Η σύμπτωση δύο δημόσιων παρεμβάσεων από πρόσωπα με βαρύνουσα θεσμική διαδρομή -του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και του πρώην συμπρωθυπουργού και καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελου Βενιζέλου– αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρούσα πολιτική συγκυρία.
Οι δύο άνδρες, εκκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές παραδόσεις, κρούουν τον ίδιο κώδωνα κινδύνου: τη διαβρωτική επίδραση που ασκεί η κυβερνητική ισχύς πάνω στη θεσμική ανεξαρτησία και πρωτίστως στη Δικαιοσύνη. Οι τοποθετήσεις τους δεν δύνανται να ακουστούν ως αντιπολιτευτικές κραυγές ή ρητορικές υπερβάσεις, αλλά θα πρέπει να ειδωθούν ως ενδείξεις ενός θεσμικού ρήγματος που πλέον αναγνωρίζεται ακόμη και από εκείνους που πιστά υπηρέτησαν το πολιτικό σύστημα εκ των έσω.
Ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει ότι το θεσμικό κύρος της Δικαιοσύνης έχει υπονομευθεί, καθώς η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει με τρόπο που δημιουργεί την εντύπωση ταύτισης ή εξάρτησης. Ο κ. Καραμανλής, από την πλευρά του, μιλά για «κρίση απαξίωσης, απονομιμοποίησης και απόρριψης του θεσμικού πλαισίου», προειδοποιώντας ότι όταν οι πολίτες πιστεύουν πως οι ευαίσθητοι θεσμοί χειραγωγούνται, η κοινωνία μεταβαίνει σταδιακά από την απογοήτευση στη δυσπιστία και από τη δυσπιστία στην αποξένωση. Οι διαπιστώσεις τους αποτελούν θεσμικά συμπτώματα και θα αδικηθούν αν ερμηνευτούν ως πολιτικές διαφωνίες συστηματικά διαμαρτυρόμενων απόστρατων πολιτικών ανδρών. Και αυτά τα συμπτώματα αφορούν την ψυχή του κράτους.
Η πολιτική ψυχολογία αναγνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς λειτουργεί ως συλλογικός μηχανισμός σταθερότητας. Όταν διαρρηγνύεται, το υποκείμενο -ατομικό ή κοινωνικό- βιώνει το αίσθημα της ματαίωσης. Η διαρκής αναμονή δικαίωσης, οι αναβολές, οι καθυστερήσεις, οι επιλεκτικές κρίσεις, συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου η Δικαιοσύνη παύει να λειτουργεί ως συμβολικός άξονας ισότητας και μετατρέπεται σε πεδίο εξουσιαστικής διαχείρισης. Η ψυχαναλυτική οπτική θα έβλεπε εδώ έναν μηχανισμό προβολής: η Πολιτεία, αδυνατώντας να αναμετρηθεί με τη δική της ανεπάρκεια, μεταθέτει τη συλλογική ενοχή σε έναν θεσμό που όφειλε να αποτελεί καταφύγιο αξιοπιστίας.
Η αναφορά του Καραμανλή στην «ευαίσθητη ισορροπία του κράτους δικαίου» και του Βενιζέλου στη «μη διακυβερνησιμότητα» αντανακλούν την κρίση νοήματος που βιώνει ο πολίτης όταν συνειδητοποιεί ότι η σχέση του με τη δικαιοσύνη δεν είναι σχέση δικαιώματος, αλλά εξάρτησης. Οι ανώτατες βαθμίδες της Δικαιοσύνης διορίζονται, κατά κανόνα, από την εκτελεστική εξουσία, την ίδια στιγμή που η εισαγωγή στη Σχολή Δικαστών γίνεται χωρίς ανωνυμία στις γραπτές εξετάσεις, ενώ σε υψηλό ποσοστό οι επιτυχόντες προέρχονται από οικογένειες του ίδιου σώματος. Η αναπαραγωγή αυτής της θεσμικής εσωστρέφειας συγκροτεί μια κλειστή κάστα, όπου η κοινωνική κινητικότητα αντικαθίσταται από την κληρονομικότητα της εξουσίας.
Όταν η δικαιοσύνη βιώνεται ως προνόμιο, η δημοκρατία παύει να λειτουργεί ως πλαίσιο εμπιστοσύνης και μετατρέπεται σε σύστημα επιτήρησης. Ο νέος, που αναζητεί ένα σταθερό περιβάλλον για να διαμορφώσει ταυτότητα και σκοπό, συναντά ένα κράτος που του διδάσκει πως οι κόποι δεν αρκούν και υπερτερούν η καταγωγή ή/και προσβάσεις. Ο μεσίληκας, εγκλωβισμένος στη μικροκλίμακα του βολέματος, μαθαίνει να σωπαίνει για να μη χάσει τα ελάχιστα που διαθέτει. Ο ηλικιωμένος βυθίζεται στην απογοήτευση βλέποντας ότι το κράτος που αφήνει πίσω του είναι πιο άνισο από εκείνο που παρέλαβε, μακρυά από την ιδέα μιας πολιτείας δικαίου που οραματίστηκε.
Η αποξένωση από τη Δικαιοσύνη είναι πρωτίστως υπαρξιακή. Η ψυχαναλυτική εμπειρία δείχνει πως, όταν οι θεσμοί που υποτίθεται προστατεύουν το υποκείμενο αποτυγχάνουν, ο πολίτης στρέφεται είτε προς την αδιαφορία είτε προς την εκδίκηση. Η αδιαφορία γεννά κυνισμό και η εκδίκηση, βία. Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινωνικό συμβόλαιο αποσυντίθεται. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη δεν μπορεί να προκύψει από δηλώσεις προθέσεων, αλλά από μια ειλικρινή θεσμική αυτογνωσία: να πάψει ο νόμος να λειτουργεί ως εργαλείο ισχυρών και να ξαναγίνει πράξη ισονομίας.
Η ψυχολογία της εξουσίας στηρίζεται στην πεποίθηση ότι το προνόμιο συνεπάγεται ατιμωρησία. Όταν η εξουσία δεν λογοδοτεί, διαμορφώνεται μια εσωτερική βεβαιότητα ανωτερότητας, ένας μηχανισμός άρνησης που αποκλείει την αυτογνωσία και ακυρώνει τη δυνατότητα θεσμικής μεταρρύθμισης. Η θεραπεία του θεσμού θα επιτευχθεί με τη ριζική αναδιάταξη της σχέσης ανάμεσα στην ισχύ και την ευθύνη. Προϋποθέτει θεσμούς που να μπορούν να βλέπουν πέρα από την πολιτική τους καταγωγή, να προστατεύουν τον νόμο από τον διαχειριστή του και να επανασυνδέουν τη δικαιοσύνη με τη συνείδηση που της αντιστοιχεί. Μόνο τότε ο νόμος παύει να λειτουργεί ως ασπίδα των ισχυρών και ανακτά τον χαρακτήρα του ως κοινό μέτρο ισότητας.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.