόλοιπες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δεικτών των περιφερειών υπογραμμίζουν τη σημασία ενός καλύτερου σχεδιασμού πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας σε περιφερειακό επίπεδο», επισημαίνεται στην ανάλυση.