Ο Ποντιακός Σύλλογος Πτολεμαΐδας και οι εκδόσεις Λιβάνη, παρουσιάζουν το γνωστό μυθιστόρημα του Αντώνη Παυλίδη «Χαλαμονή» την Τρίτη 13 Νοεμβρίου και ώρα 19.30 στο Αμφιθέατρο του Συλλόγου. Για να σας προϊδεάσουμε για την εκδήλωση, παραθέτουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συγγραφέα που δόθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Αθήνας «Νέα σελίδα»:
Πως οδηγηθήκατε στην συγγραφή της Χαλαμονής;
Από την επιθυμία να κάνω γνωστή στην κοινωνία και ιδιαίτερα στη νέα γενιά τη συναρπαστική ιστορία ενός σημαντικού και παράλληλα κατατρεγμένου τμήματος του ελληνισμού.
Ποιά υπήρξε η σχέση σας με την γραφή και την ανάγνωση από τα παιδικά σας χρόνια;
Μαθητής ακόμη στο δημοτικό, στο μικρό κι όμορφο βαλτοχώρι των Σερρών που γεννήθηκα, μου άρεσε να γράφω ιστορίες στο τέλος των σχολικών μου τετραδίων της προηγούμενης τάξης, που συνήθως έμεναν κενές. Αγαπούσα το γράψιμο, δεν κράτησα όμως κανένα από αυτά τα γραπτά. Αργότερα, στα εφηβικά χρόνια, ενώ σπούδαζα στη Λάρισα, έγραφα συνεχώς ιστορίες μοναξιάς από το παρελθόν και το μέλλον, εμπνεόμενος από το μουντό χειμωνιάτικο περιβάλλον της υγρασίας και της καταχνιάς. Λάτρευα τότε τον Παπαδιαμάντη, προσπαθούσα να τον μιμηθώ στο γράψιμο, ήθελα να κατέβω στην Αθήνα για να ζήσω τις εμπειρίες του κοσμοκαλόγερου, που έζησε μοναχικά, παρέα με τους ήρωες και τους δαίμονές του. Αργότερα στην Αθήνα έψαχνα τα ίχνη του, μέρες τριγυρνούσα στο Μοναστηράκι για να βρω τη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ήξερα ότι πήγαινε συχνά για να ψάλλει και να λειτουργηθεί.
Μεγαλώσατε με ιστορίες και ποιές ήταν αυτές;
Για όλα ευθύνεται η γιαγιά μου, ένα πρόσωπο άλλωστε που είναι κυρίαρχο στη «Χαλαμονή», σε διάφορες εκδοχές: είναι η σοφή Αλεβίτισσα γιαγιά, είναι η Αρμένισσα γιαγιά Χριψιμέ, η Ασσύρια γιαγιά Σαμίρα, είναι τέλος εκείνη η ίδια, χήρα αλλά γρανιτένια γυναίκα στο κεφάλαιο «στα μονοπάτια του Παγγαίου», όπου μπαίνει στο έργο ο ίδιος ο συγγραφέας και ξετυλίγει το κουβάρι της δικής του οικογένειας. Μικρός τα χειμωνιάτικα βράδια καθόμουν δίπλα της και μου αράδιαζε ατέλειωτες μαγικές ιστορίες, με σεργιάνιζε στους δρόμους της Ανατολής, μου έδειχνε τη μαγεία των τόπων, την ομορφιά και τη σοφία των ανθρώπων. Έχω την πεποίθηση ότι μέσα από αυτές τις ιστορίες καθορίστηκαν αρκετά στοιχεία του χαρακτήρα μου.
Μοιάζει η «Χαλαμονή» να υπήρχε από πάντα στο μυαλό σας καθώς είναι η ιστορία και του ποντιακού ελληνισμού μέσα από την ιστορία των τριών διαφορετικών γενεών μιας οικογένειας. Πόσο καιρό την κυοφορούσατε και πως ήταν η γέννα;
Όλα υπήρχαν μέσα μου, σε ακαθόριστη μορφή, από παλιά. Άρχισαν να συγκεκριμενοποιούνται τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, που ασχολήθηκα συστηματικά και μέσα από σπουδές με τον ποντιακό και γενικότερα με τον ελληνισμό της Ανατολής. Η «γέννα» όμως πραγματοποιήθηκε πριν από οκτώ χρόνια, όταν η σύζυγός μου έλαβε ένα τετρασέλιδο χειρόγραφο από τη μητέρα ενός μαθητή της, στο οποίο ο Πόντιος γέροντας παππούς της περιέγραφε συνοπτικά την προσωπική του ιστορία. Το συγκλονιστικό αυτό κείμενο, η πυκνή γραφή ενός απλού, λαϊκού, σχεδόν αγράμματου ανθρώπου, που περιέγραφε με τρόπο λιτό και δωρικό τόσο τις καλές ημέρες που έζησε όσο και τη βαρβαρότητα που βίωσε, με συγκλόνισε και με ενέπνευσε, αποτελώντας τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η «Χαλαμονή».
Τι θέλατε να καταγράψετε μέσα από την συγγραφή της «Χαλαμονής» πέρα από την ιστορία και την περιπέτεια;
Τη μαγεία και την αισθητική του κόσμου της Ανατολής, την ανεπανάληπτη ομορφιά των τοπίων, το δέσιμο των ανθρώπων με τον τόπο τους, τα αρώματα και τα χρώματα της αλησμόνητης πατρίδας με τα οποία μας γαλούχησαν οι μεγαλύτεροι.
Παράλληλα όμως ήθελα να καταγράψω την αλήθεια ενός υπέροχου, δημιουργικού, ανθρώπινου αλλά και κατατρεγμένου λαού, που απ’ τη μια βίωσε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κι από την άλλη αυτός αλλά και οι επιζώντες απόγονοί του προσβλήθηκαν και χλευάστηκαν από άσχετους «επιστήμονες» και δογματικούς πολιτικούς, που δεν επιθυμούν να μάθουν την αλήθεια. Αν κάποιος από αυτούς είναι ειλικρινής, έχω την ελπίδα ότι, διαβάζοντας το βιβλίο, θα αλλάξει γνώμη και θα συνταχθεί μαζί μας στον αγώνα για την προάσπιση των δικαιωμάτων της ανθρωπότητας.
Τι περικλείει και τι σηματοδοτεί για εσάς η ίδια η λέξη αλλά και το περιεχόμενο και η ουσία της «Χαλαμονής»;
Η Χαλαμονή, δηλαδή ο χαλασμός, η καταστροφή, η Γενοκτονία, είναι το αποκορύφωμα μιας πορείας αιώνων του ποντιακού ελληνισμού ανάμεσα στα αδιαπέραστα ποντιακά βουνά του εσωτερικού και τη θάλασσα του Εύξεινου Πόντου. Μια πορεία όπου πολλές φορές στο διάβα του χρόνου κινδύνευσε με πλήρη εξαφάνιση. Όμως πάντα επιβίωνε οριακά, οπλισμένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως την κουλτούρα επιβίωσης και τους μηχανισμούς αντίστασης που ανέπτυξε, που οφείλονται σε μια σειρά από λόγους: στην ιδιόμορφη γεωγραφία της πατρίδας του, στους θεσμούς που επινόησε, στην αγάπη για τον τόπο του, στο υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης, που ήταν τρόπος ζωής γι’ αυτόν. Έτσι, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να δημιουργήσει μια σειρά από θαύματα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι αυτή η ίδια η επιβίωσή του.
- Ποιό σημείο από το βιβλίο θα ξεχωρίζατε και ποιο είναι αυτό που αγαπάτε περισσότερο και σας συγκινεί;
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω κάποιο ιδιαίτερο σημείο. Προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημά σας, επιλέγω κάποια σημεία όπου θα μπορούσα να σταθώ: πρώτα- πρώτα στο ταξίδι του εγγονού Λάζου το 2000 στην Κωνσταντινούπολη, που καλύπτει σημαντικό μέρος της μυθοπλασίας και το βρίσκω συναρπαστικό επειδή μέσα εκεί υπάρχουν πολλά προσωπικά βιώματα. Επίσης στην επιστροφή του βασικού ήρωα το 1957 στο γενέθλιο τόπο και ιδιαίτερα στη συνάντησή του με το φίλο των παιδικών χρόνων σ’ ένα καφενείο στην Άγκυρα. Ακόμη, στο ταξίδι με το καραβάνι το 1875 του παππού του βασικού ήρωα στην ποντιακή ενδοχώρα και αργότερα στο διάλογο με τον αδελφό του παππού του, που είναι μια εμβληματική προσωπικότητα. Τέλος στην προσκυνηματική επίσκεψη του συγγραφέα του βιβλίου με τους 25 φίλους του το καλοκαίρι του 2016 στους τόπους δράσης του έργου και κυρίως στο Σταυρί και την Αμάσεια.
- Ο κόσμος συνεχίζει και σήμερα να ζει Χαλαμονές, τι καταδεικνύει το βιβλίο και τι προσφέρει η αφήγησή σας σε όλους όσους χρειάζονται μια παρηγοριά για τα δύσκολα της ζωής;
Το βιβλίο, μιλά για τη φρίκη και τη βαρβαρότητα, χωρίς μνησικακία για εκείνους που την προκάλεσαν, μένοντας πιστό στις ιδέες των επιβιωσάντων προσφύγων της πρώτης γενιάς, που φτάνοντας εδώ ρακένδυτοι, ισοπεδωμένοι, αποδιαρθρωμένοι, ποτέ δεν ζήτησαν να ανταποδώσουμε τα ίδια σ εκείνους που προκάλεσαν τη βαρβαρότητα. Σ’ αυτό το πνεύμα κινούνται και οι επίγονοί τους. Όμως ζητούν τη δημόσια έκφραση συγνώμης απ’ τους θύτες, που τη θεωρούν εγγύηση, ότι δεν θα υπάρξουν άλλες Χαλαμονές για την ανθρωπότητα στο μέλλον. Όπως ο σύγχρονός μας ήρωας του βιβλίου Λάζος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι είμαστε παιδιά της Αντιγόνης, ότι θα πρέπει να αντιστεκόμαστε, υπακούοντας πρωτίστως στο υπέρτατο ηθικό νόμο, αγνοώντας τους νόμους των ανθρώπων, όταν αυτοί συγκρούονται. Τον αγώνα για τη δικαίωση των κατατρεγμένων πρέπει να τον δίνουμε, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Γιατί αυτός είναι ο υπέρτατος αγώνας, αγώνας για την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά, αγώνας για το θεμελιώδες δικαίωμα της ανθρωπότητας, το δικαίωμα στη ζωή.-