Ο αγώνας του ελληνικού λαού για την αποτίναξη του επαχθούς οθωμανικού ζυγού δεν άφησε ασυγκίνητους τους Έλληνες όπου γης. Από το προσκλητήριο για την εθνική παλιγγενεσία ήταν αδύνατον να απουσιάζουν οι Τραντέλληνες, οι απόγονοι των θρυλικών Ακριτών, οι Έλληνες του Πόντου. Ωστόσο η συμβολή τους στον πανεθνικό αυτόν αγώνα δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστή, ενώ οι αναφορές στα συμβάντα της Επανάστασης και σε όσα προηγήθηκαν σπάνια ξεπερνάει τα όσα έγιναν στον ελλαδικό χώρο.
Αδρομερώς και εν ολίγοις αναφέρεται ότι η έναρξη της Επανάστασης επισυνέβη στις 24 Φεβρουαρίου, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και κήρυξε τον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγώνα από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Βεβαίως ουδεμία αναφορά στην ποντιακή καταγωγή του εθνεγέρτη. Από «παλιά φαναριώτικη οικογένεια» μας λένε οι ιστορικοί πως καταγόταν. Αδυνατούν προφανώς να κατανοήσουν πως μόνον κάποιος ποντιακής ακριτικής καταγωγής μπορούσε να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας και το παράτολμο εγχείρημα του άνισου αγώνα, τη στιγμή μάλιστα που σε όσους προτάθηκε αρνήθηκαν φοβούμενοι την παντοδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το αρνητικό, για επαναστάσεις, κλίμα της εποχής.
Παρομοίως δεν αναφέρεται, βεβαίως, και η ποντιακή καταγωγή του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του Δημητρίου, ο οποίες ηγήθηκε των ελληνικών όπλων στην νικηφόρα μάχη της Πέτρας (Βοιωτία), στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829, την τελευταία μάχη του Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, αφού στις τρεις Φεβρουαρίου του 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Δι’ ολίγων μνημονεύονται και οι σφαγές τις οποίες υπέστησαν μόνον οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, των Κυδωνιών από τους δυνάστες τους, μόλις μαθεύτηκε η κήρυξη του αγώνα της ανεξαρτησίας, ενώ η Τραπεζούντα απέφυγε τις σφαγές χάρη στη στάση του διοικητή της πόλης Σατήρ Ζαδέ[1].
Είναι αλήθεια πως υπάρχει σοβαρότατο έλλειμμα γνώσης για τη συνεισφορά του Ποντιακού Ελληνισμού στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων του 1821. Τα σχολικά εγχειρίδια της πατρίδας μας «ξεχνούν» στο θέμα αυτό – όπως και σε πολλά άλλα – τους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες και τον αγώνα του οργανωμένου ποντιακού ελληνισμού προς την κατεύθυνση αυτή. Παρά το ότι κατά την τελευταία πεντηκονταετία πολλοί νεοϊδρυόμενοι ποντιακοί σύλλογοι έφεραν στους τίτλους των τα ονόματα των Υψηλαντών. Παρόλα αυτά η εκ Πόντου καταγωγή των Υψηλαντών για το ευρύ κοινό παραμένει άγνωστη.
Πέρσι το καλοκαίρι το σωματείο «Παναγία Σουμελά» κατάφερε να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στο θέμα αυτό. Χάρη στις άοκνες και συντονισμένες ενέργειες του προέδρου του Ιερού Προσκυνήματος, σεβασμιότατου μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος και του προέδρου του σωματείου κ. Γιώργου Τανιμανίδη, με την αρωγή και συμπαράσταση του κ. Γεώργιου Σούρλα, το Αμαλίειο Ίδρυμα συγκατάνευσε στο να μεταφερθούν τα κειμήλια με τις βαλσαμωμένες καρδιές των Υψηλαντών στο Ιερό Προσκύνημα της Σουμελιώτισσας κατά τον πανηγυρικό εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου και να εκτεθούν σε λαϊκό προσκύνημα. Με την ενέργεια αυτή έγινε πανελληνίως γνωστή η εκ Πόντου καταγωγή της οικογένειας του εθνεγέρτη Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Επίσης σε εκδήλωση της Εταιρείας Ελλήνων Ευεργετών, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2014 στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, αφιερωμένη στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (1814 – 2014) κατά κόρον τονίστηκε η ποντιακή καταγωγή της οικογένειας των Υψηλαντών. Σημαντικότατη υπήρξε και η συνεισφορά στον Αγώνα της μεγάλης ποντιακής οικογένειας των Μουρούζηδων[2], η οποία είλκε την καταγωγή της από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας. Γόνοι της σπουδαίας αυτής οικογένειας αναδείχτηκαν ηγεμόνες στην Μολδοβλαχία από όπου ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821. Τα της καταγωγής της σπουδαίας αυτής οικογένειας αντιμετωπίζονται από τους ιστορικούς όπως και αυτής των Υψηλαντών (φαναριώτικη οικογένεια). Ακόμα και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1929 – 1935, κάθε φορά που του ζητούσαν βιογραφικά στοιχεία, ανάφερε πως: «Καταγόμεθα βεβαίως από την Κερπινή Καλαβρύτων εκ πατρός, παππού και προπάππου, αλλά παρακαλώ να μη λησμονηθεί ότι η μητέρα μου Ελένη Μουρούζη, ήτο ποντιακής καταγωγής ως κόρη του Αλεξάνδρου Μουρούζη, από την σπουδαία Φαναριώτικη οικογένεια των Μουρούζηδων….»
Να αναφερθεί πως στον Ιερό Λόχο, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Δραγατσάνι, συμμετείχαν πολλά νεαρά παλικάρια εκ Πόντου, κυρίως σπουδαστές. Από τους διασωθέντες Iερολοχίτες εκτιμάται ότι οι 19 κατάγονταν από τον Πόντο. Οι ιερολοχίτες αυτοί αναφέρονται με τα προσωνύμια Μαυροθαλασσίτης, Καραντενιζλής[3], Τραπεζούντιος, Τραπεζανλής, Σαμψούντιος, Κιουμουσχανελής κ.ά. Με τα προσωνύμια αυτά είναι, επίσης γνωστοί, και οι Πόντιοι εθελοντές που από τον Πόντο προσέτρεξαν στην επαναστατημένη Ελλάδα του 1821 και ιδιαίτερα στον Μοριά, για να πολεμήσουν με ξεχωριστή γενναιότητα[4]. Ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης (Κάνις) γράφει σχετικά για το θέμα αυτό: “Ουχ ήττον και πολλοί νέοι Πόντιοι μέσον Ρωσίας και Ρουμανίας κατήλθον εις την Ελλάδα και επολέμησαν γενναίως εν Ηπείρω και Στερεά Ελλάδα…”
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό – πόλη χτισμένη δίπλα στον οικισμό Χατζήμπεη, η πλειονότητα των κατοίκων του οποίου ήταν Έλληνες εκ Πόντου καταγόμενοι – δεν μπορεί να είναι τυχαία και δεν αποκλείει το γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι της να ήταν μέλη της. Μεταξύ των μυημένων, στον μικρασιατικό Πόντο, φαίνεται να συμπεριλαμβάνονταν και κρυπτοχριστιανοί.
Πολλοί, μάλιστα, επιφανείς Πόντιοι ενίσχυσαν με μεγάλα χρηματικά ποσά τη Φιλική Εταιρία. Ανάμεσά τους ο Ηλίας Κανδήλογλους ή Κανδήλης, ιδρυτής και διευθυντής του Φροντιστηρίου της Χερσώνας, ο Ιάκωβος Γρηγοράντης, γενικός «αρχιμεταλλουργός» των μεταλλείων της Αργυρούπολης, καθώς και η μεγάλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων.
Το 1819 Μυείται στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας ο Σίλβεστρος Λαζαρίδης, διάκονος του Χαλδίας Σωφρονίου και μετέπειτα μητροπολίτης Χαλδίας. Ο Σίλβεστρος στη συνέχεια μυεί τον μητροπολίτη Σωφρόνιο, τον Αρχιμεταλουργό Ιάκωβο Γρηγοράντη κ.α.
Να πως καταγράφει την μύηση του Αρχιερέως Σίλβεστρου ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης[5] στο βιβλίο του «Ποντιακά Ιστορικά Ανάλεκτα». «…Αίφνης η θύρα του Συνοδικού ηνοίχθη αποτόμως και δύο δερβίσηδες, εκ του Τάγματος των Μεβλεβίδων εισήλθον και κραδαίνοντες ανά μίαν βακτηρίαν φέρουσιν δόρυ και αξίνην και μερμορίζοντες διάφορα ρητά του Κορανίου περιεσκόπευσαν τα πέριξ. Μετ’ απορίας όμως είδεν, ότι ευθύς ως εισήλθον, έκλεισαν επιμελώς την θύραν του Συνοδικού.
»Εστήριξαν τας βακτηρίας αυτών εν τη γωνία και αποκαλύψαντες τας κεφαλάς αυτών εκ των κιδάρεων, προσήλθον και μετά μεγάλης Χριστιανικής ευλαβείας, έκαμψαν τα γόνατα αυτών και προσκυνήσαντες την δεξιάν του αρχιερέως εξεζήτησαν τας ευχάς αυτού εις καθαράν Ελληνικήν διάλεκτον. Ο Αρχιερεύς Σιλβέστρος εγένετο έκθαμβος διά τα γενόμενα, βλέπων προ αυτού δύο ηλιοκαείς, αλλ’ ωραίας φυσιογνωμίας εχούσας την πλουσίαν αυτών κόμην κτενισμένην, και κεχυμένην επί των ώμων αυτών, εξωτερικώς μεν υπό Οθωμανικήν αμφίεσιν, αλλά την Ελληνικήν φυσιογνωμίαν έχοντες και την Ελληνίδα διάλεκτον ομιλούντας. Ο Δεσπότης ηπόρει αν ευρίσκεται υπό Χριστιανών η κατασκόπων Οθωμανών.
»Την απορίαν αυτού μαντεύσας ο έτερος των Δερβίσηδων και περισκοπεύσας περί εαυτών αν υπ’ ουδενός εβλέπετο και αν ευρίσκετο εν ασφαλή τόπο είπε: “Σεβασμιώτατε Δέσποτα, βλέπομεν ότι δυσπιστείται και εν αμφιβολία ευρίσκεσθε, περί του ότι αν λέγωμεν την αληθείαν, ότι είμεθα Έλληνες Χριστιανοί. Είμεθα μυστικοί απόστολοι της εν Οδησσώ συστηθείσης εν έτει 1814 υπό των αειμνήστων ανδρών Αθ. Τζακάλωφ, Σκουφά, και Ξάνθου ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας και απεστάλημεν εις τας διαφόρους πόλεις της Ανατολής προς κήρυξιν της ελευθερίας, σύστασιν εφορειών και επιτροπών, εγγραφήν μελών και άθροισιν συνδρομών υπέρ της εθνικής επαναστάσεως και ό,τι λέγομεν την πάσαν αλήθειαν” είπον και εξεβίδωσαν τας μακράς αυτώ βακτηρίας, ότε και έπεσαν εξ αυτών καταγής κύλινδροι συστατικών και άλλων επιστολών διευθυνόμενοι προς τας θρησκευτικάς αρχάς του εν Τουρκία Ελληνισμού και υπογεγραμμέναι υπό του αειμνήστου Γρηγορίου του Ε΄ και άλλων πρωτεργατών της ελευθερίας. Πάραυτα ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί του Μητροπολίτου, ενηγκαλίσθη αυτούς ως πατήρ τα τέκνα και θέσας τας εκ της συγκινήσεως τρεμούσας χείρας του επί των κεφαλών αυτών προσεφώνησεν ούτω μετά δακρύων:
“Ο Ύψιστος, ο ετάζων νεφρούς και καρδίας εύχομαι να κατευοδώση το έργον υμών και εις ακύμαντον λιμένα να αγάγη αυτόν. Εύχομαι όπως σύμπαν το έθνος λαμβάνον υπ’ όψιν τα υπερτετρακοσαετή δεινά αυτού σύσωμον εξεγερθή κατά της τυραννίας και πατάξη τον διάβολον της δουλείας κατά κεφαλής και δημιουργήση το νέον Ελληνικόν Κράτος. Σας συνιστώ δε μέχρι της ευθέτου ώρας σύμπνοιαν, προσοχήν, συνεκτικότητα και δραστηριότητα, εάν θέλομεν να κατορθώσωμεν μέγα και ένδοξον έργον”.Τοιούτοι ήσαν εν συνόψει οι λόγοι του αειμνήστου εκείνου μητροπολίτου ως διεμνημόνευσαν τούτους οι γονείς ημών και οι γεροντότεροι της πατρίδος.
»Εγερθείς ο Μητροπολίτης αυτούς μεν έπεμψεν εις το μαγειρείον προς κατεύνασιν της πείνης των, αυτός δε προσεκάλεσε τον άρχοντα αρχιμεταλλουργόν και παντοδύναμον εν Πόντω αείμνηστον και εθνομάρτυρα επίσης Ιάκωβον τον Γρηγοράντην, εις ον και εκοινώνησε τα της αποστολής των δύο μυστικών αποστόλων, και τον θάνατον των δύο κορυφαίων του Γένους του τε Γρηγορίου του Ε΄ και του Κωνσταντίνου Μουρούζη. Απερίγραπτος ήτο η λύπη και η αθυμία του άρχοντος Ιακώβου διά τους θανάτους τούτων και ιδίως του επιστηθίου φίλου του Κωνστίνου Μουρούζη, ον εγνώρισεν εν Κωνσταντινουπόλει, όπου κατ’ έτος μετέβαινε μεταφέρων μεταλλεύματα, ώστε όρκον φρικτόν ώμοσε κατά των Τούρκων και επεχρέωσε τον Αρχιερέα Σιλβέστρον να κηρύξη επ’ εκκλησίαις ότι πας ο λέγων τον Τούρκον καλόν δεν ήτο άξιος επί επταετίαν να μεταλαμβάνη των αχράντων μυστηρίων και ισοβίως κατά των Τούρκων αντέπραξεν. Εκρίθη λοιπόν καλόν και φρόνιμον, όπως οι υπό το ένδυμα των Δερβίσηδων απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας αποσταλώσιν εις την μονήν αγίου Γεωργίου Χουτουρά δια πάσαν ασφάλειαν, ληφθή δε γενική απόφασις περί της αθροίσεως συνδρομών και εξ Αργυρουπόλεως και της επαρχίας.
»Την 15 Αυγούστου, ημέραν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ευθύς μετά την απόλυσιν της εκκλησίας 25 πρόκριτοι της Αργυροπόλεως συνελθόντες παρά τω Μητροπολίτη εγένοντο κοινωνοί της Εθνικής αποστολής και προσέφερον ανεξαιρέτως πάντες μετά των πολιτών την συνδρομήν των. Απεφασίσθη δε όπως ο Πρωτοπρεσβύτερος και Οικονόμος της Μητροπόλεως Π. Τριαντάφυλλος Λαζαρίδης περιέλθη την επαρχίαν και αθροίση συνδρομάς.
»Ούτω λοιπόν εν διαστήματι μηνός συνηθροίσθη το ποσόν 12.000 γροσίων (ποσόν σημαντικόν την εποχήν εκείνην) όπερ και παρεδόθη τοις δύο αποστόλοις έναντι αποδείξεως, χάριν του μεγάλου εθνικού έργου, της Αναστάσεως της Πατρίδος».