Εράτυρα(Σέλτσα), Αύγουστος 1922
Τα παλικάρια Ανθή και Στέργιος στον Αγώνα του 1821, από τον Μιχάλη Μπαρτσίδη.
Τα δυο αδέρφια, στην τουρκοκρατούμενη περιοχή Ανασελίτσης, βίωναν την αθωότητά τους στα μποστάνια, στα ζωντανά, στα πηγάδια και στα μπατάνια, μέχρις ότου ο πατέρας τους, ξεμουδιάζοντας από τη σκλαβιά,
πήρε τα όπλα, αυτά ήταν 8 και 10 χρόνων αντίστοιχα και βγήκε στον Όλυμπο, δίπλα στον οπλαρχηγό Τάσο Καρατάσο.
Η εξόντωση του πατέρα από άντρες του Αλή – πασά σημάδεψε την ψυχή των παιδιών κι οι βλέψεις του ντόπιου τσιφλικά για αρπαγή της Μαλούσως, φίλης της Ανθής , οδήγησαν τον ανυπόταχτο Στέργιο και τους φίλους σε συμπλοκή με τους αφεντάδες, σε φόνο Τούρκου και στη φυγή σωτηρίας.
Στην Καστοριά που προσέφυγαν τα δυο αδέρφια δεν βρήκαν μόνο στοργή στο μοναχό Νικόδημο, κοζανίτη στην καταγωγή, αλλά και τη δέουσα μόρφωση.
Μέσα σε βάρκες, σε σπηλιές, στην εβραϊκή γειτονιά μάθαιναν για την υπεροχή της αρχαίας Ελλάδα, για τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλέξανδρου, αλλά και για τη θυσία ζωής των αγίων για την πίστη τους.
Το κορασάνι της ορφάνιας για την πατρίδα, του αρχαίου κάλλους, της ικανότητας των αγίων για θυσία, έχτιζε την εθνική συνείδηση των νέων και τους ετοίμαζε για δράση.
Τότε ο ιερωμένος Νεόφυτος τους έφερε σε επαφή, στην Κλεισούρα Καστοριάς, με τη Φιλική Εταιρία και μυήθηκαν σ΄αυτήν, σπάνιο γεγονός για γυναίκα και πήραν τους λόφους και τα καμποχώραφα για στρατολόγηση.
Έφιππη και φουστανελοφορούσα η δεκαεφτάχρονη Ανθή, 50 χρόνια μετά θα ντυθεί κι η καπετάνισσα Περιστέρα στον Μακεδονικό αγώνα, έσπερνε και θέριζε το σπόρο της λευτεριάς που ήταν σε αναμονή στην περιοχή, ως αρχηγός των στρατολογημένων.
Οι αγωνιστές της Δυτ. Μακεδονίας πήραν μέρος, Μάη του 1821, στην επανάσταση της Χαλκιδικής, στην εξέγερση της Νάουσας, δίνοντας το φόρο αίματος για τη λευτεριά…
Οι άνω πληροφορίες εμπεριέχονται στο βιβλίο της Ντόρας ντ΄Ίστρια(Ελένη Γκίκα): Εκδρομές στη Ρούμελη και στο Μοριά, όπως τις άκουσε από τον δάσκαλό της, Γρηγόριο Παπαδόπουλο και μας τις μεταφέρει με την τεχνική της αφήγησης μέσα σε αφήγηση, με τη μέθοδο του εγκιβωτισμού.
Η Ντόρα ντ΄ Ίστρια μια αριστοκράτισσα βαλκάνια διανοούμενη (1828-1888), με ελληνίδα μητέρα, περιηγήτρια, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, υποστηρίκτρια των καταπιεσμένων, της απελευθέρωσης των υποδουλωμένων βαλκάνιων λαών, της χειραφέτησής τους.
Ιδιαίτερα υποστηρίζει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στη δημιουργία ρωμαίικης συνείδησης βασιζόμενης στα επιτεύγματα της αρχαιότητας.
Έφιππη, διακινδυνεύοντας, «να μια αρχαία σπαρτιάτισσα» λένε στη θέα της οι κτηνοτρόφοι «που θα μας οδηγήσει στην Πόλη», διατρέχει (1850) τη χώρα για να δει το λαό στα ήθη του στην ταξική τους διαστρωμάτωση, για να γνωρίσει το λαό στα Χρονικά του και να τον στηρίξει στην Ευρώπη.
Κι ενώ στην αφήγησή της μιλάει για τους κλέφτες συγκρίνοντάς τους με τους συμπολεμιστές του Αχιλλέα κι ενώ μιλάει με το εθνογραφικό μάτι που μόνον γυναίκες διαθέτουν, για τις ενδυμασίες τις πόρπες και τις περόνες, τους μαίανδρους και τα ανθισμένα κεφαλομάντηλα, με αφορμή ένα συνοδοιπόρο που ετοιμάζεται να μπει στην Μακεδονία, μας διηγείται την ιστορία Ανθής και Στέργιου. Δεν ξόκειλε τυχαία, στοχεύει να αναθερμάνει το ζήτημα της απελευθέρωσης της υπόδουλης Μακεδονίας!
Κι όλα τα παραπάνω, που ζωντανεύουν την τοπική ιστορία και κάνουν αληθινή την αφηρημένη γενική ιστορία, τα οφείλουμε στο ζήλο του ερατυρέα φιλόσοφου Μιχάλη Μπαρτσίδη σε μια ωραία συνομιλία με τον
συντοπίτη του Β. Στρέμπα, συνεπικουρούμενου από τους μουσικούς Δ. Νταβατζή και Γ. Σιαπέρα.
Όλα φιλοξενημένα στο αρχοντικό της Τσιαπαρούς που έσπασε τη σιωπή του, άνοιξε τις αμπάρες του κι έστρωσε τον ουβουρό για να δεχτεί τους νέους γείτονες από ποικίλα μέρη, αντηχώντας την παράφραση του Θούριου του Ρήγα, οφειλόμενη στον σιατιστέα Κ. Τζίνα, σύντροφο του Ρήγα:
«Ντουντούνηδες φαρδιά φορούν
κι εσείς βρε παλικάρια
ληστές σαν τα λιοντάρια
της Σιάτιστας γεράκια
αηδόνια του Μπλατσιού…»
Στίχοι τόσο επίκαιροι στις νέες μορφές υποτέλειας.
Τάσα Σιόμου